Τούμπα, Χαριλάου, Καυταντζόγλειο, μήτε δέκα φορές δεν πήγα γήπεδο, κι απ’ αυτές, οι μισές σε συναυλίες. Παιδί ήμουν Λεμπιακός, επειδή είχαν ριγέ φανέλες και ένας συνεπώνυμός μου ήταν τέρμα, αλλ’ αυτό κράτησε έως την τερματοφυλακή του Τσανακτσή. Προσεχώρησα ως κατηχητόπουλο από τα χρόνια της απαγωγής του Κούδα, ενώ από την 22α Απριλίου 1973 και εφεξής, μεταστράφηκα υπό μία καταληψία και πλέον είμαι Παοκτσής, Μπαόκι, Τούρκος, Γιούφτος, ή πώς αλλιώς μας λένε, επειδή από τα τρύπια χέρια του Στέφα, η ομάδα έχασε από την Παναχαϊκή εντός έδρας 3-5 και κατάλαβα πως θα είχαμε, η ομάδα, το κορίτσι μου κι εγώ, μια παράλληλη, δραματική πορεία: ήξερα πως θα περνούσα αμέτρητες νύχτες κι απογεύματα χωρίς ομάδα, χωρίς κορίτσι και με την μόνιμη απουσία μου. Διότι, παράλληλα με την Μπαοκιά, βλάστησε ως αργοκίνητη χελώνα των Γκαλάπαγκος η Συγγραφιά, που μπορεί να έχανε λάδια, αλλά ήταν αισιόδοξα ζηλόφθων.
Η Μούσα
21-10-2018