Η σκοτεινή πλευρά των αναγνώσεων
16-12-2019

1

Η αφορμή, από την κρατική τηλεόραση αλλά και από τις συνεδριάσεις της Βουλής. Μιλάει δυο λεπτά ένας μακρόταλος ακαδημαϊκός για την βαλκάνια μουσική, υποτυπώδης νοητική απαίτηση, και το πράττει από χειρόγραφο! Ομιλεί καλός λογοτέχνης, μήνες τώρα, για τα λαμπρά παραδείγματα παγκόσμιας λογοτεχνίας, προσφάτως του Κάφκα, και διαβάζει από ένα βουνό σχετικές σελίδες Α4, προφανώς δικές του. Για την Βουλή, όσοι πιστοί, τα ξέρετε- μόνον αντίμαχοι ρεμπεσκέδες που προσποιούνται τον αγανακτέα ή τον ατακαδόρο δεν συμβουλεύονται χειρόγραφο. Το προφορικό πολιτισμό τονε πήρε ο διάολος, αυτόν και τον πατέρα του. Ελάχιστοι μιλούν -η πλειοφηφία διαβάζει.

Η ρητορική, ώ αζάπηδες και αζάπισσες, θηρευτές και πότνιαι θηρών του ακατασχέτου μεγαλείου, ξεκίνησε (και παρέμεινε έκτοτε) πιστεύουσα στο ροδάνι της γλώσσας και όχι στην ηδυπάθεια της ανάγνωσης μελίρροου κατεβατού. Οι μόνοι αμετακίνητοι στην καύλα του ρέοντος λόγου παραμένουν οι ανηκέστως και τελεσιδίκως κατατονικοί, οι αυτάρεσκα σύροντες γερούνδια σε γλώσσα που τα στερείται και οι κατορθώσαντες να ρίξουν εραστή ή ερωμένη σε πάγκο όπου σερβίρονται νόθα ποτά που εντούτοις επιγράφονται ως Λαγκαβούλιν και Όμπαν.

Και βέβαια, ο αναγιγνώσκων από χειρογράφου, παρασάγγας διαφέρει από τον φυσικόν ρήτορα. Για παράδειγμα, όσο και να υπερβάλει στον τόνο και στην τεχνική, όσο και να γίνεται επάγωγα καθημερινός και αφοπλιστικός, ο γραπτός λόγος έναν μόνον τρόπο έχει να περισωθεί ως όχημα μεταφοράς εννοιών, πέραν της τέχνης: την προσωδία. Δηλαδή να διαβάζει ωσάν αναγνώστης σε Τράπεζα ιστορικής μονής, ως επαίτης εξαιτών συμπερίληψίν του εις τας δέλτους του μοναστικού Τυπικού κατά την βούλησιν του διαθέτη. Διότι το αναγνωστικόν ήθος επιβάλει παλούκωμα του αποδέκτου και να τρώγει την φάβαν του ταχέως και ευπετώς και ουχί να θέλγεται επειδή ο Sin boy μέλπει την λέκσην mama, με ένρινον παράπονον.

2

Εξάλλου, πέραν του προφορικού και του αναγινωσκομένου κειμένου, υπάρχει ο σκόλοψ και ο όρπηξ του θεατρικού λόγου. Που είναι κάτι ενδιάμεσον ανκαι πάντοτε δημεγερτικόν. Όπως προ ετών πολλών εις το «Ολύμπιον» ακούγαμε φοιτηταί εκθάμβως εμβρόντητοι την «Ιστορίαν του Αλή Ρέτζο» και απλώς περιμέναμε να χειροκροτήσουμε εν εξάλλω κάθε φορά που ο ηθοποιός φούντωνε τον αντιχουντισμό μας ανακράζων τας λέξεις «ελευθερία» και «φτάνει πιά!». Βέβαια, ήρθαν αλλοιώς τα ζητήματα και εις την θέσιν του φασισμού όστις επέπρωτο να αποθάνη αυθημερόν, πήρε τις παρατάσεις του κερατά και κοντεύει όλους να μας θάπσει. Ας μη επαληθευτεί η αθανασία του φαινομένου ξεφυλλίζοντος ενός πνευματικού ανθρώπου πλήθος κειμένων A4, με σοφίας για συγγραφείς που πράγματι απέθαναν και ουχί καθώς ο τερατικος συνάδελφός των εν τω κόσμω των ιδεών.

Ότι αυτή η παπατρέχειος τακτική δεν προσθέτει μηδέ σπόρον σοφολογιωτατισμού εις τον επιχειρούντα, φαίνεται αμέσως εάν σκεφτείτε πως θέλετε να εξηγήσετε πλείστα ερωτικά και λογοπαθή εις ηγερίαν και αντί να της εξομολογηθείτε, έστω τραυλίζων, πλην αεί τερετίζων το έρωτα, τον πόθον ή την ποθοπλάνταξίν σας, της ζητάτε συγγνώμη και βγάζετε ειλητάριον από την κωλότσεπην με στίλβοντα ερωτόλογα! Δεν θα ταραχθεί, θα καγχάσει. Δεν θα δακρύσει, θα ξεροκαταπιεί. Όπως ακριβώς αισθάνεται η αφεντιά μου, βλέποντας δημιουργούς ανεκτών ή θείων κειμένων, να παραθέτουν γραπτές καβαλίνες και μασάλια, αντί να επαινέσουν απλώς το επίδικον κείμενον, μακριά από σκονάκια και λοιπά βοηθήματα εξεταστικών περιόδων.

Καταλήγων, θεωρώ εξίσου εγκληματικόν να διηγούνται την πλοκήν των κινηματογραφικών ταινιών στις παρουσιάσεις, οσοτίμως ανόητα με την παράθεσιν άρθρων χωριστά σε κάθε παράθεσιν ονομάτων και παρονομάτων ηθοποιών και τεχνικών ενός θεατρικού ομίλου, τάχα ως ένδειξη οικειότητας και άνεσης: ο Γιάννης ο Φονιάς, η Νταίζη η Καλαμπόκα, και λοιπά.

3

Δεν ξέρω αν κατέδειξα ή έκρυψα την πηγή της αγανάκτησής μου. Αλλά επιμένω πως η αγόρευση, η άνευ χειρογράφου ανάπτυξη που δεν φανερώνει αποστήθιση, είναι πάντοτε ένα σήμα κατατεθέν να ενδιαφερθεί ο θεατής και να μετατραπεί επί τέλους σε ακροατή, άρα να γίνει δυνατή η εν τω πρυτανείω φιλοξενία, σίτιση και ψήφισή του.

Ένα παράδειγμα. Τον καιρό πού η αρχιτεκτονική, η λογοτεχνία και η ενδυματολογία φιλοξενούνταν στο θυμικό μου, είχε τύχει και δούλευα υπερωρίες παρουσιάζοντας ποίηση και Αριστερά, παρέα, όπου με έστελναν κι όπου τύχαινε. Παλιές ιστορίες, ετών σαρανταβάλε. Αλλά βέβαια δεν εγκατέλειπα την αθυροστομία. Μια νύχτα στην Αθήνα η υπεύθυνη της εκδήλωσης ήταν νύχτες μαγικές ονειρεμένες, η εκφορά των λέξεών της επαναστατική, κυκλοφορούσε και θρόιζαν οι μελλοντικοί αγωνιστές ωσάν πυγολαμπίδες σε θερινό γιορτάσι. Κάποια στιγμή και πριν βγω στο πάλκο, την νοιώθω να μου ανατινάζει το μυαλό με να ψιθύρισμα στο αφτί, αχνό και αποτελεσματικό που μου έλεγε, ευθέως και γλυκά, τα εξής: «ξέρω πως γράφετε τολμηρά, αλλά θα ήμουν ευτυχής εάν παραλείπατε τους πολλούς κώλους και μουνιά, ψωλές και βυζιά στα ποιήματά σας». Αφοπλίστηκα. Μου μιλούσε η Βαλεντίνα Τερέσκοβα και η Αικατερίνα Φούρτσεβα, ενδεδυμένες το αλμπενί της Άννας Καρίνα και της Φρασουάζ Ντορλεάκ. Φυσικά ανέφερα τις ύποπτες λέξεις, αλλά με τρόπο που έμοιαζαν με «ραχούλα, πλαγιές, προβατάκια και στάνη».

Όποιος επιθυμεί με θέρμη να περάσει στο θυμικό του αναγνώστη μια συγγραφική πρόταση, κανονικά επαιτεί, ξεσαλώνει, το ρίχνει στην παλαβή. Αλλιώς την πατάει όπως με τον Άλκη Θρύλο, που η κακογλωσσιά του στα θεατρικά, με έκανε να παίρνω σβάρνα όποτε κι όπως μπορούσα, τις παραστάσεις που έθαβε.

Σε μια κοινωνία γεμάτη ομηρομάστιγες και θρυλικούς γκρινιάρηδες, όλοι ξέρουν όλους, και αν το εξειδικεύσω στη Σαλονίκη, εκεί είναι που χάνει η μάνα το παιδί. Και η ποίηση το βιος της.