Eδώ και μερικές μέρες, τα βράδια σεντονάκι. Ένα σωρό θέλγητρα κι ανταμοιβές έχει το καλοκαίρι, αλλά σε αντιστάθμισμα σου στερεί κάτι εντελώς σημαντικό. Και είναι εντελώς σημαντικό, γιατί το να σκεπάζεσαι έχει διαστάσεις ψυχολογικές που πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από τις αμιγώς χρηστικές. Και κάπως έτσι, όταν σε λίγο καιρό πάνω από το σεντονάκι θα μπει το πάπλωμα, η κάλυψη, η προστασία, το φάσκιωμα θα γίνει πλήρες: όλοι ξέρουν ότι μέσα σε ένα πάπλωμα δεν μπορεί να σε πειράξει τίποτα και κανείς. Κι όλοι ξέρουν ότι μέσα σε ένα πάπλωμα δεν κρύβεσαι από τον έξω κόσμο, αλλά ότι αντίθετα βιώνεις τη νιρβάνα του μέσα κόσμου. Δεν είναι παραίτηση το πάπλωμα – απογείωση είναι. Δεν είναι κρύψιμο το πάπλωμα – πλήρωση είναι.
Όσο κι αν αλληλεπιδρούμε διαρκώς με το περιβάλλον και τον έξω κόσμο, δεν παύουμε να ζούμε βασικά μέσα στο κεφάλι μας. Εμείς οι ίδιοι είμαστε οι βασικοί συνομιλητές μας, εμείς οι ίδιοι είμαστε οι βασικοί κριτές μας, εμάς των ίδιων η σιωπηλή κι όμως τόσο χαρακτηριστική φωνή τριγυρίζει συνέχεια στα αυτιά μας, στα αυτιά μας μεταφορικά, στις σκέψεις μας. Και ο καθένας μας διηγείται συνεχώς μια ιστορία στον εαυτό του για τον εαυτό του κι όλοι μαζί συμβιώνουμε μέσα από παράλληλους εσωτερικούς μονολόγους και παράλληλες εσωτερικές αυτοαφηγήσεις.
Εκείνο που τελικά κάνουν το πάπλωμα και το σεντόνι δεν είναι τίποτα άλλο από το να σου αποκαλύπτουν την βασική ανθρώπινη αλήθεια: ότι και να σηκωθείς να αρχίσεις την μέρα σου, ότι και να σηκωθείς να αρχίσεις την καθημερινή σου συμμετοχή στα δρώμενα του έξω κόσμου, πάλι ο βασικός σου διάλογος με τον εαυτό σου θα είναι, πάλι το μεγαλύτερο μέρος της μέρας, ό,τι κι αν κάνεις, με την μέσα σου φωνή θα συνομιλείς. Άρα δεν είναι τα σημαντικά εκεί έξω κι εδώ μέσα είναι μόνο η ζεστασιά. Τα σημαντικά είναι πάντα μέσα σου και τα σημαντικά του έξω κόσμου αποκτούν τη σημασία τους στο βαθμό που θα τα πάρεις για να συνεχίσεις αυτή την κουβέντα που ποτέ δεν σταματάει, αυτή την κριτική που ποτέ δεν σταματάει, αυτή την διερώτηση που ποτέ δεν σταματάει: ποιος σκατά είμαι, τι σκατά κάνω, γιατί είμαι έτσι κι όχι αλλιώς, μου αρέσει ή όχι που είμαι έτσι κι όχι αλλιώς, πόσο έχω αλλάξει, πόσο έχω μείνει ίδιος, έχω κάνει κάτι στη ζωή μου ή δεν έχω κάνει, τι επίπτωση έχουν οι πράξεις μου στους άλλους, τι επίπτωση έχουν οι πράξεις μου σε μένα, μιλάνε όλοι τόσο πολύ με τον εαυτό τους κι αν ναι δεν κουράζονται ποτέ;
Φυσικά και κουράζονται. Και ίσως οι περισσότεροι είναι δειλοί. Ίσως οι περισσότεροι δεν αντέχουν στην σκέψη ότι θα μείνουν κάτω από το πάπλωμα. Ίσως οι περισσότεροι σηκώνονται επειδή λένε στον εαυτό τους ότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Ίσως οι περισσότεροι σηκώνονται επειδή, αν μη τι άλλο, εκεί έξω όλο και κάποιος θα τους αποσπά από τις σκέψεις του, όλο και κάτι θα χρειάζεται να κάνουν, κάτι που δεν θα είναι σκέψη.
Δεν ξέρω αν υπάρχει μη επώδυνος τρόπος να έχεις εαυτό, δεν ξέρω αν υπάρχει μη επώδυνος τρόπος να είσαι άνθρωπος. Δεν αναιρεί αυτό σε καμία περίπτωση και τις χαρές και τις ευτυχίες και κάθε άλλου τύπου ανταμοιβές. Αλλά γίνεται να είσαι άνθρωπος και να μην πονάς περίπου διαρκώς, είτε για σένα, είτε για τους άλλους, είτε για όλους μαζί; Που και να πονάς περίπου διαρκώς, πάλι δεν αναιρεί τις χαρές και τις ευτυχίες και τα λοιπά. Αλλά δεν είναι περίπου διαρκώς παρών με έναν τρόπο, άλλοτε εντονότερο ως εκκωφαντικό κι άλλοτε πιο υπόγειο και πιο λογοκριμένο, ο πόνος;
Πονάω, λέει, σημαίνει ότι το σώμα μου εκπέμπει ένα σήμα κινδύνου το οποίο με προειδοποιεί για κάτι που μου κάνει κακό. Στον περίπου διαρκώς παρόντα μη σωματικό πόνο, τι είναι αυτό που μας κάνει κακό; Η ύπαρξη; Η ύπαρξη εαυτού; Ίσως το “negative”, που λέει στην ήδη κλασική ατάκα ο Άρθουρ Φλεκ, να είναι πλεονασμός.