Μακεδονία, τόπος αγαπητός μου, γεμάτος ιδιόλεκτα και προσχώσεις, καμάρωνα που με φιλοξενούσε παιδιόθεν. Μεγάλωσα σε μικτό περιβάλλον, με μπαχτσέ που είχε απ΄ολα τα μιλέτια. Έζησα αναμεσα σε ντόπιους τριών αστέρων και πρόσφυγες από πολλούς αστερισμούς. Υπηκοότητα ελληνική, βαφτισμένη ως Γραικία παγκοσμίως και Ρωμιοσύνη (με τον γνωστό καημό της). Εκ προγόνων, βλαχοπόντιος, ή πιο αναλυτικά, από κουμανομογλενίτες που έζησαν έναντι Μοριχόβου, γενιές άλλης βλαχιάς από την Ανδρωνία έως Αιγάνη και Λιτόχωρο, αμη και Χάλδους του Γκιουμούσχανε που έζησαν σε Σιβηρία και Οσετία πριν δεθούν στη Σαλονίκη, σε διαφόρων μετοικήσεων προσφυγιές.
Όλοι εθισμένοι και χωνεμένοι από τα σχολικά ελληνικά. Αλλά κανένα ιδιόλεκτο ή εθιμικό «αλλαχόθεν» δεν εξαφανίστηκε. Εβραίους και Αρμεναίους δεν γνώρισα πολλούς-είχαν δολοφονηθεί ή είχαν φύγει. Αλλά οι γειτονιές σε κωμοπόλεις και χωριά ήταν κατά διαλέκτους χαρακτηρισμένες. Αυτά που διάβαζα και αισθανόμουν δεν με μπέρδευαν, αλλά τα έβρισκα συμβατικά και κακώς εκφρασμένα. Κι όταν μπήκα στα βαθιά, σε πηγές και κιτάπια, τεφτέρια και μαρτυρίες, κατάλαβα πως ένας τρόπος να βγάζω άκρη, έστω ελλιπή, ήταν η εμβριθής καταγραφή των επωνύμων των ποδοσφαιριστών στις χαμηλές κατηγορίες που διάβαζα σε Δευτεριάτικα αθλητικά φύλλα και στήλες εφημερίδων. Διότι η Άλφα Εθνική κατηγορία, άντε και η Βήτα, είχαν παίκτες του κάθε τόπου, εμπλουτισμένους από μεταγραφές. Αλλά οι παρακατιανές κατηγορίες, με φιλάθλους που ξεροστάλιαζαν χωρίς κερκίδες και γκαζόν, πάνω σε καρότσες τρακτεριών και Ντάτσουν, δέχονταν ομάδες άλλων χωριών, από τα πέριξ, που πάλευαν να νικήσουν στην έδρα τους, και ενίοτε ανέχονταν τον πουλημένο διαιτητή ή έτρωγαν βρωμόξυλο στα εκτός έδρας. Τα επώνυμα των παικτών, ήταν σχετικά ασφαλής δείκτης της σκούφιας τους.
Οι αρχαιογνωστικές περιοδείες που ξεκίνησα πριν μισόν αιώνα και τις έκοψα μετά τριάντα χρόνων αυτοψίες, έρευνες και αναζητήσεις, μόνος ή με ακριβούς φίλους, μου άλλαξαν τον βίο, κυριολεκτικά. Κοιμήθηκα σε γύφτικα τσαντίρια, σε κάτι «ξενώνες» φιλότιμων κοινοταρχών, σε άδεια το καλοκαίρι σχολεία, και βέβαια, με μισή κουβέρτα σιδερώματος, σε πολλά έρημα τοπία, χαράδρες ή παραποτάμια λιβαδάκια. Σε τόπους αλλόγλωσσους, όπου ο κοινοτάρχης και ο χωροφύλακας, έκαναν μεταξύ τους παρέα, βολτάροντας ένοπλοι. Περνώντας από αντάρτικα, του εμφυλίου ηρώα, ακούγοντας πλήθος ιστορίες τα βράδια, για το πόσο τα χωριά ήταν μικρές Μόσχες ή άντρα ΜΑΥδων. Στις περισσότερες περιοδείες, παρέα με τον Σταμάτη Χονδρογιάννη, ήτοι τον Σβάρτσιχ , τουπίκλην Μαμάη, αλλά και άλλα συντρόφια. Στα πρώτα χρόνια, επί Χούντας, συχνά μας καμάκωναν χωροφύλακες, η ΤΕΑτζήδες ή και διάφορες στρατιωτικές μονάδες, όπου οι διάλογοι ήταν ζωντανοί και ζόρικοι. Προηγούνταν συστηματική βοσκή σε χάρτες και πηγές, και σχεδιάζαμε, αποτυπώναμε και χαρτογραφούσαμε το κάθε τι, κι ας νόμιζαν πως ήμασταν κάπηλοι κάθε είδους, ιδίως κυνηγοί θησαυρών.
Από εκείνην την περίοδο, η παραγωγή ποίησης ήταν το πιο απτό αποτέλεσμ .Και σενάρια, κάθε τύπου, πεζογραφικά, έως δοκιμές για οπερέτες και σενάρια. «Η μάνα του Αλέξανδρου» γράφτηκε των Φώτων του 1973 και τα «ποιήματα της Ρωμανίας» κάπου τότε. Έφτασα πολλές φορές πέραν των συνόρων,Τουρκία, Βουλγαρία και Σκόπια, για άσχετα ζητήματα, με το μάτι μόνιμα στραμμένο σε Στενά και κλεισούρες, σε οδεύσεις και σμίξεις ποταμών, σε ιερά αναθήματα και γλέντια με εντόπιους όπου βίωσα καημούς και μουσική, ντέρτια και αφόρητες κοινοτοπίες, που μαλάκωναν την αποξένωση.
Κι όταν ράγισε η Γιουγκοσλαβία, όλα αυτά έγιναν μια τριχωτή μπάλα, σαν αυτή που ξερνάνε τα γατιά.Η τρέχουσα Ιστορία, δίδασκε πως πολλοί πληθυσμοί ζούσαν έντονα την απώθηση, την άρνηση και έναν επιμένοντα καημό, αυτό που χαρακτήρισα ως «συναδέλφωση μετά το τρίτο τσίπουρο». Στα μιλέτια που συνάντησα, θα υπήρχε κάποιος ρητώς αυτονομιστής, αλλά και πλήθος παραπόνων που έβγαιναν από μια Διοίκηση της διαμαρτυρίας που λίγο απείχε από ξύρισμα με στομωμένο τσεκούρι.
Στη συζήτηση ή διαμάχη «για το όνομα», έλαβα μέρος με ένταση. Είχα καταλάβει πως στην Μακεδονία κατοικούσε η Ανασφάλεια και οι πωλούντες τοις μετρητοίς πατριδέμποροι, κάθε πατρίδας, εννοείται. Δεν ήταν φαντασιακό ζήτημα. Έως τη δική μας μεταπολίτευση, το χυμένο αίμα φώναζε, ουρλιάζοντας. Αλλά τα παληκάρια που μακελεύτηκαν από το τέλος του άλλου αιώνα, ήταν μισητοί γουρνομύτηδες σε μια χώρα και προτομές στεφανωμένες, σε μια άλλη. Δεν θα επιμείνω σε αυτά, μπορεί να τα περιγράψω σε άλλη ιερεμιάδα. Οι ενδιαφερόμενες περιοχές, προσπαθούσαν να επινοήσουν ένα Εθνικό Αφήγημα, ενώ ο μονόδρομος ήταν η Κοινωνική Χειραφέτηση. Δεν πραγματοποιήθηκε, παρά για το θεαθήναι σε όλες.
Ήταν δημοφιλής τακτική η πρόταση για διάφορα ονόματα που θα υποκαθιστούσαν το «Μακεδονία» εκτός ελληνικών συνόρων. Η αρχαιότητα έπαιζε πολύ, αλλά δεν βοηθούσε. Η μόνη περίοδος όπου η αρχαία Παιονία ονομάστηκε Macedonia Secunda η Salutaris, ήταν στον 4ο μΧ αιώνα,και βάστηξε το πολύ δύο αιώνες. Η «Μακεδονία» του Τίτο που πήρε την μορφή κρατικής οντότητας στηρίχτηκε από τα απόνερα της κατεχομένης από τον Άξονα Ευρώπης. Με μια προϊστορία που δεν υπερέβαινε τις δυο γενιές, και αφορμή έναν καταγέλαστο χάρτη, που πλάστηκε από «επιστήμονες» του κώλου, με τις γνωστές τρεις Μακεδονίες.
Ψάχνοντας, κατάλαβα τους βυζαντινούς που εξαγριώθηκαν, επειδή οι της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έστελναν ραβασάκια αποκαλώντας τους «Γραικούς». Κατάλαβα γιατί έλεγαν «Τρανσυλβανία» την Τρανσυλβανία: δεν επιθυμούσαν να κατοικείται παρά μόνον από δέντρα. Επίσης επινοήθηκε μια Υπεριορδανία αντί της Παλαιστίνης και μία Εξωτερική Μογγολία που ενίοτε επέμεναν πως λέγεται Μούκδεν. Η Μακεδονία του Τίτο, ήταν πάντως ομόσπονδο κράτος. Η Ελλάδα ψιλοείχε ένα ψιλοπροβληματάκι, αλλά έως το 1990. Η περιοχή λέγονταν Γιουγκοσλαβία. Και τέρμα. Εξάλλου ήταν τόσο ταχύς και συντονισμένος ο «αποβουλγαρισμός» της περιοχής, ώστε βόλευε στις τεχνικές του Ψυχρού Πολέμου. Η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν σοβιέτ, ήταν η ηρωίς της Αυτοδιαχείρισης και του Τζιλας που έθαβε τον Στάλιν. Μια χαρά.
Ένα καίριο σφάλμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν που δεν έγιναν δεκτές επιστροφές πολιτικών προσφύγων που είχαν δηλώσει «Μακεδόνες». Στην ουσία, αυτοί έγιναν, και τα παιδιά κι εγγόνια τους, οι φορείς μιας νέας πατρίδας. Διότι η τεχνική της συνύπαρξης θεωρούνταν συγκατοίκηση με αλλόφρονες. Οι άνθρωποι αυτοί, κατά την δική μας εκδοχή, έπαιξαν και έχασαν. Θα παρέμεναν άλυωτοι και άλυτοι, τυμπανιαίοι και ζόμπι, άχρι θανάτου. Αλλά μετά το φλερτ μας με τον Ζίφκοφ, το πολύ να τους ανεχόμασταν ως εαμοβούλγαρους. Εξάλλου δεν έλειψε ακόμη και σε αυτούς η επιστροφή των περιουσιών και η ουράνια σβήστρα της εχθρότητας.
Αυτά που έπραξαν ως αυτονομιστές στο φρόνημά μας, δεν συγκρίνεται με τους Ιρλανδούς που δεν συμπολέμησαν με τους Βρεττανούς στον Μεγάλο Πόλεμο, μήτε με τον Λεο Ντεγκρέλ και τις ναζιστικές του φάλαγγες στο Βέλγιο. Αλλά εκείνοι τα βρήκαν εντέλει, εμείς το παλεύουμε.
Μελέτησα πολύ τα έκδοχα και στο τέλος κατέληξα. Το όνομα και όχι η κοινωνία, κακώς μας απασχολούσε. Οι Βούλγαροι, πρώτοι πρώτοι είχαν αποδεχτεί την γεωγραφική Μακεδονία, αλλά δεν ήθελαν να ακούσουν για Μακεδόνες. Ακόμη το ίδιο πράττουν και έγιναν αποδέκτες μισού εκατομμυρίου αιτήσεων από τα Σκόπια, να θεωρηθούν Βούλγαροι. Αν κάναμε το ίδιο, οι αιτήσεις ανάκτησης της ελληνικής υπηκοότητας από τους γείτονες, θα ήταν διπλάσιες.
Εως το 1993 διαμόρφωσα μια άποψη που την έγραψα πολλάκις την ραδιοφώνησα και την υποστήριξα σε πολλές διαλέξεις, καλεσμένος από πρεσβείες έως και στρατιωτικές μονάδες, αλλά και κατ΄ιδίαν σε πλήθος ροφιάνους που δούλευαν σε μυστήρια κέντρα αποφάσεων, ενημερώνοντας και την πολιτική μας ηγεσία: αν ήθελαν να λέγονται Μακεδονία, έπρεπε να μας το ζητήσουν, ως κατόχους μιας ιδιοκτησίας. Είχαμε την ιδιοκτησία του ονόματος και τέρμα. Να έστελναν επίσημη αντιπροσωπεία και να μας έλεγαν: το κράτος μας πάει κατά διαόλου. Δώστε μας το ελληνικό όνομα της Μακεδονίας για να μη βαρέσουμε διάλυση. Αυτό, με αυτήν την διατύπωση. Οπότε, μήτε αλυτρωτισμοί, μήτε συντάγματα, μήτε τίποτε. Θα ‘ταν χρήστες ενός συμβολικού, μη εμπορικού σήματος, κατά παραχώρηση του κατέχοντος. Θα θέταμε πλήθος απαγορεύσεων. Μη τολμήσετε και βαφτίσετε προϊόν σας ως Μακεδονικό και πλήθος άλλα. Θα ήταν οι ενοικιαστές μας, και το κοπιράτι, τα ρόγιαλτις και τα τρέηντμαρκς, δικά μας. Θα ήταν «λίζιοι» κατά την βυζαντινή ορολογία, πρώτη μορφή του λήζινγκ.
Πέρασε καιρός με τριβές και δοκιμές εν φαντασία και λόγω, έκανα ένα χουνέρι στους Βούλγαρους ποιητές που μας κάλεσαν στο σπίτι του Λαμαρτίνου να διαβάσουμε με τον Μίμη Σουλιώτη ποιήματά μας εκεί, και σκεφτήκαμε να τα μεταφράσουμε, πονηρώς σκεπτόμενοι, στο εντόπικο ιδίωμα. Έπρεπε να βλέπατε τις αντιδράσεις τους. Στα αφτιά τους ηχούσαν οι στίχοι ωσάν δυσκολοπρόφερτο ιδίωμα που πάντα περιφρονούσαν. Έφτασαν να ομολογήσουν ότι φοβήθηκαν πως θα χάσουν το δικό τους εθνωτικό παιχνίδι.
Και τον Γκλιγκόρωφ, που συναντήσαμε λίγο αργότερα και συζητήσαμε σε μια μασκαρεμένη, τάχα πολιτιστική εκδήλωση και του το είπα, δήθεν αθώα και αχ εμείς οι αιθεροβάμονες λογοτέχνες τι σοφιζόμαστε υπέρ της Ειρήνης και του Αφοπλισμού, απάντησε απλώς «στα δύσκολα με βάζετε» και προτίμησε να επαναλάβει τα περί Σλαβομακεδονίας.
Διότι, Μακεδονία χωρίς αλύτρωτους και υπονοούμενα στο Σύνταγμά τους και το VMRO στα κάγκελα και στα καγκέλια, δηλαδή χωρίς συμφωνία των Πρεσπών κα erga omnes και μαλακίες στο πάτερο, με χαρτί που θα έγραφε με βούλες του ΟΗΕ και το λουρί της μάνας πως «Η Ελλάς παραχωρεί το ελληνικό όνομα της Μακεδονίας στην φίλη χώρα, αποκλειστικα για βάφτιση, αποκλειομένης κάθε άλλης χρήσης που παράγει λεφτά ή δόξα ή ξερωγώ» θα έβλεπαν πόσα απίδια έχει ο σάκκος.
Στα τελευταία, σκέφτηκα και κάτι άλλο, πιο ελκυστικό: αν επί 45 χρόνια ανεχόμασταν το όνομα Μακεδονία επειδή δεν είχε παρά ομοσπονδιακή εκπροσώπηση, θα το δεχτούμε πάλι, αρκεί το κράτος να γίνει και αυτό ομοσπονδιακό. Να υπάρξει δηλαδή μια Κεντροβαλκανική Δημοκρατία με ομόσπονδες περιοχές Αλβανών, Βλάχων, Σέρβων, Μακεδόνων και ό,τι άλλο. Πάντως όχι χώρα Μακεδονία.
Η γλώσσα είναι δευτερεύον ζήτημα. Αυτό που υπάρχει, δεν παριστάνεις πως δεν υπάρχει. Αλλά η ταυτότητα, η ιθαγένεια και η ιδιοσυντασία, συν ο αυτοπροσδιορισμός, είναι το ζουμί.
Όλα τα υπόλοιπα είναι ζήτημα ισονομίας, ισοπολιτείας και δημοκρατίας και να τα αφήσουν τα εύκολα μπερδεψομπούτικα οι τέως αριστεριστές και κεντριστές που ανακάλυψαν τον καπιταλισμό και ψάχνουν αμερικανάκια να κρεμαστούν.Και εσύ να μη βάζεις τα χέρια στις τσέπες όταν μιλάει ο άλλος. Στα Βαλκάνια γεννήθηκε η αληθής διαπραγμάτευση, η ετικέτα, το Εντερλέζι. Σεβάσου τουλάχιστον τον Ρήγα που στραγγαλίστηκε εκεί κοντά.