Μπορεί να ακούγεται τρελό αλλά τον πατέρα μου τον θυμάμαι από πολύ νωρίς. Και δεν είχα κανένα δικαίωμα. Τα βρέφη, κανονικά, δεν θυμούνται. Αλλά τον πρωτοείδα τότε. Ήμουν καθισμένος σε ένα ξύλινο θρονί, με γιογιό και μπροστά μου ένα χοντρό σύρμα με χρωματιστά κύκλια, ξύλινα, λίγο μεγαλύτερα από ένα αριθμητήριο. Για να παίζω, υποτίθεται. Σε έναν ξυλόπηκτο όροφο σε δωμάτιο άδειο σχεδόν, αφώτιστο και μπροστά μου μια ανοιχτή πόρτα, απ΄οπου και το φως. ‘Ηταν τέλος καλοκαιριού του 1948 -το πολύ να αρκούδιζα. Ήταν ένα σπίτι γεμάτο γυναίκες, τουλάχιστον τρεις. Και η πόρτα, εκεί, να μπαίνει το φως. Από κάπου αορίστως δεξιά, στο δωμάτιο, ανέβλυζε μια σκάλα. Ξύλινη, έτριζε. Στο βάθος της σκάλας, η εξώθυρα, απ΄όπου μπαινόβγαιναν οι τρεις γυναίκες. Η Μεντιχία, η Αφέντρα και η Λιολιώ.
Η Μεντιχία μας νοίκιαζε το σπίτι. Σ΄ένα κατηφορικό δρομάκι, λίγο πάνω από το ΠΙΚΠΑ. Η Αφέντρα ήταν η γιαγιά μου και με φύλαγε όταν η μάνα μου η Λιολιώ ήταν στο σχολείο. Τη δροσερή της φωνή την αναγνώριζα, επειδή δεν έκανε τσιριτσίρι τσιριτρό, σαν τα σπουργίτια, αλλά κελάρυζε σε αρμονία με το νεράκι της γούρνας στην αυλή όπου έπιναν και φτεροκοπούσαν τα πετεινά. Αλλά τότε δεν ήξερα για τη σκάλα. Την έμαθα έπειτα, στο μπουσούλημα, οπότε και την είδα τη μάνα μου να μου χαμογελάει στην εξώθυρα και κατρακύλησα από την σκάλα και με πήρε στην αγκάλη της.
Αλλά η πόρτα στο χαγιάτι ήταν ορθάνοιχτη και φωτεινή. Αυτήν ήξερα, αυτήν κοίταζα έως τότε. Και μία ημέρα, η πόρτα σκοτείνιασε και ένα σώμα κόντρα στο φως διαγράφηκε. Ήταν ένας άντρας με στολή, με το πηλίκιο στη μασχάλη και μου γελούσε. Τρόμαξα και έκλαψα. Αυτός ήταν γελαστός και δεν βιάστηκε να μπει, να με αγκαλιάσει. Απεναντίας, με τράβηξε μια φωτογραφία που υπάρχει ακόμη.
Δεν τον φοβόμουνα, αλλά ήταν ο Άλλος. Ο Θοδωρής της Λιολιώς. Άργησα πολύ να καταλάβω τις κουβέντες τους. Όταν έδειχναν δόντια, γελούσαν και ήταν καλά. Όταν σιγοψιθύριζαν, ανησυχούσα. Ο πατέρας μου με πλησίαζε με καλή διάθεση και άκουγα μαλακούς, χαϊδευτικούς φθόγγους που δεν μπορούσα να ερμηνεύσω. Ήταν μονίμως ηλιοκαμμένος, με μαύρο κεφάλι και βραχίονες, και όπου αλλού, ήταν λευκός και μαλακός. Από τότε που ήρθε, αντί για το θρονί, με έβαζαν να κάθομαι στο πομπέ χρυσίζον ντιβάνι να κρατάω ένα πάνινο ναυτάκι γεμισμένο με άχυρο που το έλεγαν Μπούμπη. Μόλις κατάφερα να περπατήσω (έπεφτα συχνά με το κεφάλι, αλλά δεν πονούσα) έφτασα έως τη στέρνα και έπνιξα τον Μπούμπη στο νερό. Δεν θυμάμαι αν τον θάψαμε.
Μου διηγήθηκαν πως εκείνον τον καιρό, ήρθαν αντάρτες στα Γιαννιτσά και έστησαν χοροστάσι στο κέντρο και ο Θοδωρής πριν ανεβεί σε μια ταράτσα για να στήσει οπλοπολυβόλο, πήρε την Λιολιώ κι εμένα και μας πήγε στον τσαγκάρη τον Τσιρίζο που ήταν κομμουνιστής και τον παρακάλεσε να μας κρύψει στο υπόγειό του, καθώς οι αντάρτες μάζευαν τα παιδιά. Έτσι και έγινε. Ακούστηκαν ερπύστριες από τον Φόρο και έφυγαν.
Παραμύθια δεν άκουσα ποτέ. Αλλά έμαθα από τον ίδιο όλα τα στρατηγήματα του Μιλτιάδη και τον Αλέξανδρο στον Γρανικό και άλλα πολεμικά. Έως το 1949, όλο τέτοια. Κατέγραφα όλες τις αναμνήσεις του σχολαστικά έκτοτε, σε ένα λοβό που άφηνα επίτηδες αλειτούργητο, για να χωρέσουν όλα.
Μετά τριάντα χρόνια, έμαθα πως ήταν σοβαρά άρρωστος και ήμουν αλλού, οπότε ανάρπαστος πήρα ένα τσάρτερ που βάζανε σκαμνάκια στον διάδρομο και πήγα να τον δω στο Ιπποκράτειο. Ήταν Ιούνιος του 1979. Πρησμένος από τις κορτιζόνες, τα έλεγε με έναν παλιό του μαθητή, που ήταν δάσκαλος. Μιλήσαμε ώρα πολλή. Έπρεπε να φύγω πίσω να δώσω εξετάσεις στην Αθήνα για προσλήψεις αρχιτεκτόνων και μετά πίσω με το τσάρτερ να πάρω το χαρτί του αναστηλωτή στο Γιόρκ. Έπρεπε. Τίποτε δεν έπρεπε. Αλλά δεν ήξερα. Τίποτε δεν ήξερα. Εκτός από ένα: φεύγοντας από το νοσοκομείο, μου ζήτησε μια χάρη: να του διηγηθώ μια από τις πολλές ιστορίες που έλεγα. Πήρα ένα σκαμπό, χωρίς γιογιό και αριθμητήριο και του διηγήθηκα όλη τη Φυλλάδα, από τον Νεκτανεβώ έως την Βαβυλώνα. Μάργωσε, ευχαριστημένος. Παραμέρισα τα σωληνάκια, του φίλησα το χέρι και έφυγα.
Δεν τον ξαναείδα ζωντανό. Μαθαίνοντας πως ξεψυχάει, πήρα το κατρελάκι και κατέβηκα ολοταχώς διασχίζοντας την Ευρώπη, αλλά ανήμερα που πέρασα τα σύνορα, πρόλαβα μόνον λυωμένα κεριά στο σιδερένιο ντιβάνι που τον ξενύχτησαν πριν τον θάψουν. Με περίμενε με αδημονία, αλλά δεν τον πρόλαβα. Όταν ήταν παιδί και χαροπάλευε με τύφο, είδε στον ύπνο του μια σκοτεινή γυναίκα που του είπε πως θα πεθάνει Μεγάλη Παρασκευή. Έκτοτε έτρεμε τη Μεγάλη Εβδομάδα. Του είχα γράψει πριν ξεκινήσω πως πέρασε το Πασχα και να μη φοβάται. Αλλά τη μέρα που έσβησε διηγήθηκε στον αδερφάκο και στη μάνα μου, πως είδε την ίδια σκοτεινή γυναίκα και του είπε να ετοιμαστεί. Εκείνος της απάντησε πως με περιμένει από την ξενητειά. Τότε η γυναίκα άνοιξε την παλάμη της και του φανέρωσε κάτι ξυλάκια, κάτι αποτροπαϊκά και κάτι φυλαχτά και του είπε «βάστα τα αυτά επάνω σου και θα σε προλάβει». Κι εκείνος της είπε πως ποτέ στη ζωή του δεν στάθηκε προληπτικός και πως δεν θα τα δεχτεί. Και πέθανε. Ξημέρωνε της αγίας Παρασκευής του 1979.