Και η οδός της απωλείας έχει μονοδρομηθεί
18-02-2019

Το εσωτερικό μέτωπο

Μια ανοιχτή πόρτα στο ανώγειο ενός τουρκόσπιτου. Ζεστά πρωτοβρόχια του 1948. Κάθομαι ήσυχος σε ένα γυμνό δωμάτιο (μυρίζει η καναζίνα στο πάτωμα) βλέπω το φύλλωμα μιάς αγριομουριάς και παίζω ήσυχα με κάτι ξύλινες χρωματιστές μπάλες,περασμένες με ένα σύρμα μπροστά μου. Κάθομαι σε ένα βρεφικό σκαμνάκι,μπορώ να μπουσουλήσω, αλλά εμποδίζομαι από το σύρμα. Η νεότερη γυναίκα που αντιδρά χαμογελαστά όποτε την λέω μαμαμα,λέει το κάθισμά μου καθηκάκι. Συνδυάζω τη φωνή της με ένα ζευγάρι δόντια.

Παντού στο σπίτι είναι γυναίκες.Μεγάλες, γρηές, δύο. Κάτι ενδιάμεσες.

Και το παραπέτασμα σκίζεται, η πόρτα σκιάζεται από έναν άνθρωπο άνδρα. Γυαλίζει το κεφάλι του, θυμάμαι τις επωμίδες, κρατάει καπέλο στο χέρι.Έχει κι αυτός δυο σειρές δόντια. Με πλησιάζει. Κλαίω.Είμαι επτά μηνών και δεν έχω ξαναδεί τον πατέρα μου. Κλαίω. Εκείνος, μορφάζει με κάτι που τεκμηριώνω ως «γέλιο» και με το μαραφέτι που κρατάει, με φωτογραφίζει. Η φωτογραφία υπάρχει, κι έτσι δεν ξέρω αν αναστηλώνω εμπειρία η ερμηνεύω μεθύστερα το γοερό μου κλάμα.

Υπάρχει μια λέξη στον αέρα. Μεντιχία. Ετσι λένε μια γρηά που κυκλοφορεί, αλλά δεν θυμάμαι τα δόντια της. Είναι η νοικοκυρά. Η Μεντιχία δεν είναι δική μου. Δεν είμαι δικός της. Εκείνες τις μέρες βρέθηκα να μπουσουλάω και είδα πρώτη φορά τις ξύλινες σκάλες. Η μαμαμα ήταν στην κάτω πόρτα. Μακρυά μαλλιά, αδύνατη, μεσάτο φόρεμα. Δεν με πρόλαβε. Κουτρουβάλησα και βρέθηκα στην αγκαλιά της, στο ισόγειο.

Άλλη εικόνα. Αργότερα. Μιλάω, καταλαβαίνω. Ο πατέρας μου κάθεται με τη μάνα μου στο τραπέζι, είναι με στολή και μιλάνε για έναν Βίκτωρ. Έτσι ο Βίκτωρ, αλλοιώς ο Βίκτωρ. Κάθομαι στο πομπέ ντιβάνι και γκρινιάζω.Ο πατέρας μου σηκώνεται και έρχεται καταπάνω μου, νομίζω εχθρικά. Οταν ορθώνεται τεράστιος κοντά μου, συνοφρυώνομαι και του λέω : θηρίος είμαι!  Το απειλητικό σώμα αναλύεται χαλαρά, το πρόσωπό του φωτίζεται, δείχνει όλα του τα δόντια, γελάει,γυρνάει στη μάνα μου, της λέει Βαγγελιώ είπε θηρίος είναι! Προσλαμβάνω κάτι δυνατό: αν ποτέ απειληθώ, από μέσα μου να βγάζω λόγια που χαλαρώνουν τους κακούς. Θηρίος είμαι διότι.

Η χρήση λέξεων ήταν έκτοτε μεγάλη δραπέτευση από τον πόνο. Έμαθα ότι έπρεπε να είναι έμμεσος ή ρυθμικός. Αν έλεγα κουλάτηκα πάλε με τσοτσό, δηλαδή επί των ώμων σου πατέλα, δεν το έπραττε. Αν έδειχνα το καλντερίμι και του έλεγα κακός βόμος (κακός δρόμος) γελούσε και με ζαλώνονταν με υπερηφάνεια.(*)

Πέρασε αυτό. Άρχισα να μιλάω σχολικά ελληνικά, καθώς οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι. Αλλά ο μπαμπάς τραγουδούσε ρώσικα και μιλούσε με την μάνα του και τους συγγενείς του ποντιακά. Ακόμη και η μάνα μου, κρατούσε περήφανη ιδιωματικά σαλονικιώτικα, αλλά και γαλλικά του στυλ αλεβουζάν και σιλάνς, χώρια τα ακατάληπτα που αντάλλαζε με τη μοδίστρα που έπαιρνε στο σπίτι. Περόνι ήταν το πειρούνι και χασαπιό το χασάπικο. Αλλάζοντας γειτονιές, παρέες παιδιών και γείτονες, έμαθα πως αλλιώς τα έλεγαν στην εκκλησία, αμετάφραστα, πως οι θρακιώτες ήταν όλο μαρή και αγιού, και δεν έλεγαν «τις» αλλά τση. Με τα παιδιά στο δρόμο, λέγαμε στακαμάν. Και από το ραδιόφωνο, η γλώσσα ήταν χωρισμένη στα δύο. Αλλιώς η αναμετάδοση της μπάλας, αλλιώς το δελτίο ειδήσεων. Κι έτσι και γύριζα το κουμπί του ραδιοφώνου, ήμουν στη βαβέλ, αυτοπροσώπως.

Καμιά γιαγιά μου δεν καταλάβαινα. Η κονα Λέγκω συνήθιζε το χαμένο πατσίδι και το σκλι μαύρο, και άπαξ το ουί κατσάο, η Αφέντρα, πιο αυστηρή, μόνο ποντιακά.

Να συνυπολογίσετε πως αυτά έγιναν πιο δραματικά όταν, αρχή νηπιαγωγείου, λείποντας η γελαστή κυρία Κατίνα, η κυρία Πουλχερία που την αναπλήρωνε, πήρε από το αριστερό μου χέρι την κηρομπογιά που ζωγράφιζα και αβρά την έβαλε στο δεξί. Γύρισα σπίτι καραμπινάτος τραυλός.

Ο μόνος τρόπος που μου απόμεινε να μιλάω, ήταν η λυτρωτική καθαρεύουσα. Κι όταν έπαθα ανεμοβλογιά, καράφλιασα τον γιατρό κύριο Κανδυλάκη που με ρώτησε πώς είμαι και τον έστειλα, τετράχρονος, στον θαυμασμό, απαντώντας του ιατρέ, έχω τάσιν προς έμετον.

 Αρκετά με την ηλικία της γλαυκής θύμησης.

Εμείς και οι άλλοι

 Ας πάμε τώρα στα χρόνια της δήθεν γνώσης και της τάχα επίγνωσης. Είχα την τύχη (μόνον τύχη την θεωρώ) να μεγαλώσω σε ένα μικτό περιβάλλον. Μπορεί να μην υπήρχαν πλέον κοινότητες Οθωμανών, Αρμενίων ή Εβραίων, αλλά η πόλη των Γιαννιτσών, κατοικούνταν από εντόπιους, στο Βαρόσι τους, από μετοίκους από Ανατολική Ρωμυλία και Ανατολική Θράκη, από Πόντιους όλων των μιλετιών, Καππαδόκες στην περίμετρο και Σαρακατσαναίους εκεί που τους βόλευε.

Υπήρχαν και λίγοι Κρητικοί εξόριστοι από το νησί τους, κατηγορούμενοι για ζωοκλοπές. Υπήρχε επίσης αποδημία από άλλες πόλεις της χώρας, ενώ οι υπάλληλοι και του Δημοσίου, αποτελούσαν την σχετικά σπάνια μειοψηφία αυτών που είχαν σταθερό μισθό.  Στρατιωτικοί αρκετοί και παροδικοί, ενώ οι Αμερικάνοι που φύλαγαν ένα πυρηνικό ναρκοπέδιο, μας ήταν γνωστοί αλλά αφανείς, καθώς τους προσεγγίζαμε για μικροσυναλλαγές, τίποτε παλμάλ και κάμελ, άντε και κανένα τζιβιτζιλίδικο σουγιαδάκι.

Ένα ιδιωτικό κι ένα δημόσιο Γυμνάσιο, έξι δημοτικά που συστεγάζονταν αρχικά σε τρία κτίσματα, ενώ εκτός από ορθόδοξους χριστιανούς, υπήρχαν προτεστάντες και ουνίτες. Οι κάτοικοι του «Συνοικισμού» δεν δίσταζαν να λέγονται και βουλγαροπρόσφυγες, ενώ οι εντόπιοι, στα χρόνια μου, ξεχώριζαν επειδή εξαφάνιζαν το τελικό «ν» πρίν από τα χειλικά και τα οδοντικά (έλεγαν «τη πόρτα» και «τη θήβα», σπανιότερα «τη Τήβα») κι ως εκεί. Στο παμπάλαιο παζάρι της Πέμπτης, που ο Εβλιά το καταγράφει της Τετάρτης, κατέβαιναν από τα γύρω χωριά για ψώνια, ενώ άπαξ του έτους δούλευε ζωοπανήγυρη και μεγάλο πανηγύρι με ατραξιόν, κάθε Σεπτέμβριο.

Η συνύπαρξη ήταν αληθής, αλλά και ευδιάκριτες οι χαώδεις διακρίσεις, τουλάχιστον οι οικονομικές. Ο αληθής ρατσισμός δεν ήταν για τα μιλέτια και την καταγωγή, αλλά για το οικονομικό στάτους. Θυμάμαι που με πήρε ο πατέρας μου να συμπληρώνω στατιστικά δελτία στην απογραφή του 1961 και όλη η πλαγιά, από το Τρίτο δημοτικό έως την Κηφισιά και η κατηφοριά έως τον δρόμο για το Όμπαρ, ήταν μια λεπτή ευπρόσωπη γραμμή γύρω από τον Αη Γιώργη και στην ψύχα της δεν υπήρχε μήτε για δείγμα τουαλέτα (εξόν κάτι υπαίθριες με ένα παραπέτο από τσουβάλι-τα παιδιά αφόδευαν έξω) νερό και πόρτα σε φτωχικό που δεν μπορούσες να την περάσεις όρθιος.  Οι βώλοι των παιχνιδιών ήταν χωμάτινοι και η ξυπολησιά γενική. Θυμάμαι τις εξαιρέσεις, μία-μία.

Ο ρατσισμός των πλουσιόπαιδων ήταν εκνευριστικός και καθόλου σπάνιος. Δεν ήταν πρωτοφανές να ακουστεί σε έναν σχολικό καβγά το «είσαι φτωχός και βρώμικος και δεν σου μιλάω» που μόνο του όριο ήταν το βαρύ χέρι του φτωχού και βρώμικου.  Ήταν και η ειδική περιποίηση μερικών δασκάλων σε γόνους εύπορης οικογένειας. Αλλά τόσο στο Γυμνάσιο, όσο και στα Αγγλικά που μαζευόμασταν όλων των φυλών οι πλάνητες, δεν υπήρξε ποτέ κάποιος διαχωρισμός. Περισσότερο ήταν μια διερευνητική προσέγγιση. Αλλά κάθε γειτονιά και οι αρετές της. Οι εκ Καππαδοκών, ήταν και οι πρώτοι μπαλαδόροι. Εντόπιοι και πρόσφυγες ήταν ικανότατοι στο σκάκι. Και οι μη αμφιλεγόμενες ικανότητες, αναγνωρίζονταν γενικά, στην αυλή και στην τάξη.

Η εχθρότητα

 Η εχθρότητα ερχόταν πεντακάθαρα από τον φεγγίτη. Ήταν τα γνωμικά, τα συνθήματα, ο κόσμος των μεγάλων, ό,τι έπιανε το αφτί από τα καφενεία καθώς περνούσαμε, τα εμβατήρια του στρατού και οι έκφρονες εξομολογήσεις μεθυσμένων έξω από το καφενείο «ο κάτω κόσμος», τα διαβούλια των ταγών της πόλης ποιον θα ψηφίσουνε και ποιον θα περιλάβουν στο συνδυασμό, ήταν η συχνά φωταγωγημένη λέσχη αξιωματικών και οι καθηγητές που έψαχναν στην βόλτα αυτούς που έμοιαζαν βγαλμένοι από ακατάλληλο έργο, η βοή της γειτονιάς όταν έπιαναν τη φιλημένη να επιστρέφει με σκυμμένο κεφάλι στο σπίτι της, το χέρι που έβαζαν κάτι σαλιασμένοι σε παιδιά και δεν καταπίνονταν με τίποτε, το βλέμμα του περιπτερά όταν ζητούσες μέντες να μασήσεις για να μη βρωμάς τσιγάρο γύρω από τη σόμπα της οικογένειεας, ήταν η ζωστήρα και τα επίθετα για το ποιος είναι τι, εκεί η λέξη «βούλγαρος», το σημαίνον και το σημαινόμενο της εθνικοφροσύνης που ποτέ να απέκλειε την έλλογη αλητεία και η λέξη που άρχιζε να φοβίζει όλο και περισσότερο και ήταν η άδολη «χίπης».

 Κατακλείδα

 Το μόνο που έμαθα από την ζωή, είναι να μη μένω στις επικεφαλίδες του Δείμου και του Φόβου. Κανέναν φίλο δεν προσέλαβα και καμιά φάτσα δεν έκρινα μετρώντας τα οικογενειακά και τα πολιτικά του. Όλους τους άκουγα και πάντα τους στήριζα, καθώς είχαν περάσει τον  πήχυ που έθετα, έστω και κάτω του.  Ήθελα να παράγουν άδολο γέλιο, να μη γελάν αθέλητα στον τραυλισμό μου, να γίνονται όσο τους έπαιρνε σαρκαστικοί. Με αυτόν τον χαρακτήρα άνοιξα την τζαμαρία και δραπέτευσα στο Άγνωστο που πεισματικά το θεωρούσα άγνωστο κι ας μου το έκαναν νιανιά. Τόσες εκατοντάδες λέξεις χαράμισα και πουθενά δεν κατάφερα να νοιώσω ως κάτι δικό μου την Πολιτική, τις Εθνοεπινοήσεις, «την ανόητη προσήλωση στα βουνά», την υποταγή σε πλατφόρμες, ταμπέλες και κεκτημένα. Εννοώ πως διαμορφώθηκα μέσα από άλλων πρόσωπα, και δεν υπήρχε τότε πουθενά διαφορά από τον «φρονείν». Τα άκρα για μένα υπήρχαν πάντοτε κεκυρτωμένα προς εαυτά, βραχιολάκια με επινοημένες ιδέες που ποτέ δεν οδηγούσαν στο άπειρο. Γι’ αυτό και όταν σφίγγουν τα πράγματα, δεν έχω καμία απολύτως τάση να αποφύγω την πνιγμονή τους.  Φτιάχτηκα υπέρ και εξαιτίας των άλλων, με motto τον Άρη Αλεξάνδρου: από διαλεκτική το μάθαμε καλά, όλα είναι περιβάλλον. Κανέναν δεν εκτιμώ λιγότερο επειδή φρονεί τα ενάντια και δεν πρόκειται τώρα, στον απίστευτα ελκυστικό πυλώνα της τρίτης ηλικίας, να χρησιμοποιήσω το κουτί με τους πάλλοντες, κρυμμένους μέσα του, κεραυνούς.

 

(*) ‘Εως αυτό το σημείο, είχα φτάσει το παρόν κείμενο στο μακρινό 2007. Το συνέχισα σήμερα.

Ετικέτες: αναμνήσεις