Ακόμα τούτη η άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες-
Τουτο το καλοκαίρι (γεια σου Δαμιανέ με το λαούτο σου)
Θα μας φέρει μιαν επιταγή
(Τα ποιήματα της Ρωμανίας, 1971-1973)
Ανακαλύπτουν στη λογοτεχνία ένα σκραμπλ και χαίρονται όταν νομίζουν πως οι λέξεις μοιάζουν με καβουρδισμένα αμύγδαλα. Αλλά τη σύγχυση των φρενών, εύκολα τη μπερδεύεις με φρένα αυτοκινήτου που στέγνωσαν από υγρά.
Ένα χαμογελαστό τέρας βλέπω να κυριαρχεί στην δήθεν ζωή που είναι ένας κρυμμένος θάνατος. Περνάμε μια πανδημία, ξέρουμε στο βάθος ότι ο κόσμος μας, αυτός που ασκηθήκαμε να τον μαθαίνουμε, άρχισε να φωτίζεται από άλλον απλανή αστέρα, ένα υπερθερμασμένο μαύρο κομμάτι του ουρανού χωρίς παρελθόν, κι εμείς, μοιραίοι και άβουλοι, δε λέμε να καταλάβουμε πως η ανθρώπινη τραγωδία θα συνεχιστεί, ηλιθίως ακούραστη και φλύαρη, μόλις μια πλανητική κολχικίνη και μια ουράνια σβήστρα διαπεράσουν την φρεναπάτη του Λόγου και φανεί σε όλους μια σκληρή, θριαμβεύουσα και στεγνή, ελεύθερη συνειρμών συνείδηση.
Ακόμη κι αν ζήσουμε, όσοι ζήσουμε, στην διάθεση του τέρατος, δεν θα καταφέρουμε να αποκαταστήσουμε την αίσθηση της «επόμενης μέρας»: στον Αθηναϊκό λοιμό και στον Μαύρο Θάνατο, οι επιζήσαντες καμώθηκαν πως η ζωή συνεχίζεται, δηλαδή χώθηκαν σε μια απολύτως ανακριβή αίσθηση.
Δρέψατε πάλιν, ερασταί, του κολχικού τους μίσχους, εις του Μαρτίου τους πυκνούς ταφώνες κι οβελίσκους
Δεν είναι ανεμώνη το κολχικό, αλλά μπορεί να προέρχεται από ανεμογκάστρι της δριμείας χώρας Κολχίδος, αλλά ούτως ή άλλων θα βγαίνουμε στα παρχάρια και στα τσεχνέμια να το μαζεύουμε, τάχα ψάχνοντας κρόκους, ενώ μασώντας μια χούφτα ανθάκια από πλαγιά του Γυναικόκαστρου και τείχη του Παλατιανού, θα φεύγουμε από τη ζωή διατηρώντας το δικαίωμα να μη οδηγηθούμε σε μιαν άλλη, φορτική.