– Μαιευτήριο, επίσκεψη, η μαμά της μαμάς του διπλανού κρεβατιού ρωτάει φίλο του ζευγαριού πόσα παιδιά έχει. «Ένα κοριτσάκι». «Και ο αδελφός σου;». «Δεν έχει». «Όλοι πια ένα ή κανένα παιδί. Κανείς σχεδόν δύο. Δεν γίνεται έτσι. Έρχονται τα πακιστανάκια και τα αλβανάκια και αύριο θα είναι αυτά παντού».
– Περπατάω στο δρόμο, ακούω από πίσω μου δυο νεαρούς να συζητάνε αποκαλώντας σε κάθε φράση τους ο ένας τον άλλο μαλάκα, προχωράνε πιο γρήγορα από μένα -πιτσιρικάδες γαρ- , όταν με προσπερνάνε βλέπω ότι είναι μαύροι, προσπαθώ μετά να καταλάβω γιατί ακριβώς ξαφνιάστηκα που οι φωνές τους, ο λόγος τους, τα ελληνικά τους, δεν αντιστοιχούσαν σε λευκά αγόρια.
– Μέχρι τα 6 – 7 μου μεγάλωσα στην Πλατεία Κυψέλης. Τώρα στην Πλατεία Κυψέλης μεγαλώνουν παιδιά ανθρώπων που έχουν έρθει από παντού αλλά και παιδιά παιδιών ανθρώπων που είχαν έρθει από παντού. Παιδιά διαφόρων χρωμάτων, αποχρώσεων, καταγωγών. Ελληνάκια. Κάποια από αυτά θα φέρουν και το «άκι» της καταγωγής τους, κάποια άλλα ίσως ούτε αυτό, και τα μεν και τα δε Ελληνάκια. Εγώ έπαιρνα από την πλατεία κάτι πολύχρωμα γλειφιτζούρια Κότζακ, αυτά παίρνουν κάτι άλλο που σε μερικές δεκαετίες δεν θα υπάρχει αλλά θα υπάρχει μέσα τους, το άγαλμα του Κανάρη είναι ακόμα εκεί, η πλατεία των παιδικών τους χρόνων, οι αναμνήσεις τους, το παιχνίδι τους, η ρίζα τους, η γλώσσα τους, ο τρόπος τους, ο τόπος τους.
– Αν με ρωτάς λοιπόν, πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, με αφορά πολύ λιγότερο η Πλατεία Εξαρχείων και πολύ περισσότερο η Πλατεία Κυψέλης.
– Τρίτης γενιάς Ελληνοαμερικάνος ο Νικ Καλάθης, μεγάλωσε στις ΗΠΑ, αν δεν ήταν μπασκετμπολίστας μπορεί και να μην είχε ποτέ σχέση με την Ελλάδα, ελληνικά δεν μιλάει, αλλά ζει χρόνια εδώ και παίζει μπάσκετ χρόνια εδώ, και τελικά αν εκτός από Αμερικάνος είναι και κάπως Έλληνας, δεν είναι επειδή ο παππούς του ήταν απ’ τη Λήμνο και το DNA του το σωστό, αλλά επειδή έχει περάσει μερικά από τα χρόνια της νιότης του και της αθλητικής ακμής του εδώ, επειδή επίσης έχει επιλέξει να φοράει τη φανέλα της Εθνικής και να αγωνίζεται με τα χρώματά της.
– Όση πτώση κι αν έχει τα αρκετά τελευταία χρόνια, έχουμε ακόμη αξιοπρεπές μπάσκετ και σίγουρα το αγαπάμε πολύ ως λαός. Αλλά ο Γιάννης Αντετοκούμπο δεν είναι προϊόν του ελληνικού μπάσκετ. Το ελληνικό μπάσκετ δεν πρόλαβε να καταλάβει τι είχε στα χέρια του. Ούτε ο Νίκος Γκάλης ήταν προϊόν του ελληνικού μπάσκετ. Με την εξωπραγματική προσφορά και παρουσία του έκανε το αντίστροφο, έκανε το ελληνικό μπάσκετ προϊόν του. Ανοίγω παρένθεση: για τις διαφορές και τις ομοιότητες των δύο τους είχα γράψει ένα άλλο κειμενάκι εδώ. Κλείνω παρένθεση.
– Επιστρέφω. Πάντα θέλω να πηγαίνει καλά η Εθνική, έχοντας πολλά χρόνια να πάει καλά ένας λόγος παραπάνω, αλλά με τον Γιάννη μπροστάρη και κεντρικό της πρόσωπο, δύο λόγοι παραπάνω. Μπορεί να μην το πολυσυνειδητοποιούμε, μπορεί να κρύβεται πίσω από την προφάνειά του, αλλά αν τυχόν καταφέρναμε να πάμε καλά, μέσα στα πανηγύρια θα κοιτάζαμε τον συλλογικό εαυτό μας στον καθρέφτη και θα βλέπαμε να μας χαμογελά ένα φωτεινό κατάμαυρο πρόσωπο. Ο Γιάννης δεν εκπροσωπεί σκέτα την Ελλάδα, εκπροσωπεί την Ελλάδα του 21ου αιώνα, εκπροσωπεί την Ελλάδα που ήδη είναι και που γίνεται ολοένα και περισσότερο πολύχρωμη και που καμία δύναμη δεν μπορεί να ανατρέψει αυτή την πορεία, αυτό το μπόλιασμα, αυτή την μεταμόρφωση.
– Μια μεταμόρφωση που ποτέ δεν θα φτάσει βέβαια στα επίπεδα τα οποία τρέμει η γιαγιά της πρώτης παραγράφου. Αλλά αντί να τρέμει ποιων φυλών τα παιδιά θα καταλάβουν αύριο τη χώρα μας, ίσως στο πρόσωπο του Αντετοκούμπο διακρίνει πως ήδη υπάρχουν παιδιά που κατάλαβαν τη χώρα μας, την κατάλαβαν -δεν την κατέλαβαν, παιδιά που την κατάλαβαν και την αγάπησαν, ή ίσως υπάρχουν και πράγματα που δεν πολυκατάλαβαν και δεν πολυαγάπησαν, γιατί αν ένα χαρακτηριστικό έχει η πατρίδα σου είναι ότι δεν την επιλέγεις. Τα παιδιά της νέας πολύχρωμης Ελλάδας δεν επέλεξαν την πατρίδα τους, όπως ακριβώς κι εμείς δεν την επιλέξαμε. Αλλά σε αντίθεση με μας που δεν είχαμε επιλογή, ναι, σε ένα βαθμό την επέλεξαν κιόλας. Άρα αν είναι κάτι, είναι περισσότερο Έλληνες από μας.
– Να κοιτάξει το εγγόνι της και όλα τα εγγόνια και οι γονείς των εγγονιών και οι παππούδες των εγγονιών το πρόσωπό τους στον καθρέφτη και να το δουν μαύρο. Και να αστράψουν από περηφάνια και συγκίνηση. Θέλω να πάει καλά η Εθνική και για αυτή τη νέα, την μαύρη Ελλάδα.