…να λάμψει ο ήλιος τη νύχτα και να χιονίσει τον Αύγουστο. – Νοσταλγία
Τρία χρόνια μέσα στην κρίση και το νέφος είχε επιστρέψει για τα καλά στον ουρανό της Αθήνας. Η παλιά πραγματικότητα από την αρχή. Είχε στεγνώσει το χρήμα, δεν υπήρχε για κοινόχρηστα και πετρέλαιο, πολλές οι πολυκατοικίες με κλειστή την κεντρική θέρμανση. Στα διαμερίσματα ηλεκτρικά καλοριφέρ, κλιματιστικά και αερόθερμα. Τζάκια και ξυλόσομπες, στα αποκαΐδια ξύλο από παλιά έπιπλα ποτισμένο με χημικά. Διοξίνες. Περιμέναμε να φυσήξει για να καθαρίσει από τα σωματίδια η ατμόσφαιρα, να φύγει η αιθαλομίχλη. Οι βροχές μας λύτρωναν. Ο αέρας έκαιγε τα ρουθούνια κι άναβε τους πνεύμονες – διεισδυτικά σωματίδια ικανά να φτάνουν ευκολότερα στις κυψελίδες των πνευμόνων. Πολύς κόσμος έκαιγε δηλητήριο για να ζεσταθεί.
Τα Χριστούγεννα του 2012 έφτασαν κι εμείς προσπεράσαμε. Κάτι γιορτινό έχει μείνει στη μνήμη μου από εκείνα τα χρόνια, από το στολισμό. Ένα ατσάλινο δέντρο, ένα καράβι – η κακότεχνη σκαλωσιά με τα τετράγωνα. Περισσότερο θυμάμαι τη Χρυσή Αυγή να μοιράζει στο Σύνταγμα από σακιά πατάτες και κόσμο στην ουρά – ίσως ήταν την άνοιξη εκείνης της χρονιάς, τότε με τον αυτόχειρα Χριστούλα που επιθύμησε να αφυπνίσει συνειδήσεις αυτοκτονώντας.
Την άνοιξη του ‘12, επέστρεφα ένα βράδι σπίτι πεζός, όπως καμιά φορά συνηθίζω, κόβοντας από την Πλατεία Βάθης. Μπροστά μου, στο στενό πεζοδρόμιο της Σωκράτους, βάδιζε μια γυναίκα, κοντούλα και γεματούλα, με κοτσίδα. Ζήτησα συγγνώμη και την προσπέρασα για να τη νιώσω πάλι στα δεξιά μου. Με κοίταξε, επιτάχυνε, προσπέρασε και σταματώντας απότομα μπροστά μου έκανε μεταβολή πριν ανοίξει το μπουφάν της για να μου δείξει το στήθος της.
Ήταν η άνοιξη ΄12, η άνοιξη του Λοβέρδου και του Χρυσοχοΐδη. Το ’12 ήταν αρρώστια στον αέρα και στην ψυχή.
Τρέμαμε με τους Φλεβάρηδες εκείνων των χρόνων, με τις κακές ειδήσεις στο κατώφλι του σπιτιού μας.
Το Φλεβάρη του ’13 ήταν η αγρύπνια του σε ισόβια καταδικασμένου για υπεξαίρεση χρημάτων πρώην δημάρχου Θεσσαλονίκης Βασίλη Παπαγεωργόπουλου. Ήταν ο καπνός από τα τσιγάρα των συγκρατουμένων της φυλακής του που έφταιγε για την αγρύπνια.
Ήταν και το μονοξείδιο του άνθρακα που έφταιγε. Ήταν οι δύο νεκροί σπουδαστές από τα κάρβουνα που άναψε μέσα σε παλιό σκουριασμένο θερμοσίφωνα για να ζεσταθεί μια παρέα πέντε νέων αντρών. Κανόνισε για σένα είπανε τα παιδιά στην σπιτονοικοκυρά όταν τα ρώτησε αν θα τους έβαζε πετρέλαιο, αν είχε πολύ κρύο θα έβλεπαν απάντησαν. Όποιος συνδέει τους θανάτους με την τιμή του πετρελαίου, είναι εμμονικός, δήλωσε ο Πορτοσάλτε στην τηλεόραση. Η είδηση στα βραδινά κανάλια και μετά ξάπλωσα κι άρχισα να διαβάζω για να ξεχαστώ, για να φρενάρει το μάτι στις λέξεις, να σταθεί ακίνητο, ανοιχτό πάνω απ’ τα γράμματα. Αποκοιμήθηκα, για λίγο, και ξύπνησα μεσάνυχτα για ν’ αγρυπνήσω μέχρι το ξημέρωμα, παρέα με τη σκέψη των δύο νέων αντρών, των δύο σπουδαστών στα ΤΕΙ της Λάρισας.
Έξι χρόνια στην πλάτη μου. Φέτος τις μέρες μετά το θερινό ηλιοστάσιο, στην ίδια διαδρομή επιστροφής στο σπίτι, έβλεπα τους παραταγμένους, για χρόνια, αποχαυνωμένους μέσα στον καύσωνα, κάτω από την πυλωτή της πολυκατοικίας στην Καματερού, εκεί στο τέλος της Σωκράτους. Σκεφτόμουν την αλλαγή, σε λίγες μέρες, σε λιγότερο από δύο βδομάδες, τη σίγουρη απόσυρσή τους από θέα και από μνήμη – είναι θέμα χρόνου, σιωπηρά θα γίνει, δίχως ΜΑΤ, φωτογραφήσεις, αναμεταδόσεις κι αντιδράσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στο τέλος του καλοκαιριού έντυσαν οι εργολάβοι με μουσαμά και σήκωσαν σκαλωσιά στο εγκαταλειμμένο πολυώροφο απέναντι στη Χαλκοκονδύλη, στο πεζοδρόμιο του οποίου κατουρούσαν και αφόδευαν πίσω από μπλε κάδους ανακύκλωσης οι δύσμοιροι της πυλωτής. Από μέσα ο ήχος και το φως της οξυγονοκόλλησης – 24/7.
Και τώρα το Δεκέμβρη το απέναντι πεζοδρόμιο καθαρό και η πυλωτή έρημη. Το έλεγα σε φίλο από το εξωτερικό, τακτικό επισκέπτη της καλοκαιρινής Αθήνας που ξέρει τη γειτονιά και την πόλη. Με ρώτησε που τους πήγαν κι απάντησα κάπου πρέπει να τους έσπρωξαν, η φύση απεχθάνεται το κενό.
Θα είμαι ειλικρινής. Δεν αντέχω τη βρομιά, τη μπόχα και τη μάκα του δρόμου. Αρνούμαι λοιπόν να κολλήσω στο πού τους πήγαν κι όταν περνάω πλέον από την πυλωτή αναρωτιέμαι μόνο για το ανακαινισμένο κτίριο, αν θα είναι μπουτίκ ξενοδοχείο ή λοφτ διαμερίσματα. Για το τί θα αποκαλυφθεί σαν πέσει ο μουσαμάς, σαν φύγει η σκαλωσιά και οι 24/7 εργολάβοι.
Να είμαστε ειλικρινείς. Όλοι θέλουμε να πίνουμε έναν καφέ δίχως να εισβάλει στο χώρο μας και στο χρόνο μας κάποιος άπλυτος, όρθιος να μας κοιτάζει επίμονα, μουρμουρίζοντας.
Το φετινό Δεκέμβρη ένα μεγάλο κβαντικό άλμα. Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν και τα θέλουμε πεισματικά, με νύχια και με δόντια. Αυτό δείχνουμε, ότι αποζητούμε να φωλιάσουν στην καρδιά μας. Έτσι φανερώνει ο τρόπος μας, ο τρόπος που γνωρίζουμε για να επικοινωνούμε την επιθυμία μας για επικοινωνία. Τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια, όπως την αιθαλομίχλη, το Χριστούλα, τον Παπαγεωργόπουλο, το σκουριασμένο θερμοσίφωνα και τη γυναίκα στη Σωκράτους, οφείλουμε να τα εξετάζουμε μέσα από πρίσμα πολιτικής ανάλυσης, μαζικής. Τα πάντα είναι πολιτικά. Οι χορηγίες και τα ιδρύματα, ο σουσουδισμός της Παναγιωτάκου είναι πολιτικά.
Στο Σύνταγμα στημένο το μουσείο των ψευδαισθήσεων. Δεν ξέρω πώς το είδαμε με τους φωτισμούς, δεν ξέρω γιατί έπρεπε να αναδειχτεί έτσι και τόσο έντονα το ζήτημα με το φωτισμό, όσο άσχημος κι αν είναι ο φωτισμός στη Βασιλίσσης Σοφίας. Ο μόνος τρόπος που κατανοώ για έναν άσχημο χριστουγεννιάτικο φωτισμό είναι το χιούμορ, κι όσο πιο άσχημος τόσο μεγαλύτερη η ευκαιρία. Πολλοί το είδαν έτσι και το χάρηκα. Αλλά να επιχειρείς πολιτική τοποθέτηση με αφορμή χριστουγεννιάτικο φωτισμό, να κρύβεις μένος, έστω και αν το πασπαλίζεις με χιούμορ – αυτό είναι όντως εμμονικό.
Αν πραγματικά θυμώνεις με τα ανέμπνευστα bar-code λαμπιόνια και την Παναγιωτάκου, αν έχεις χρόνο και διάθεση να πολιτικολογείς για την αισθητική χριστουγεννιάτικης διακόσμησης, είναι σημάδι επιστροφής σου σε κατάσταση ανίας κανονικότητας. Μη παραπονιέσαι λοιπόν για όσους επιχειρούν να σου φορέσουν καπέλο την κανονικότητα. Ο θυμός μπήκε στο πετσί σου, τον ευνούχισες, δεν ζεις χωρίς αυτό. Συνήθεια.
Διαφορετικά, εφόσον λες η κανονικότητα είναι καμουφλαρισμένη δυστοπία, πες χρόνια πολλά και μετά προσπέρασε τα φετινά Χριστούγεννα. Όπως έκανες το Δεκέμβρη του ’12.
Πίσω από τη μαγική εικόνα των φετινών Χριστουγέννων, η εικόνα των δύο άστεγων, με τα σκεπάσματά τους στο πεζοδρόμιο της Μητροπόλεως, δίπλα από το μεγάλο ταχυδρομείο του Συντάγματος. Πίσω από τη μαγική εικόνα, η μνήμη ενός μεσόκοπου ζευγαριού που είχε καταλύσει στην είσοδο ενός τριώροφου στην Ηπείρου. Το αντρόγυνο με το σκαμμένο δέρμα και τα σκληρά ανέκφραστα χαρακτηριστικά, το αναπηρικό καροτσάκι για τη γυναίκα, ένας ελάχιστος προσωπικός χώρος που διεκδίκησε η ανάγκη τους, άψογα καθαρός και περιποιημένος, τα σκεπάσματα με τάξη απλωμένα τη νύχτα όταν κοιμόντουσαν, το χέρι του άντρα περασμένο πάνω από την πλάτη της γυναίκας προστατευτικά με τρυφερότητα, τα σκεπάσματα διπλωμένα τη μέρα, όταν αυτός ήταν καθισμένος στο πλατύσκαλο κι αυτή στο καροτσάκι.
Τους έχασα. Ήταν πριν λίγα χρόνια και τότε προσδοκούσα ότι ύστερα από όσα είχαμε δει και ζήσει δίπλα μας υπήρχε τουλάχιστον μια γλυκιά ελπίδα να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.
Καλοί ήμασταν, καλύτεροι δεν πρόκειται να γίνουμε.
Γι’ αυτό θα χρειαστεί ένα άλλο κβαντικό άλμα, όχι χριστουγεννιάτικου πειθαναγκασμού και αυτο-ύπνωσης αλλά άλμα συνείδησης.