Μικρός επινόησα ένα παιχνίδι. Όταν βρισκόμουν σε πλήθος με αγαπημένο πρόσωπο, συνήθως τη μητέρα μου, το απομάκρυνα από το οπτικό πεδίο μου ώστε να νιώσω μόνος. Μετά το επανέφερα. Άσκηση απώλειας που ακόμα παίζω με τον εαυτό μου, σε πείσμα του κινητού στην τσέπη, σαν χάσω κάποιον που αγαπώ σε πολυκοσμία. Δίχως να το ομολογώ, χαρά να ξαναβρίσκω το γνώριμο πρόσωπο, το βλέμμα και τη φωνή, έστω κι αν μεσολάβησαν λίγα λεπτά, έστω κι αν ο άλλος δεν αντιλήφθηκε κάτι. Σαν ταινία φαντασίας που από ιδιοτροπία στις διαστάσεις του χρόνου κάποιοι ξανασμίγουν. Για τον ένα λίγες χαμένες ώρες για τον άλλο χρόνια και δεκαετίες.
Κάποτε σε μεγάλο εμπορικό κέντρο, μεγάλο και κλειστό, παντός καιρού, εκεί που παρέες συνταξιούχων περπατούν με χέρια πίσω από την πλάτη και ήρεμο βλέμμα που πλανιέται παντού δίχως να νοιάζεται για τίποτα, μια γυναίκα, νέα, έτρεχε ανάμεσα στον κόσμο. Τα μάτια της ορθάνοικτα σε βλέμμα άγριο κι ακίνητο, λες και δεν κοιτούσε, το πρόσωπο κάτασπρο κι άκαμπτο. Φώναζε απελπισμένα ένα όνομα – «Κόρι!» Κοντοστάθηκα να παρακολουθήσω. Σύντομα έφτασε η ασφάλεια που την ρωτούσε και την καθησύχαζε. Λίγα λεπτά αργότερα κάποιος έφερε στην αγκαλιά του το αγοράκι της.
Τον περασμένο Ιούλιο στις ακτές του δυτικού Καναδά, ερευνητές του Center for Whale Research παρατήρησαν μια φάλαινα όρκα με το κοπάδι της. Μητέρα που το νεογέννητό της έζησε λίγες μόνο ώρες. Καθώς το νεκρό κορμί βυθιζόταν αυτή άρχισε να το σπρώχνει προς τα πάνω για να μη γλιστρήσει στα βάθη και χαθεί. Για τρεις ολόκληρες μέρες, μαζί με το κοπάδι. Έδειχνε, λένε όσοι έβλεπαν, ότι και αυτή και το κοπάδι γνώριζαν ότι το μικρό ήταν νεκρό αλλά δεν ήθελαν να παραιτηθούν. Λες τελετουργία στην οποία θρηνούσαν όλοι με τη μητέρα. Μοιρολόι για ένα σύγχρονο Καναδό Παπαδιαμάντη, για τα πάθια και τους καημούς του κόσμου.
Κοπάδια αφρικανικών ελεφάντων επιστρέφουν στο σημείο που έχει πεθάνει η αρχηγός τους. Τα αρσενικά του είδους αφήνουν νέοι την οικογενειακή θαλπωρή, ενώ τα θηλυκά ζουν μαζί, σε ομάδες που αποτελούνται από μια οικογένεια, μητέρα με μικρά, ή διευρυμένες οικογένειες, πολλές μητέρες με τα παιδιά στις οποίες αρχηγός είναι το γηραιότερο θηλυκό. Μια τέτοια ομάδα παρατηρήθηκε κάποτε να επιστρέφει στο σημείο που βρισκόταν ο σκελετός της μητριάρχισσας, τον πλησίασαν και άρχισαν να χαϊδεύουν με τις προβοσκίδες και να μυρίζουν τα κόκαλα μέχρι που πέρασαν μπροστά κόρη και εγγονή. Τότε οι υπόλοιπες σταμάτησαν κι άφησαν την κόρη να ακουμπά μόνη με την προβοσκίδα το κρανίο της μητέρας, να εισχωρεί στο εσωτερικό από τις κόγχες. Άλλη ομάδα ελεφάντων παρατηρήθηκε να θρηνεί με τη μητέρα πάνω από το σώμα του άψυχου μικρού της. Οι αφρικανικοί ελέφαντες, ζώα με μνήμη και ευφυΐα, βίωσαν γενοκτονία μέσα στον εικοστό αιώνα, μείωση κατά 5% σε πληθυσμό 10 εκατομμυρίων. Πρόσφατα οι Μποτσουάνα επέτρεψε εκ νέου το κυνήγι για λόγους προώθησης της κυνηγετικής βιομηχανίας. Για τα τρόπαια.
Το 1991 στο Νεκροταφείο του Ζωγράφου, είδα μια όμορφη γυναίκα, καλοστεκούμενη, να κρατάει ένα μπουκέτο λουλούδια σκυμμένη μπροστά σε θυρίδα οστεοφυλακίου. Προσπερνώντας γύρισα διακριτικά και διάβασα: Γιώργος Λ……, 1986, ετών 11.
Ο κύριος Γιάσουο Τακαμάτσου εκπαιδεύτηκε στις καταδύσεις με σκοπό να βρει τη γυναίκα του που χάθηκε με το σεισμό της 11ης Μαρτίου 2011 στην Ιαπωνία. Αφού έψαξε συστηματικά για δυόμιση χρόνια τη ξηρά στην περιοχή γύρω από την τράπεζα στην οποία δούλευε η Γιούκο, κτίριο που παρέσυρε το τσουνάμι, άρχισε να βουτάει μπας και βρει κάτι δικό της. Εμπειρογνώμονες λένε ότι κορμί που το έχει αρπάξει η θάλασσα μπορεί να το ξεβράσει μακριά, χιλιάδες χιλιόμετρα, στη μέση του ωκεανού, μέχρι τη Χαβάη. Κάποτε η Γιούκο κι ο Γιάσουο είχαν πάει, νέοι, να προσκυνήσουν σε ιερό, παραμονή πρωτοχρονιάς. Η Γιούκο χάθηκε για είκοσι λεπτά στο πλήθος. Ο σύζυγός της ποτέ δεν ξέχασε την αγωνία που πέρασε. Μέχρι το 2016, που διάβασα το σχετικό άρθρο, ο κύριος Τακαμάτσου έψαχνε. Θα αρκούσε οτιδήποτε, ελάχιστο, ίσως ένα δαχτυλίδι.
Για λίγους μήνες είχα περασμένο στο δάχτυλο ένα όμορφο δαχτυλίδι που είδα στη ρεζέρβα των Ναβάχο. Επιδέξιοι αργυροχόοι, έμαθαν την τέχνη από τους Ισπανούς κι έγιναν με τον καιρό μάστορες. Τυχαία το πρόσεξα σε κατάστημα που πουλούσε χειροποίητα αντικείμενα δικά τους και το δοκίμασα αφηρημένα, δίχως σκοπό να το αγοράσω. Αυτό δεν είχε σκοπό να μ’ αφήσει. Δυσκολεύτηκα να το βγάλω από το δάχτυλο, σημάδι σκέφτηκα, τύχη, με διάλεξε. Το αγόρασα. Δεν το ξανάβγαλα και γοργά συνήθισα το άγγιγμά του, δεν το αισθανόμουν ούτε το πρόσεχα, ένα με μένα.
Για λίγους μήνες. Και κάποιους μήνες αργότερα βρέθηκα στη Σουμάτρα στις όχθες ενός ποταμιού, σε σημείο που κολυμπούσαν παρέες ντόπιων. Μου είπαν ότι στην απέναντι όχθη, σ’ ένα μικρό βραχώδες κοίλωμα, αναβλύζει νερό ζεστό. Μου είπαν και το κόλπο να αντισταθώ στο ρέμα ώστε να μη με πάρει το νερό πιο κάτω. Θολό ποτάμι με γρήγορη ροή στο σημείο. Τα κατάφερα κι ευχαριστήθηκα τη θερμή, υγρή δίνη κάτω από την πρασινάδα να μου χαϊδεύει το ανάλαφρο κορμί. Πέρασα πίσω και μαζεύοντας τα πράγματα, συνειδητοποίησα ότι το δαχτυλίδι έλειπε. Το ρούφηξαν και τ’ άρπαξαν από το δάχτυλο οι στρόβιλοι, το δυνατό ρεύμα. Η ειρωνεία είναι ότι πριν φτάσω στο σημείο εκεί της όχθης πέρασα μια γέφυρα, κρεμαστή με σανίδα, και όπως κρατιόμουν το δαχτυλίδι σκάλωσε στιγμιαία στο σύρμα. Η σκέψη ότι θα έφευγε στο νερό πέρασε από το μυαλό μου, όπως προειδοποίηση. Την αγνόησα.
Για μέρες το χλωμό φάντασμά του ήταν αποτυπωμένο στο δέρμα μου, ένας λευκός κύκλος και η αφή του με κρατούσε από το δάχτυλό.
Ίσως το βρήκε κάποιο ζευγάρι σε περίπατο στην όχθη. Ίσως καταλήξει στο στομάχι κάποιου ελέφαντα που βόσκει βόρβορο. Το πιθανότερο, στους αιώνες, σε κάποιο πέτρωμα που σαν αποσαθρωθεί, θα οξειδωθεί στους ανέμους. Ή θα λιώσει πίσω στο μανδύα περνώντας τη βαθιά πύλη, κάτω στην ωκεάνια τάφρο.
Θυμάμαι αμυδρά τα χαραγμένα σχήματα. Μετέτρεψα την απώλεια σε ευχή για όσα και όσους χάνουμε. Στο νερό και στη θάλασσα, για πάντα κάπου εκεί, εδώ στη γη, παντού και μαζί.
Θα έρθει η στιγμή της κόπωσης, που η δολοφόνος φάλαινα αφήνει το κορμί του παιδιού της να βυθιστεί, το κοπάδι των ελεφάντων γυρνά την πλάτη στα αγαπημένα λείψανα, η μητέρα του Γιώργου επιστρέφει στο παρκαρισμένο στην είσοδο του νεκροταφείου αυτοκίνητο, ο κύριος Τακαμάτσου βγάζει τον αναπνευστήρα. Παρηγορητική σκέψη σε ανθρώπους (και ίσως φευγαλέα όχι μόνο σε ανθρώπους), ότι μοιραζόμαστε προσωρινότητα η οποία στο συν και στο πλην θα κάτσει στο τέλος στα ίσα.
Παραμένουν τα δανεικά. Όσα δώσαμε και πήραμε, το βιβλίο ενός Πρόξενου στο φίλο του Jacques το οποίο ο δεύτερος δεν επέστρεψε κι ο Πρόξενος δήλωσε χαιρέκακα ότι το δάνεισε γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, για τη στιγμή που θα το μετανιώσει που δεν το επέστρεψε. Μικρά δανεικά που όσο κι αν το σύμπαν διαστέλλεται, όσο κι αν τα πάντα απομακρύνονται σε στροβίλους φωτός, παραμένουν χρωστούμενα. Και όταν κάποτε υπάρξουν μόνο απόλυτες ελευθερίας να πατούν στο τίποτα και στο πουθενά, κι ούτε καν το φως θα καταφέρνει να δρασκελίζει το χάος ανάμεσά τους, δεν θα είναι από νοσταλγία ούτε από θύμηση, αλλά απ’ τα παλιά δανεικά μετουσιωμένα σε ανυπόστατο καημό που θα ξανατραβηχτούν τα πάντα κοντά το ένα στο άλλο, μια αντίστροφη διαδρομή μέχρι που να καταρρεύσει το ένα μέσα στο άλλο και όλα ξανασμίξουν. Με τέτοια δύναμη που το σύμπαν θα εκτιναχθεί εκ νέου. Ίσως σε διαφορετικό εαυτό γιατί από όσα χρωστάς μαθαίνεις.