Κάτι πολύ πιο βαθύ από τα τατουάζ
29-11-2018

Βλέποντας διάφορες φωτογραφίες του Γιάννη Μπουτάρη, με αφορμή τη δήλωσή του ότι δεν θα είναι ξανά υποψήφιος, το μάτι μου καρφώθηκε σε αυτήν εδώ τη σύνθεση.

Καταρχάς, με την αντίθεση που κάνει, είναι εντυπωσιακή (δυστυχώς δεν ξέρω το όνομα του δημιουργού). Από τη μια οι πρώην δήμαρχοι κοστουμαρισμένοι, οι πιο πρόσφατοι (διέκρινα Κοσμόπουλο και Παπαγεωργόπουλο), καλογυαλισμένοι και καλοβουρτσισμένοι. Απ’ την άλλη, ο Μπουτάρης με το φανελάκι, ημίγυμνος (όπως είχε φωτογραφηθεί σε μια καμπάνια κατά του AIDS) με τα τατουάζ του εν πλήρει αναπτύξει.

Εκτός αυτού όμως η φωτογραφία είναι συναρπαστική, καθώς μας εισάγει σε ένα πολιτικό μυστήριο. Πώς αυτός ο απίθανος τύπος, που όχι μόνο φωτογραφιζόταν με τα τατουάζ και το φανελάκι, αλλά έλεγε διάφορα εξωφρενικά για τον «κοινό νου» (λ.χ. δημιουργία αποτεφρωτηρίου ή εβραϊκού σχολείου), που προεκλογικά είχε πλακωθεί με τον Άνθιμο («όσο ζω δεν θα γίνει δήμαρχος», λέγεται ότι είχε πει ο δεύτερος») κατάφερε να εκλεγεί σε μια πόλη βαθιά συντηρητική, με τη Μητρόπολη να λύνει και να δένει; Και μάλιστα, λέγοντας και κάνοντας πολλά ενοχλητικά, δυσάρεστα και αδιανόητα για τον «παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο» (από συναντήσεις με τον δήμαρχο των Σκοπίων ή την τρομερή ομιλία για τους Εβραίους της πόλης που εξοντώθηκαν, όπου εστιάστηκε στις ευθύνες των Θεσσαλονικιών) μπόρεσε να εκλεγεί και ξαναεκλεγεί και να αφήσει το στίγμα του; Στην πόλη του Άνθιμου, του Παπαγεωργόπουλου και του Ψωμιάδη;

Δεν ξέρω πώς ακριβώς έγινε αυτό το «θαύμα», γιατί δεν γνωρίζω την πόλη. Ξέρω όμως ότι αυτή η επιτυχία μάς δείχνει κάτι πολύ σημαντικό, που μας αφορά όλους: ότι ο συντηρητισμός και η μαυρίλα, όσο ισχυρά κι αν είναι, δεν είναι παντοδύναμα. Ότι σε κάθε πόλη, σε κάθε κοινωνία, ακόμα κι αν φαίνεται ότι επικρατεί πλήρως το «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια», το τέλμα και οι μακεδονομάχοι, παρά ταύτα υπάρχουν άνθρωποι που ασφυκτιούν με όλα τα παραπάνω. Και αυτό το κομμάτι, ακόμα κι αν δεν φαίνεται, ακόμα και αν δεν εκδηλώνεται, είναι μεγάλο, είναι δυναμικό, συχνά το πιο νέο και δραστήριο, και, με τις κατάλληλες συνθήκες, μπορεί νικήσει και να γίνει πλειοψηφικό. Με άλλα λόγια, η Θεσσαλονίκη (και κάθε πόλη) δεν είναι μόνο η πόλη των Άνθιμων και των Ψωμιάδηδων· και ακριβώς το πλάκωμα η ασφυξία που νιώθουν πολλοί και πολλές, μπορεί να γίνει δράση και δύναμη νικηφόρα.

Αντίθετα, αν ο Μπουτάρης (και ο κάθε Μπουτάρης) προσπαθούσε να τα έχει καλά με όλους, «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ» και με τον Άνθιμο και με το πράιντ και με την εναλλακτικότητα και να τα λέει στρογγυλεμένα όλα – αυτό θα ήταν συνταγή αποτυχίας: τη στιγμή που δεν θα έπειθε τους συντηρητικούς ψηφοφόρους, θα απογοήτευε το «δικό του» κοινό. Και ο ενθουσιασμός ή η απώλειά του είναι κρίσιμο μέγεθος για την πολιτική και τη νίκη, πέρα από δημοσκοπήσεις.

Μπορώ να φανταστώ διάφορους αντιλόγους: ότι ο Μπουτάρης είχε ρίζες στην πόλη, είχε κοινωνική επιφάνεια, έπαιξε με την πρόκληση, με το life style κλπ. Σύμφωνοι, αλλά όλα αυτά, ακόμα κι αν είναι βοηθητικές ψηφίδες στην ερμηνεία, δεν αρκούν για να εξηγήσουν ουσιωδώς και πολιτικά την επιτυχία του. Και σίγουρα δεν είναι life style σε μια πόλη όπου ο μητροπολίτης αφρίζει κατά του gay pride να δηλώνεις ολόθερμα την υποστήριξή σου και να μετέχεις σε αυτό ούτε να βάζεις το μαχαίρι στην πληγή με τα «οικεία κακά» μιλώντας για τον αφανισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Αν ήταν, και ήταν τόσο δα εύκολο και πιασάρικο θα το είχαν κάνει κι ένα σωρό άλλοι – που όμως προτίμησαν το life style του Βουκεφάλα και της σάρισας.

 

ΥΓ. Δεν μιλάω για το αν ο Μπουτάρης ήταν καλός ή κακός δήμαρχος. Τα παραπάνω ισχύουν, θεωρώ, ανεξάρτητα από την άποψη που έχει κανείς επ’ αυτού, και ξεπερνάνε και τον ίδιο και τη Θεσσαλονίκη. Κατά τη γνώμη μου, συνιστούν μια πολιτική επιτυχία και συμβολή του, που αξίζει να δουν όχι μόνο οι πολιτικοί φίλοι αλλά και οι αντίπαλοί του και να διδαχθούν από αυτή.

Για να πω ένα πολύ πρόχειρο παράδειγμα: αν ο –κατά τεκμήριο αριστερότερος του Μπουτάρη– ΣΥΡΙΖΑ τολμούσε να νομοθετήσει τον πολιτικό γάμο των γκέι, θα εκπλησσόταν (και μαζί του θα εκπλησσόμασταν και πολλοί, νομίζω), βλέποντας πόσες δυνάμεις θα κινητοποιούνταν, πόσοι και πόσες θα συντάσσονταν με πάθος με το μέτρο αυτό, τι ενθουσιασμός θα απελευθερωνόταν· κι ακόμα, θα βλέπαμε πως η Εκκλησία ούτε παντοδύναμη είναι και έχει σαφή όρια στην αντιπαράθεσή της με την κυβέρνηση, αρκεί η δεύτερη να είναι σταθερή και μην «παλαντζάρει» (το είχαμε δει και στην ιστορία των ταυτοτήτων). Αλλά όλα αυτά είναι ασκήσεις επί χάρτου· θα μπορούσαμε να τα συζητήσουμε πραγματικά, αν υπήρχε πολιτική βούληση και τόλμη: η πρώτη ύλη της πολιτικής – τώρα είναι απλώς προβλέψεις και λόγια του αέρα.