Όμως το πνεύμα δεν τρέφεται με μυθιστορήματα. Μπορεί να σου προσφέρουν κάποια ευχαρίστηση, αλλά την πληρώνεις ακριβά. Είναι ικανά να καταστρέψουν και τον καλύτερο χαρακτήρα. Σε μαθαίνουν να συμπάσχεις με κάθε λογής ανθρώπους. Και από το πολύ το πάρε δώσε, αρχίζει να σου αρέσει. Διαλύεσαι μέσα στους ήρωες που προτιμάς. Καταλαβαίνεις όλες τις απόψεις. Παραδίνεσαι πρόθυμα σε ξένους στόχους και παύεις να βλέπεις τον δικό σου, για πολύ καιρό. Τα μυθιστορήματα είναι μαχαίρια. Ένας ηθοποιός της πένας τα καρφώνει στην κλειστή προσωπικότητα του αναγνώστη. Όσο πιο καλά υπολογίσει τη μαχαιριά και την αντίσταση, τόσο πιο τέλεια διασπασμένο αφήνει πίσω του το άτομο. Τα μυθιστορήματα πρέπει να απαγορευτούν διά ροπάλου!
― Ελίας Κανέτι, Η Τύφλωση, μτφρ. Τζ. Μαστοράκη.
Αν έπρεπε να διαβάσετε ένα κείμενο μέσα στην εβδομάδα που πέρασε, αυτό θα ήταν το «Η Τρυφερή Αφηγήτρια». Το κείμενο της διάλεξης που έδωσε η Όλγκα Τοκάρτσουκ στην τελετή της απονομής της με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2018 (κείμενο στα αγγλικά, μετάφραση στα ελληνικά). Η Τοκάρτσουκ, στο μακροσκελές αυτό κείμενο, πραγματεύεται μια εντυπωσιακή παλέτα θεμάτων που άπτονται της χρησιμότητας της λογοτεχνίας. Με αφετηρία τις δικές της, απόλυτα ιδιοσυγκρασιακές, αναμνήσεις θα σκιαγραφήσει μια μικρή πραγματεία που αποπειράται να εξετάσει τον μηχανισμό και τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα όταν το λογοτεχνικό κείμενο ανοίγει αυτή την αμφίδρομη δίοδο επικοινωνίας ανάμεσα στο «εγώ» του αφηγητή και στο «εγώ» τού αναγνώστη. Η Τοκάρτσουκ, χωρίς ίσως να το γνωρίζει, μέσα από αυτό τον μηχανισμό δείχνει την κατεύθυνση προς κάτι πολύ σημαντικό: προς το Άγιο Δισκοπότηρο μιας πρωτοπρόσωπης επιστήμης της συνείδησης. Μιας επιστήμης που θα συγκεράσει δύο φαινομενικά αντίθετες θεάσεις του κόσμου: τη μετρήσιμη αντικειμενικότητα της επιστήμης με αυτή τής υποκειμενικότητας του «εγώ» τής συνείδησης. Αυτή η πρωτοπρόσωπη επιστήμη της συνείδησης του «εγώ» ενέχει στον πυρήνα της τη στρόφιγγα, το μαγικό πέρασμα, που επιτρέπει τη δυνατότητα έκφρασης και αποτύπωσης της έννοιας της ποσότητας σε όρους ποιότητας, χωρίς εκπτώσεις πιστότητας και νοήματος. Οι οπαδοί της γνωστής επωδού «τα νούμερα δεν λένε πάντα την αλήθεια» θα πρέπει να δώσουν προσοχή σε αυτό που αποπειράται να περιγράψει η Τοκάρτσουκ γιατί λίγο πολύ μέσα από μια θεώρηση της λογοτεχνίας, μέσα από την «τρυφερή αφηγήτρια», προσπαθεί να δείξει πότε και πώς όχι μόνο τα νούμερα θα λένε την αλήθεια, αλλά, κυρίως, πότε και πώς η αλήθεια δεν θα είναι εκπεφρασμένη σε νούμερα. Η συγγραφέας θα κάνει μια περιγραφή τού σκηνικού και θα καταγράψει τις προαπαιτούμενες συνθήκες για το μεγάλο πέρασμα από το «εγώ» του καθένα μας σε ένα οικουμενικό, παντεποπτικό, «εγώ». Γράφει η Τοκάρτσουκ:
«Στο Doctor Faustus, ο Τόμας Μαν [Thomas Mann] έγραψε για έναν συνθέτη που επινόησε μια νέα μορφή απόλυτης μουσικής, ικανής να αλλάξει τον ανθρώπινο τρόπο σκέψης. Αλλά ο Μαν δεν περιέγραψε σε τι βασιζόταν αυτή η μουσική, απλώς δημιούργησε τη φανταστική ιδέα για το πώς μπορεί να ακουγόταν. Ίσως εκεί να βασίζεται ο ρόλος του καλλιτέχνη: στο να δίνει μια προκαταρκτική γεύση από κάτι που θα μπορούσε να υπάρξει και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να μας καθιστά ικανούς να το φανταστούμε. Και το να μπορείς να φανταστείς κάτι είναι το πρώτο στάδιο της ύπαρξής του».
Αυτή η αναφορά στη νέα μορφή μουσικής που επινοεί ο ήρωας του Τόμας Μαν χρησιμεύει ως παράδειγμα για να παρουσιάσει η Τοκάρτσουκ το μέσο που θα οδηγήσει σε αυτή την αβίαστη επικοινωνία του «εγώ» με το «εμείς», την επικοινωνία της ποιότητας με την ποσότητα. Και η συγγραφέας, στη διερεύνηση των πιθανών χαρακτηριστικών που θα έπρεπε να διαθέτει ένα τέτοιο μέσο, αναφέρεται στην αναζήτηση ενός «τεταρτοπρόσωπου» αφηγητή.
«[…] ονειρεύομαι ένα νέο είδος αφηγητή – έναν «τεταρτοπρόσωπο αφηγητή», ο οποίος φυσικά δεν θα είναι απλώς ένα γραμματικό κατασκεύασμα, αλλά θα καταφέρνει να συμπεριλαμβάνει την προοπτική καθενός από τους χαρακτήρες· θα έχει επίσης την ικανότητα να ξεπερνάει τον ορίζοντα καθενός από αυτούς· θα βλέπει περισσότερα και θα έχει μια ευρύτερη οπτική γωνία· και θα μπορεί να αγνοεί τον χρόνο. Ναι, νομίζω ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου αφηγητή είναι δυνατή.
Έχετε ποτέ αναρωτηθεί ποιος είναι ο υπέροχος αφηγητής στη Βίβλο, εκείνος που φωνάζει δυνατά: «Εν αρχή ην ο λόγος»; Ποιος είναι ο αφηγητής που περιγράφει τη δημιουργία του κόσμου, την πρώτη του μέρα, όταν ξεχωρίστηκε το χάος από την τάξη, που ακολουθεί γραμμικά την προέλευση του σύμπαντος, που γνωρίζει τις σκέψεις του Θεού, γνωρίζει τις αμφιβολίες Του και με σταθερό χέρι θέτει επί χάρτου την απίστευτη φράση: «Και είδεν ο Θεός ότι καλόν»; Ποιος είναι αυτός ο τύπος που γνωρίζει τι σκέφτηκε ο Θεός;»
Μιλάει λοιπόν η Τοκάρτσουκ για έναν αφηγητή που δεν θα είναι μόνο ένα φτηνό γραμματικό κατασκεύασμα, αλλά ένας αυθεντικός παντεπόπτης αφηγητής. Όχι μόνο φτηνό εργαλείο αφήγησης, αλλά η γλώσσα ή το μέσο που θα συγκεράσει ακριβώς αυτή την αντικειμενικότητα της επιστήμης με την υποκειμενικότητα του «εγώ». Η Τοκάρτσουκ μοιάζει να μιλάει για την κατεδάφιση του τέταρτου τοίχου, αυτού του φράγματος ανάμεσα στον ηθοποιό και τον θεατή, τον αφηγητή και τον αναγνώστη, αλλά με έναν άμεσο, αδιαπραγμάτευτο τρόπο. Με έναν τρόπο που όχι μόνο καταργεί αυτό τον τοίχο αλλά μετατοπίζει τη δράση σε ένα χάρτη που ταυτίζεται πια με την επικράτεια στην οποία αναφέρεται. Αναφέρω τροχάδην ότι παρόμοια κατασκευάσματα έχουν κατά καιρούς κάνει την εμφάνισή τους στις σελίδες της λογοτεχνίας. Θυμίζω το διήγημα τού Τεντ Τσιάνγκ, “Story of Your Life”, πάνω στο οποίο έχει βασιστεί η ταινία “Arrival” τού Ντενί Βιλνέβ. Στο διήγημα γίνεται αναφορά σε μια εξωγήινη γλώσσα, τη γλώσσα ενός γνήσιου «τεταρτοπρόσωπου αφηγητή» που ενέχει μέσα της και τον χρόνο (άλλη μία ενδιαφέρουσα αναλογία με την αμφιλεγόμενη τέταρτη διάσταση του χρόνου), και δίνει τη δυνατότητα στους χρήστες της να ξεδιπλώνουν το ύφασμα του χωροχρόνου παντεποπτικά. Αλλά ας μην λησμονούμε και το μυθιστόρημα του Λάσλο Κρασναχορκάι, «Η Μελαγχολία της Αντίστασης», όπου ο καθηγητής Eszter θα αποπειραθεί να προσαρμόσει το σώμα της μουσικής στις αρμονίες του Βερκμάιστερ σε μια κίνηση με συνέπειες που θυμίζουν την απόλυτη μορφή μουσικής του συνθέτη του Doctor Faustus.
Όλες οι απόπειρες μιας πρωτοπρόσωπης επιστήμης, μιας επιστήμης που θα λάμβανε υπόψη της τις υποκειμενικές ιδιοσυγκρασίες μας, παραμένει μέχρι στιγμής καταδικασμένη σε αποτυχία. Μέσα στην επιστημονική αλλά και ηθική πρόοδο το υποκείμενο παραμένει περιχαρακωμένο: υποχρεωμένο να αυτοπροσδιορίζεται, καθώς ετεροπροσδιορίζεται, (τοπο)θέτοντας εαυτόν σε προκαθορισμένα και επιστημονικώς αποδεκτά καλούπια. Η Τοκάρτσουκ, για να ακυρώσει αυτή την καταδίκη σε αποτυχία της πρωτοπρόσωπης επιστήμης, προτάσσει την έννοια της «τρυφερής αφηγήτριας», που φυσικά έχει ως αφετηρία της ένα όσο πιο προσωπικό και υποκειμενικό «εγώ» γίνεται: το εγώ της.
Ποια είναι όμως η «τρυφερή αφηγήτρια»; Η «τρυφερή αφηγήτρια» είναι αυτή που συνειδητοποιεί (της το ενσταλάζει η μητέρα της) ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου είναι η δυνατότητά του να επηρεάζει τις πράξεις, τις σκέψεις, και τα συναισθήματα των συνανθρώπων του χωρίς να απαιτείται η φυσική ύπαρξή του. Διαβάστε τώρα πάλι το απόσπασμα που ανοίγει αυτό το κείμενο, αυτές τις λίγες γραμμές από το μυθιστόρημα του Κανέτι. Μυθιστόρημα που πραγματεύεται παρόμοια θεματολογία με αυτή που προωθεί η Τοκάρτσουκ στη διάλεξή της. Το απόσπασμα αυτό του Κανέτι, μέσα από τον αρνητισμό του, συνιστά την αντιστήριξη της «τρυφερής αφηγήτριας» που προτάσσει η Τοκάρτσουκ: γιατί τα μυθιστορήματα αν δεν ήταν ικανά να καταστρέψουν και τον καλύτερο χαρακτήρα δεν θα είχαν την παραμικρή πιθανότητα να μπορούν να γιατρέψουν και να αναγεννήσουν ακόμη και τον χειρότερο των χαρακτήρων. Γιατί «τρυφερότητα» σημαίνει να συμπάσχεις με κάθε λογής ανθρώπους, και αυτό να αρχίζει να σου αρέσει. Και αυτό σημαίνει να διαλύεσαι μέσα στους ήρωες που προτιμάς, και να παραδίνεσαι σε ξένους στόχους και να παύεις να βλέπεις τον δικό σου, κατά προτίμηση για πάντα. Γιατί τα μυθιστορήματα είναι μαχαίρια, όπως ακριβώς το λέει ο ήρωας του Κανέτι, αλλά μαχαίρια είναι και τα νυστέρια που στοχεύουν όχι στον θάνατο αλλά στην ίαση. Αντιπαραβάλετε τώρα το απόσπασμα του Κανέτι με αυτό που ακολουθεί από την Τοκάρτσουκ:
«Είναι εύκολο να ταυτιστούμε με ανθρώπους που είναι ακριβώς όπως εμείς, πράγμα που δημιουργεί μεταξύ του αφηγητή της ιστορίας και του αναγνώστη ή του ακροατή έναν νέο τύπο συναισθηματικής κατανόησης βασισμένο στην ενσυναίσθηση. Αυτή η κατανόηση, από τη φύση της, φέρνει τους εμπλεκόμενους κοντύτερα και εξαλείφει τα όρια· είναι πολύ εύκολο να χάσει κανείς σε ένα μυθιστόρημα τα όρια μεταξύ του εαυτού τού αφηγητή και του εαυτού τού αναγνώστη, και ένα μυθιστόρημα από αυτά που αποκαλούμε «μυθιστορήματα ταύτισης» στην πραγματικότητα ποντάρει στο ότι τα όρια είναι θολά, στο ότι ο αναγνώστης, μέσω της ενσυναίσθησης, γίνεται για λίγο αφηγητής».
«[…] Η τρυφερότητα είναι αυθόρμητη και ανιδιοτελής· υπερβαίνει κατά πολύ τη συγγενή της ενσυναίσθηση. Αντιθέτως, είναι το συνειδητό, αν και ίσως ελαφρώς μελαγχολικό, μοίρασμα του κοινού πεπρωμένου. Η τρυφερότητα είναι μια βαθιά συναισθηματική ανησυχία για μια άλλη ύπαρξη, για την ευθραυστότητά της, για τη μοναδική της φύση και για την έλλειψη ανοσίας στον πόνο και στις επιπτώσεις του χρόνου. Η τρυφερότητα αντιλαμβάνεται τους δεσμούς που μας ενώνουν, τις μεταξύ μας ομοιότητες και τα κοινά μας. Είναι ένας τρόπος να κοιτάζουμε που δείχνει ότι ο κόσμος είναι ζωντανός, ζων, διασυνδεδεμένος, συνεργατικός και εξαρτώμενος από τον εαυτό του.
Η λογοτεχνία στηρίζεται στην τρυφερότητα προς οποιαδήποτε ύπαρξη εκτός από τον εαυτό μας. Είναι ο βασικός ψυχολογικός μηχανισμός του μυθιστορήματος. Χάρη σε αυτό το θαυματουργό εργαλείο, το πιο εξελιγμένο μέσο της ανθρώπινης επικοινωνίας, η εμπειρία μας μπορεί να ταξιδέψει μέσα στον χρόνο, φτάνοντας σε εκείνους που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα, αλλά που θα στραφούν κάποια στιγμή σε αυτά που έχουμε γράψει εμείς, στις ιστορίες που είπαμε για τον εαυτό μας και για τον κόσμο μας».