Καϊτζού έγκα
24-05-2019

Ήμουν τυχερός που δούλεψα με τον Ισίρο Χόντα όταν εμφανίστηκα στα Όνειρα του Ακίρα Κουροσάβα. Συγκινήθηκα να δω το Χόντα, σχεδόν 80 χρονών, έναν φημισμένο κινηματογραφιστή διεθνούς αναγνώρισης, να δουλεύει βοηθός σκηνοθέτη με τον παλιό του φίλο και καθιερωμένο δάσκαλο… Αξιοθαύμαστη η πορεία του Χόντα στην επιστημονική φαντασία… το Γκοτζίρα βέβαια, το Ροντάν…, το Μόθρα, ταινίες που μάγεψαν τη φαντασία νέων θεατών, όπως τη δική μου, και εκατομμυρίων άλλων στα επόμενα χρόνια.Martin Scorsese

Ο Χόντα γεννήθηκε το 1911, πέμπτο παιδί ενός βουδιστή μοναχού σε ναό στα ορεινά δάση βόρεια του Τόκιο. Από μικρός αγάπησε την επιστήμη από περιοδικά που έστελνε ο φοιτητής ιατρικής αδελφός του. Δεκάχρονος, η οικογένεια μετακόμισε στο Τόκιο όπου ο πατέρας ανέλαβε ναό στην πόλη. Στο Τόκιο ήταν η πρώτη φορά που ο Ισίρο μπήκε σε κινηματογράφο. Και το 1923 βίωσε το μεγάλο σεισμό του Κάντο, τα 7,9 ρίχτερ που ρήμαξαν το Τόκιο συνοδευόμενα από φωτιά και τσουνάμι. Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 140.000.

Το 1931 γράφτηκε σε κινηματογραφική σχολή και βρήκε δουλειά σε νεοσύστατη εταιρεία, την PCL, όπου γνώρισε τον Κουροσάβα. Συγκατοίκησαν και έγιναν αχώριστοι φίλοι. Άτυχος ο Χόντα, επιστρατεύτηκε στην κατεχόμενη Μαντζουρία, εποχή που η Ιαπωνία γλιστρούσε προς τον ολοκληρωτισμό συμμαχώντας με το γερμανοϊταλικό άξονα. Ακολούθησαν δύο επιπλέον επιστρατεύσεις, στην Κίνα όπου υπηρέτησε διοικώντας «σταθμό ανακούφισης». Γυναίκες, κυρίως Κορεάτισσες, υποχρεωμένες να εξυπηρετούν Ιάπωνες στρατιώτες. Ο Χόντα μίλησε με ειλικρίνεια γι’ αυτό σε κείμενό του τη δεκαετία του 60. Στο μεταξύ η PCL συγχωνεύτηκε με άλλη εταιρεία και δημιουργήθηκε η Τόχο. Ο Κουροσάβα φρόντιζε την οικογένεια του Χόντα, γυναίκα και δύο παιδιά, στα οκτώ χρόνια που έλειπε στα μέτωπα. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας επιστράτευσης παραλίγο να σκοτωθεί από βόμβα που δεν εξερράγη, το κέλυφος της οποίας το κράτησε μέχρι το θάνατό του. Στον τελευταίο χρόνο πιάστηκε αιχμάλωτος πολέμου.

Εσωστρεφής, πάντα έλεγε ότι ο πόλεμος τον ωρίμασε ως σκηνοθέτη. Σύμφωνα με τη σύζυγό του, εφιάλτες τον στοίχειωναν μέχρι τα γεράματα. Επιστρέφοντας από την αιχμαλωσία, Μάρτης του 46, το τραίνο για Τόκιο σταμάτησε για κάμποση ώρα στη Χιροσίμα. Ο σταθμός ούτε χιλιόμετρο απ’ το κέντρο της πόλης.

Ελάχιστα μιλούσε ο εσωστρεφής Ισίρο για τον πόλεμο. Αντίθετος χαρακτήρας από το φίλο του Ακίρα, ο οποίος περιέγραψε στην αυτοβιογραφία του το μεγάλο σεισμό. Εκατόμβες, απανθρακωμένοι σε σπίτια, πνιγμένοι σε ποτάμια, στοιβαγμένοι κάτω από γέφυρες, σε σταυροδρόμια.

Ξανάπιασε το κομμένο νήμα της καριέρας του. Συνεργάστηκε βοηθός σκηνοθέτη με τον Κουροσάβα στην ταινία «Λυσσασμένος Σκύλος». Άρχισε να δουλεύει ως σκηνοθέτης σε ντοκιμαντέρ και έκανε τις πρώτες του ταινίες. Χαρακτηριστική το «Δέρμα του Νότου». Ένας γεωλόγος προειδοποιεί ματαίως τους κατοίκους μικρής πόλης για τις επιπτώσεις αποψιλωτικών υλοτομιών σε σαθρές ηφαιστειακές πλαγιές. Αποδεικνύεται Κασσάνδρα όταν χτυπάει την περιοχή τυφώνας. Έργα και σφάλματα ανθρώπων και η τυφλή δύναμη της φύσης.

Είχε ενδοιασμούς όταν η εταιρεία του ανέθεσε το «Γκοτζίρα», μα δεν αρνήθηκε. Με ντοκουμενταρίστικη απόδοση ζωντάνεψε την επίθεση ενός υπερμεγέθους τέρατος, μια παραβολή για τα πυρηνικά όπλα. Βυθίσεις αλιευτικών και καταστροφές ψαροχωριών πριν την αποκάλυψη του ενόχου. Το ερπετό ανασηκώνεται πίσω από τη βουνοπλαγιά και βρυχάται καθώς χωρικοί ανεβαίνουν το μονοπάτι με σπαθιά και ξύλα ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα κινδύνου μιας καμπάνας. Ένα αρχαίο ον μεταλλαγμένο από τις δοκιμές βόμβας υδρογόνου στον Ειρηνικό, αφυπνίζεται για να λούσει το Τόκιο με ραδιενεργή ανάσα, καίγοντας και μολύνοντας. Η λύση δίνεται από ένα χειρότερο της ραδιενέργειας όπλο, τον καταστροφέα οξυγόνου που διαλύει το θηρίο στο θαλάσσιο βυθό. Με την αυτοθυσία του ο εφευρέτης παίρνει το μυστικό μαζί του. Να ξορκιστεί ο επαναλαμβανόμενος κύκλος.

Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1954 στις ακτές νότια του Τόκιο, ενώ στα στούντιο κατασκευάστηκαν περισσότερες από 500 μινιατούρες κτιρίων της πόλης. Ασπρόμαυρη ταινία, νυκτερινές οι σκηνές καταστροφής. Μάστορας των εφέ ο Έτζι Τσουμπουράγια.

Το Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, το αλιευτικό «Τυχερός Δράκος Νο 5» σκεπάστηκε από ραδιενεργή σκόνη ύστερα από τη δοκιμή των ΗΠΑ στα νησιά Μάρσαλ, γεγονός που ξεκίνησε το αντιπυρηνικό κίνημα της Ιαπωνίας.

Παρά τις όποιες ατέλειες, η ταινία ήταν ιδιαίτερα καλή. Βοήθησε ο χαρακτήρας του Χόντα. Όχι καταγγελία αλλά προειδοποίηση. Πρεμιέρα στις 27 Οκτωβρίου του ’54. Είχαν περάσει δύο χρόνια από τη λήξη της αμερικανικής κατοχής και οι Ιάπωνες μετά τη λογοκρισία άρχισαν να αμφισβητούν την αμερικανική ηγεμονική πολιτική. Στην ταινία μάχονται ολομόναχοι το τέρας αν και φανερώνονται οι αμερικανικές ευθύνες. Είχαν προηγηθεί παρόμοιες αμερικανικές ταινίες αλλά η περίπτωση ιδιαίτερη, ουσιαστική η ιαπωνική μαρτυρία και υπαρκτό το μαρτύριο. Στο φιλμ επικρατεί παραίτηση θλίψης αλλά και σιωπηρή παρότρυνση για μελλοντική σύνεση.

Η ταινία πουλήθηκε στις ΗΠΑ για 25.000 δολάρια ως «Γκοτζίλα» και έπαιξε το 1956. Αρκετό κόψιμο σε σκηνές του Χόντα, παρέμεινε η δουλειά του Τσουμπουράγια και εισήχθη ο Αμερικανός ανταποκριτής Steve Martin. Με αφορμή το “Slumdog Millionaire”, γράφτηκε στο Huffington Post ότι το «Γκοτζίλα» είναι η σημαντικότερη ξένη ταινία για τους Αμερικανούς καθώς ήταν η πρώτη που τους ξύπνησε μαζικά για να μπορέσουν να εκτιμήσουν κάτι διαφορετικό πέρα από την ομφαλοσκόπηση.

Χρυσωρυχείο για την Τόχο και ο Χόντα επιδέξιος χρυσοθήρας. Η αρχή είχε γίνει, υπήρξε συνέχεια. Αναφέρουμε το «Ροντάν» (1956), υβρίδιο ταινίας τρόμου και επιστημονικής φαντασίας. Δύο γιγάντιοι πτερόσαυροι εκκολάπτονται από την πυρηνική υπερθέρμανση της ατμόσφαιρας. Η πρώτη έγχρωμη του Χόντα στην οποία ο Τσουμπουράγια δημιούργησε λεπτομερή και όμορφη μινιατούρα πόλης που με ομορφιά καταστράφηκε. Τα λόγια του Χόντα: «…είναι η καταστροφή, το πόσο όμορφα όλα καταρρέουν». Αναφορικά με το «Ροντάν», η Susan Sontag σε κείμενο για τη φαντασία της καταστροφής έγραψε ότι η επιστημονική φαντασία δεν σχετίζεται με την επιστήμη αλλά με την καταστροφή, ένα από τα αρχαιότερα αντικείμενα της τέχνης. Έγραψε και για τα δύο τεράστια ερπετά που με το άνοιγμα της φτερούγας τους και το υπερηχητικό τους πέταγμα σηκώνουν τυφώνες.

Στο «Μόθρα» (1961) ο Χόντα έδεσε την επιστημονική φαντασία με την πραγματικότητα του μύθου, με ιαπωνική άνεση, δίχως να απολογηθεί. Το τεράστιο λεπιδόπτερο, η Μόθρα, αγαθή αλλά όχι αφελής θεότητα, αναγεννιέται στους αιώνες και λατρεύεται από ιθαγενείς σε νησί του Ειρηνικού που – τί άλλο; – έχει μολυνθεί από τις πυρηνικές δοκιμές. Ύστερα από την απαγωγή των μικροσκοπικών ιερειών της για κερδοσκοπία, η ψυχικά δεμένη μαζί τους Μόθρα επιτίθεται στην Ιαπωνία και σε μία άλλη χώρα. Φανταστική, αλλά ίδια οι ΗΠΑ.

Στο διασκεδαστικό χιτ «Κινγκ Κονγκ εναντίον Γκοτζίλα» (1962) η εταιρεία απαίτησε και κωμική διάσταση. Ο Ισίρο υπάκουσε δυσαρεστημένος. Το «Γκοτζίλα» του 54 ήταν αγαπημένη ταινία του Κουροσάβα, που πρότεινε στο φίλο του να αποδεσμευτεί αλλά ο Χόντα παρέμεινε πιστός στην Τόχο. Είχε ήδη δημιουργηθεί ένα πετυχημένο, κερδοφόρο κινηματογραφικό σύμπαν συγκατοίκησης ανθρώπων με τέρατα. Το «Μόθρα εναντίον Γκοτζίλα» (1964) αποδείχτηκε εξαιρετικό. Οι καιροί όμως άλλαζαν, η Ιαπωνία ξέφευγε από τη φτώχεια, τα παιδιά ξεχνούσαν και ήθελαν παιχνίδι. Με την εισαγωγή του τετάρτου μέλους της κορφής του οικοσυστήματος των τεράτων, του διαστημικού (καλοσχεδιασμένου) Γκιντόρα την ίδια χρονιά, το είδος έδωσε εμφανή σημεία παρακμής με τις ευλογίες της εταιρείας. Ο Ισίρο δυστυχούσε με τον αυξανόμενο ανθρωπομορφισμό των τεράτων. Μόθρα, Ροντάν και Γκοτζίλα συσκέπτονται κι αποφασίζουν να προστατέψουν τους ανθρώπους από τον τρομερό Γκιντόρα. Αυτό ζητούσε και η Τόχο και οι Αμερικανοί που συγχρηματοδοτούσαν τις ταινίες σκεπτόμενοι το δικό τους κοινό που ήθελε τα τέρατα και λίγο καραγκιόζηδες παλαιστές και λίγο υπερήρωες. Το τελευταίο καϊτζού έγκα του Χόντα ήταν το «Τρόμος του Μεκαγκοτζίλα», το δυνατό αντίο του στο είδος.

Ο Χόντα αποσύρθηκε και ξαναβρήκε το παλιό του φίλο Ακίρα που πρότεινε να τον βοηθά στις δικές του ταινίες. Αρχίζοντας από το «Καγκεμούσα», συνεργάστηκε στις υπόλοιπες ταινίες του Κουροσάβα. Από τα «Όνειρα» σκηνοθέτησε το «Τούνελ», με την επιστροφή του στρατιωτικού ύστερα από τον πόλεμο, που ίσως τον βοήθησε να ξορκίσει τους δικούς του εφιάλτες.

Η Τόχο συνεχίζει το είδος καϊτζού με άλλους σκηνοθέτες. Πούλησε τα δικαιώματα δύο φορές στους Αμερικανούς, το 1998 στον απαράδεκτο Roland Emmerich και το 2014 στη Legendary, η οποία άνοιξε με σεβασμό την πόρτα σε ένα παγκοσμιοποιημένο αλλά με ιαπωνικές ρίζες Monsterverse.

Ο εννιάχρονος γιος συναδέλφου, φαν και αυτός, ήρθε κάποτε στο γραφείο να του λύσω απορίες για διάφορα τέρατα. Το έκανα δίχως δυσκολία. Όταν με ρώτησε αν βρίσκω περίεργο ένας της ηλικίας μου να συζητάει σοβαρά μ’ ένα εννιάχρονο αυτά τα πράγματα, απάντησα ότι είναι ακόμα μικρός κι όταν μεγαλώσει θα καταλάβει.