Πριν 26 χρόνια, στο εργαστήριο που δούλευα, μου έφεραν να επεξεργαστώ δείγματα ξύλου από δύο νεκρά δέντρα τα οποία είχαν αποκαλυφθεί όταν με το λιώσιμο του πάγου η γλώσσα ενός παγετώνα στη Χιλή υποχώρησε. Έπρεπε να μετατρέψω το ξύλο σε χοντρό πριονίδι, να το καθαρίσω και να το επεξεργαστώ ώστε τα δείγματα να ραδιοχρονολογηθούν. Η μυρωδιά που απελευθερώθηκε από τους μύκητες χρόνων ήταν ανυπόφορη, τοξική. Θυμάμαι ένας συνάδελφος, χρησιμοποιώντας τη λέξη nasty, μου σύστησε να φορέσω μάσκα. Μύριζε όπως βδέλυγμα που δεν έπρεπε να ξαναδεί το φως, σαν ανάσα που έβγαζαν χθόνιες μυθικές Κήρες.
Δεν φανταζόμουν τότε ότι εκείνες οι ανησυχίες θα περνούσαν στη γλώσσα των καθημερινών ανθρώπων, ότι θα βίωνα κάτι τέτοιο. Πίστευα ότι αν, η κλιματική αλλαγή, το φαινόμενο του θερμοκηπίου στις συζητήσεις μας τότε, θα ταλαιπωρούσε μια μεταγενέστερη γενιά.
Πριν μερικές μέρες σε ταξίδι στη Γεωργία, ένας 36χρονος οδηγός μου μίλησε για τους παγετώνες του Καυκάσου που υποχωρούν, για το τοπίο στα βουνά που αλλάζει ολοένα από αυτό που θυμάται στις εκδρομές της παιδικής ηλικίας.
Ο Προμηθέας, το μυστικό της φωτιάς που τιθασεύσαμε και εθισμένοι στη δύναμή της δεν μπορούμε να σταματήσουμε.
Τα κόκκινα παπούτσια.