Θάνατος και Σόσιαλ Μίντια
03-07-2018

“Cut is the branch that might have grown full straight, And burned is Apollo’s laurel bough”.

Δεν γνώριζα τον Χρήστο Γραμματίδη. Τον είχα φίλο στο φέισμπουκ από το 2012 και ουκ ολίγες φορές διάβαζα αναρτήσεις του σχετικά με τον κινηματογράφο. Λάικ του έκανα σπάνια, για λόγους που δεν έχουν πλέον καμία σημασία. Όταν όμως ανακοίνωσε την ασθένειά του, σοκαρίστηκα. Θυμάμαι ότι μπήκα αμέσως στο προφίλ του να δω την ηλικία του. Όχι ότι είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία αλλά όπως κι αν το κάνουμε αλλιώς στέκεσαι απέναντι σε έναν νέο με καρκίνο, και αλλιώς απέναντι σε κάποιον προχωρημένης ηλικίας. Άρχισα να παρακολουθώ τις αναρτήσεις του για την πορεία του καρκίνου, αλλά τώρα πια, και τις υπόλοιπες αναρτήσεις. Άρχισα να του κάνω λάικ, διστακτικά στην αρχή, με μεγαλύτερο αυτοματισμό στη συνέχεια. Μέσα μου όμως έλεγα ότι αυτό δεν ήταν σωστό. Αισθανόμουν άσχημα γιατί ένιωθα ότι του έκανα λάικ από οίκτο, λόγω της συμφοράς που τον είχε βρει. «Κάνε να γίνει καλά ο άνθρωπος, να σταματήσω να του κάνω λάικ», είχα πει επανειλημμένα.

Στο παρελθόν είχαμε βιώσει ξανά θανάτους στο φέισμπουκ. Αυτούς που μαθαίναμε ότι κάποιος πέθανε, είτε ξαφνικά, είτε μετά από κάποιο διάστημα αφότου είχε νοσήσει. Το μαθαίναμε όμως μετά θάνατον και μπαίναμε στη σελίδα τους για να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι την απότομη διακοπή της ροής των αναρτήσεων, το τράβηγμα της πρίζας. Αυτό που δεν είχαμε βιώσει ξανά ήταν η σχεδόν σε πραγματικό χρόνο παρακολούθηση της πορείας ενός καρκινοπαθή προς τον θάνατο μέσα από μια ιδιότυπη μορφή εσωτερικού μονολόγου. Και αυτός ο μονόλογος ήταν πραγματικά μια αποκάλυψη. Και ήταν αποκάλυψη για πολλούς και διάφορους λόγους. Ξαφνικά είχαμε μπροστά στα μάτια μας έναν άνθρωπο που μιλούσε ανοιχτά, όσο παίρνει ανοιχτά, για κάτι που είναι πέρα ως πέρα ταμπού. Και είναι ταμπού ακόμη και για τους δικούς μας ανθρώπους που έχουν νοσήσει, πόσο μάλλον λοιπόν για έναν “άγνωστο”. Εγώ προσωπικά έμαθα περισσότερα για τον καρκίνο, για τη φαινομενολογία του καρκίνου, για το πώς φαίνεται δηλαδή ο καρκίνος μέσα από τα μάτια του καρκινοπαθή, από όσα είχα μάθει όταν νόσησαν δικοί μου άνθρωποι. Για να είμαι ειλικρινής, λυπήθηκα περισσότερο για τον θάνατο του Χρήστου Γραμματίδη από όσο είχα λυπηθεί για τον θάνατο δικού μου ανθρώπου. Και αυτό θέλω να πιστεύω δεν υποδηλώνει κάποιο έλλειμμα στην αγάπη που είχα στον συγγενή μου, αλλά ούτε και κάποιο πλεόνασμα στην αξία του Χρήστου Γραμματίδη. Το μόνο που υποδηλώνει είναι την συγκλονιστική δύναμη του μέσου. Αυτό λοιπόν το καινοτόμο γεγονός, το να βρεθείς ξαφνικά να παρακολουθείς από τόσο κοντά κάτι τόσο δραματικό δεν μπορούσε παρά να έχει και το τίμημά του. Καταρχάς ο συναισθηματικός εκβιασμός ήταν, για μένα τουλάχιστον, σχεδόν δυσβάστακτος. Και ήταν δυσβάστακτος γιατί η πρωτοτυπία της παρακολούθησης μιας τέτοιας πορείας, από τόσο κοντά, για κάποιον που παραμένει ουσιαστικά ένας άγνωστος σε βυθίζει σε μια πρωτόγνωρη εμπειρία στην οποία καλείσαι να διαχειριστείς αντικρουόμενα συναισθήματα πρωτόγονης έντασης. Λύπη και συμπόνια για τον Χρήστο Γραμματίδη, αλλά και απόλαυση (λακανική jouissance για την ακρίβεια) γιατί εσύ, ο εαυτούλης σου, είσαι καλά. Τι αλλόκοτη χαρά Θεέ μου να έχεις εσύ τα (μίζερα) καθημερινά σου προβλήματα, και, ξαφνικά, να διαβάζεις ένα ποστ που ως δια μαγείας σε κάνει να τα ξεχνάς όλα. Τι αλλόκοτο υπαρξιακό ντοπάρισμα ήταν αυτό;! Αλλά αυτή η χαρά—που γινόταν μεγαλύτερη και δυνατότερη καθώς ο Χρήστος Γραμματίδης χειροτέρευε, λες και υπάρχει κάποιος αρχέγονος, αήθης νόμος που υπαγορεύει πως όσο βλέπεις κάποιον να πλησιάζει προς τον θάνατο, τόσο εσύ πρέπει να απομακρύνεσαι από αυτόν με ανείπωτη χαρά—ήταν μια χαρά πέρα ως πέρα νόθα και γεμάτη πόνο (όπως είναι εξάλλου η γνήσια jouissance), γιατί αισθανόσουν, κάθε στιγμή, εγώ τουλάχιστον, ότι κανονικά δεν είχα το δικαίωμα να μαθαίνω τίποτα για την αρρώστια του επειδή δεν τον ήξερα δια ζώσης. Δεν είχα το δικαίωμα να μαθαίνω για την αρρώστια του που μου προξενούσε αυτή την αλλόκοτη επιθυμία για ζωή. Αλλά, τελικά, το δικαίωμα μου το είχε δώσει εκείνος. Ο Χρήστος Γραμματίδης προσέφερε σε όλους εμάς που δεν τον γνωρίζαμε δια ζώσης μια ματιά, σχεδόν από την κλειδαρότρυπα, που ενείχε δυο βασικά στάδια. Από τη μία σε νάρκωνε και σε μαγνήτιζε με τις περιγραφές της ασθένειας και του πόνου του, και από την άλλη σου υπογράμμιζε, μέσω του μέσου που το έκανε, το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι εκείνος παρέμενε ένας άγνωστος. Ήταν σα να μας ψιθύριζε: «δείτε την αρρώστια μου ως αφορμή για να χαρείτε, όσο προλαβαίνετε, τη δική σας ζωή». Ο Χρήστος Γραμματίδης σε έκανε πηγαία να τον συναισθάνεσαι, και, ταυτοχρόνως, πηγαία, γιατί παρέμενε ένας άγνωστος σε απόσταση ασφαλείας, να μην τον συναισθάνεσαι. Σε έκανε να νιώθεις ότι αυτό που συνέβαινε ήταν μια εξαίρεση, μια απόκλιση, ένα βραχυκύκλωμα της πραγματικότητας.

Υπήρχε επιλογή απέναντι σε αυτό, θα αντιτείνει κάποιος. Αφού αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα να τον συμπονέσω σα να ήταν αίμα μου, ή σύντροφός μου, ή αληθινός φίλος μου, αφού η αλλόκοτη χαρά μου που (Ε)γώ ήμουν υγιής μου προκαλούσε εντονότατα αρνητικά συναισθήματα, θα μπορούσα να κάνω ανφόλοου τον Χρήστο Γραμματίδη και να συνεχίσω όπως και πριν. Η άγνοια εξάλλου είναι πάντα μια μορφή ευτυχίας. Αλλά ο γνήσιος συναισθηματικός εκβιασμός είναι αυτός που ενέχει κόστος και δρα υποδόρια ασκώντας δυνάμεις πέρα και πάνω από αυτές που θα επέτρεπαν την εύκολη ή αυτοστιγμεί εξάλειψή του. Ναι, θα ήμουν συνεπής απέναντι στα ανάμεικτα συναισθήματά μου, αλλά από την άλλη, θα είχα κάνει ανφόλοου έναν άνθρωπο που είχε το θάρρος να μιλήσει δημόσια, με εξουθενωτικές λεπτομέρειες, για κάτι τόσο σκληρό. Κάποια στιγμή θέλησα να τον επισκεφθώ στο νοσοκομείο. Ομολογώ ότι δεν μπορώ να ξεδιαλύνω το πλέγμα των κινήτρων μου. Ήταν για να δηλώσω δια ζώσης την συμπαράστασή μου σε έναν άνθρωπό που έτυχε να γνωρίζω διαδικτυακά, ή γιατί ήθελα να απαλλαγώ από τις τύψεις αυτής της αλλόκοτης χαράς για τη δική μου υγεία, τις τύψεις για τη δική μου όρεξη για ζωή με τον μόνο δυνατό τρόπο: να έρθω πιο κοντά του και να συνθλίψω αυτή τη χαρά κάτω από το βάρος του αυθεντικού πόνου; Δεν έχω απάντηση γι’ αυτό. Δεν πήγα στο νοσοκομείο γιατί πήγε δικός μου άνθρωπος, που τον ήξερε μόνο διαδικτυακά σαν κι εμένα, και μου είπε ότι ήταν πολύ άσχημα.

Ο θάνατος του έφερε βαθιά λύπη σε όσους παρακολουθούσαν άφωνοι το ιδιότυπο μυστήριο. Η διαδικασία οσιοποίησης του, που πλησίασε τα όρια της γραφικότητας, ήταν το λογικό επακόλουθο της διαχείρισης που έκανε και της προβολής που έδωσε ο ίδιος στην ασθένειά του. Αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι δικοί του άνθρωποι, οι πραγματικοί φίλοι του, ήταν πιο φειδωλοί στις δηλώσεις τους από τους ανθρώπους που τον γνώριζαν διαδικτυακά, αλλά και αυτό ήταν λογικό και αναμενόμενο καθότι οι λέξεις συνιστούν φτιασιδωμένες ρουφιάνες που λίγη σχέση έχουν με τον άφατο πόνο. Όμως, τελικά, θεωρώ ότι ο τρόπος που δημοσιοποίησε την ασθένεια του θα έχει και συνέχεια. Θα βρει μιμητές ο Χρήστος Γραμματίδης γιατί έδειξε τον δρόμο απέναντι σε μια πιθανή διαχείριση του καρκίνου (και όχι μόνο) που στο παρελθόν δεν ήταν μόνο απίθανη αλλά και αδύνατη. Και αυτό, όπως κι αν το δει κάποιος, είναι μεγάλο κέρδος. Ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάζει, μέσω της κοινωνικής δικτύωσης, μόνο επειδή μπορούμε να γνωρίζουμε φίλους για παρέα, για σεξ, για γάμους, για επαγγελματικές συνεργασίες χωρίς ταυτόχρονα να επωμιστούμε και το άχθος της άλλης, της σκοτεινής, πλευράς της ύπαρξης. Της πλευράς του πόνου και του θανάτου σε επίπεδα και με τρόπους που μόλις τώρα αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε.