Στις 21 του περσινού Αυγούστου ο Τσίπρας χαιρέτισε την έξοδο από το μνημόνιο με το διάγγελμα της Ιθάκης, αναφορά στον Απρίλιο του 2010 και στο Καστελλόριζο του Γιώργου Παπανδρέου, στην υπαγωγή της Ελλάδας στο μηχανισμό διάσωσης. Δεν θυμάμαι τις κοινοτοπίες του Παπανδρέου από εκείνο το διάγγελμα με σκοπό να χρυσωθεί το δια της βίας χάπι, δίχως άμεση αναδιάρθρωση του χρέους. Γνωστός για τις γενικεύσεις ο Παπανδρέου, είτε μιλούσε από τον Αστέρα είτε από την Κόστα Ρίκα. Αλλά στη μνήμη μου πρόσφατες οι κοινοτοπίες Τσίπρα, ένα μήνα ύστερα από την καταστροφή στο Μάτι, για Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες και τραπεζίτες. Αναφορές στα χρόνια της ύφεσης, μηρυκασμένες ξανά και ξανά, το αφήγημα, το saga που ακολούθησε το Καστελόριζο εκφυλισμένο σε κλασσικό εικονογραφημένο.
Δεν ήταν τόσο η αφέλεια του απλουστευτικού happy ending από τον Τσίπρα, ήταν το ότι εκείνη την όντως σημαντική μέρα ο Πρωθυπουργός το μόνο που είπε ήταν ανακλαστικά ξόρκια, ηχώ φράσεων που είχαν χάσει την οξύτητά τους όπως γλυκερή κόκα κόλα ανοικτή στο ψυγείο για οκτώ χρόνια.
Έχει τελειώσει η κυβέρνηση, σκέφτηκα. Η έξοδος από το μνημόνιο ήταν και έξοδος προς τις αγορές – έτσι δεν ήταν; – και αυτοί συνέχιζαν να δείχνουν προς τα πίσω, στο μέσα από το οποίο δραπετεύαμε. Φτου ξελευθερία αλλά ως εκεί, δίχως έμφαση στην άλλη όψη του νομίσματος. Δεν έδειχναν να το πιστεύουν παρά που έπρατταν έτσι από το καλοκαίρι του 2015, έστω και μετά την επικύρωση των εκλογών εκείνου του Σεπτεμβρίου. Οι πράξεις καθ’ υπαγόρευση και το ιδεολογικό αποτύπωμα το ανακλαστικό. Και κάτι άλλο, ιδιαίτερα ανησυχητικό. Μου φάνηκαν απαίδευτοι να χειριστούν μια έξοδο στις αγορές. Δύσκολο να το παραδεχτούν αλλά ο κόσμος το ένιωθε.
Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση Τσίπρα έμελλε να τελειώσει αρκετά από όσα είχε αναλάβει. Πολλά εκ των οποίων καλά. Και όσο προβληματική και με άπρεπο ναρκισσισμό για χειρισμό εθνικού θέματος ήταν η λύση του σκοπιανού, τόλμησαν λύση. Και αυτό τους το χρέωσε πολύς κόσμος και τους κόστησε.
Υπάρχει ένα γραμμάτιο λοιπόν που οφείλει η Νέα Δημοκρατία να ξεχρεώσει σε ακραίους δεξιούς ψηφοφόρους, κάτι που δεν θα γίνει με το Μακεδονικό. Οι αρνητικές συνέπειες μιας πολύ κακής συμφωνίας θα αντιμετωπιστούν με ρεαλισμό και με τόλμη, με δυναμισμό αλλά και με υπευθυνότητα που σημαίνει μια μεγάλη καμπάνια για την προβολή της Μακεδονίας μας, της πραγματικής Μακεδονίας, παντού στον κόσμο – αυτά τα λόγια προεκλογικά του Μητσοτάκη. Η κακή συμφωνία παραμένει καταλαβαίνω και όσο για το βέτο που υποσχέθηκε να εξασκήσουμε (εφόσον χρειαστεί) στην ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας είναι βέτο που μπορεί να εξασκήσει οποιοδήποτε κ-μ σε οποιοδήποτε υποψήφιο. Το γραμμάτιο θα ξεχρεωθεί διαφορετικά.
Δεν μπορούμε να χτυπήσουμε σβάστικα τατουάζ στο κούτελο, να στείλουμε σε εξορία ανυπαρξίας πολιτικών δικαιωμάτων, να εκτελέσουμε όσους στήριζαν φασίστες τα χρόνια της κρίσης. Είμαστε πολιτισμένοι και δημοκράτες και οφείλουμε να υποδεχτούμε την ενσωμάτωσή τους σε μια πολιτική κανονικότητα. Αποκατάσταση και λειτουργικότητα. Το πολιτικό σύστημα εξάλλου είναι που νομιμοποίησε και έδωσε πράσινο φως να μπει στο Κοινοβούλιο ένα ναζιστικό κόμμα.
Με την επιστροφή στην κανονικότητα το γραμμάτιο θα ξεχρεωθεί με την εξυγίανση μέρους της ζωής μας εκεί που η κανονικότητα καταπατήθηκε και συνεχίζει να πατιέται από ανέγγιχτους, αζήτητους και περιθωριοποιημένους. Τεράστια εδώ η ευθύνη της πρώην κυβέρνησης, με τη laissez-faire αυτάρεσκη αντιμετώπιση του «λιάζονται» η οποία στο μυαλό όλων είναι αριστερή – για τους αριστερούς δόκιμη και για τους υπόλοιπους απαράδεκτη. Αναφορικά με αυτό συντάσσομαι με τους δεύτερους ώστε να προσθέσω το επικίνδυνη. Το απαλλακτικό που έδινε η αριστερά στο διαρκή εκφυλισμό παλιών αντιλήψεων, όπως για το πανεπιστημιακό άσυλο, θα καταλήξει στην αποδοχή από τους πολλούς, όχι αποκλειστικά δεξιούς, λύσεων οι οποίες θα προσληφθούν ως σκληρές αλλά αναγκαίες. Και κάτω από το χαλί. Η επανάκτηση του κέντρου της Αθήνας – η «ασφάλεια στο σπίτι, στην πόλη» – θα είναι έγκριτη για ανθρώπους που βγάζουν τα παιδιά τους βόλτα σε εμπορικά κέντρα βορείων προαστίων και Μεσογείων και που δεν σκοπεύουν να τα πάνε κάπου αλλού στο μέλλον για περίπατο, ειδικά στο κέντρο. Ποτέ.
Και βέβαια υπάρχει και ο οικονομικός φιλελευθερισμός ως στοιχείο της συνταγής του εκσυγχρονισμού της νέας κυβέρνησης. Πιστεύω στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη που φέρνουν οι επενδύσεις και ο ακραίος φιλελευθερισμός ως πολιτική μιας κυβέρνησης γίνεται εύκολα εμφανής, ιδιαίτερα ως πρακτική. Περισσότερο ύπουλο είναι όταν πίσω από το μανδύα του «εκσυγχρονισμού» κρυφτούν παλιές υπόγειες σχέσεις και εξαρτήσεις, καμουφλαρισμένες σε πολιτικές για «σύγχρονο Κράτος λιτό και αποτελεσματικό στην υπηρεσία του πολίτη». Οι παλιοί μνηστήρες – για να επανέλθουμε στα μπανάλ της Ιθάκης – που τίποτα δεν έχουν με τα συμφέροντα ενός σύγχρονου Κράτους. Πως όμως να ερμηνεύσω τη σύνδεση Αρχής με Υφυπουργό στο «εισαγωγή αποκλειστικών προθεσμιών στην αδειοδοτική διαδικασία και όταν αυτές δεν τηρούνται, μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων σε μια υπερκείμενη Αρχή, σε επίπεδο Υφυπουργού». Ελπίζω να το ερμηνεύω λάθος – ειλικρινά.
Αναγκαία η ισχυρή αντιπολίτευση από τα κεντροαριστερά, θέση που έδωσε δυνατά στο ΣΥΡΙΖΑ το αποτέλεσμα των εκλογών. Σε ένα κόμμα που έδειξε ότι παρά το ράβε ξήλωνε, τα συχνά ολισθήματα, το συχνά αλλοπρόσαλλο και τις αγκυλώσεις, έχει διάθεση να αποκτήσει ρεαλιστική ταυτότητα ώστε να ασκήσει ουσιαστική και αποτελεσματική κριτική σε Κυβέρνηση από ένα κόμμα που παρά τις προσπάθειες και τη συνοδευτική φανφάρα ανανέωσης, διατηρεί έναν παράλληλο σκληρό ακροδεξιό πυρήνα. Για να πιστέψω όμως ότι η συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ ή του όποιου διάδοχου σχήματος, είναι ικανή για ουσιαστική αντιπολίτευση, θα πρέπει να πεισθώ ότι ξεπέρασαν αγκυλώσεις, ότι είναι διαβασμένοι, ότι κοιτάνε μπροστά γνωρίζοντας γιατί μιλούν. Συνειδητή αντιπολίτευση δίχως το μνημονιακό – αντιμνημονιακό ανακλαστικό που ολοένα δείχνει ακυρωμένο και που συγκινεί ολοένα λιγότερους.
Θα πεισθώ από κάποιον που γνωρίζει και αναφέρει τη λέξη επένδυση χωρίς να ντρέπεται.
Όσο για τη Νέα Δημοκρατία, ειπώθηκε ότι η στήριξή της από τη λαϊκή δεξιά είναι απόδειξη ταύτισής της με τον κεντρώο χώρο, με εργαζόμενους των δυτικών προαστίων, ανθρώπους του μόχθου, στριμωγμένους οικονομικά. Και όχι στήριξη από μια δεξιά των δυτικών προαστίων όπου δρουν ακραία στοιχεία με την ανοχή της μεσαίας τάξης και των μεγαλοσυμφερόντων των λίγων. Θα ήθελα να πιστέψω το πρώτο αλλά δεν το καταφέρνω.
Δεν έχω θέμα με τεχνοκράτες σε ένα κυβερνητικό σχήμα, εμπιστεύομαι τις εισηγήσεις τεχνοκρατών. Και δεν αμφιβάλλω ότι η κυβέρνηση επιθυμεί να πάρει τα απαραίτητα σημαντικά βήματα που θα οδηγήσουν σε επενδύσεις και ανάπτυξη. Αλλά αυτό το υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, αρμόδιος για τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου, πρώην Γενικός Διευθυντής του ΣΕΒ, θέλει εγρήγορση. Το γεγονός ότι το ζήτημα του περιβάλλοντος που αν και παραμένει στον τίτλο του αρμοδίου υπουργείου, συρρικνώνεται καθώς δεν εμφανίζεται ως αρμοδιότητα υφυπουργού, θέλει εγρήγορση. Το γεγονός ότι ο Χρυσοχοΐδης είναι υπουργός προστασίας του πολίτη θέλει εγρήγορση. Κάποιες αρχικές ανησυχίες.
Για την εγρήγορση είναι αναγκαία μια ισχυρή κεντροαριστερή και ρεαλιστική αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εξυγιανθεί, τουλάχιστον σε μεγαλύτερο βαθμό από τη Νέα Δημοκρατία. Αρκεί να πιστέψει ότι μπορεί να ασκήσει ουσιαστική αντιπολίτευση, αρκεί να σοβαρευτεί. Και όσοι τη στηρίξουν αρκεί να βάλουν φρένο σε αδιέξοδες εμμονές. Όπως το να συνεχίζεις να θυμώνεις με το φερέφωνο του ΣΚΑΙ και να μη ξεκολλάς αγνοώντας, πιστεύοντας ότι η εμμονή θα φέρει πολιτικό αποτέλεσμα. Όπως το να θεωρείς ότι το ύψιστο ζήτημα της εκπαίδευσης αποτελεί η διδασκαλία ή όχι των θρησκευτικών, όταν ο ίδιος θα έσκαγες στα γέλια σε πρόταση να γράψεις το παιδί σου σε φροντιστήριο θρησκευτικών. Μια λίστα εμμονών που συνεχίζει…