Στους πέντε παρουσιαστές των κεντρικών δελτίων των ιδιωτικών καναλιών που θα συμμετείχαν στο debate της 1ης Ιουλίου, δεν θα συμπεριλαμβάνεται τελικά ο Νίκος Χατζηνικολάου, ο οποίος δήλωσε ότι διαφωνεί με τους όρους διεξαγωγής του, καταγγέλλοντας διαδικασία παράλληλων μονολόγων. Μπορεί να εικάσει κανείς ότι η ένσταση του καλού δημοσιογράφου δεν έχει να κάνει τόσο με τους μονολόγους, όσο με το ότι αυτοί θα είναι παράλληλοι, καθώς όταν οι μονόλογοι δεν κινούνται παράλληλα με άλλους αλλά είναι αποκλειστικοί, όπως π.χ. η συνέντευξη του Βαγγέλη Μαρινάκη προ δύο μηνών στον ίδιο, έχουν άλλη γλύκα, όντας περιβεβλημένοι με άλλου τύπου δεοντολογική πατίνα.
Αλλά ας στρέψουμε το βλέμμα μας εκεί που θα έπρεπε: από τον ένα από τους πέντε παρουσιαστές, στους ένα από τους πέντε πολιτικούς αρχηγούς που θα συμμετάσχουν. Ο σεναριογράφος της πολιτικής ζωής του Βασίλη Λεβέντη του επιφυλάσσει με τη σύνθεση του debate το ιδανικό φινάλε. Κανείς άλλος παρείσακτος. Ούτε Θεοδωράκης, ούτε Καμμένος, ούτε Βελόπουλος, ούτε Βαρουφάκης. Μόνο ενήλικοι στο δωμάτιο. Μόνο οι αρχηγοί των τεσσάρων παραδοσιακών κομμάτων και ιδεολογικών χώρων της Μεταπολίτευσης, της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ, αρχηγοί που αποτελούν έναν κρίκο στην αλυσίδα, και μαζί τους ο αρχηγός της Ένωσης Κεντρώων, ένας αρχηγός που αποτέλεσε κρίκο στην αλυσίδα της παλιάς Ένωσης Κέντρου μόνο στο μυαλό του, ένας αρχηγός που δεν εκπροσωπεί ουσιαστικά κανένα κόμμα, ένας αρχηγός που το κόμμα εκπροσωπεί τον ίδιο, τον ίδιο που αποτέλεσε το πόστερ μπόι της γραφικότητας για δεκαετίες, τον ίδιο που για δεκαετίες λογιζόταν λιγότερο για γραφικός πολιτικός και περισσότερο για σκέτα γραφικός που παριστάνει τον πολιτικό, την ώρα που όλη η πλάση τον τρολάρει (κι ας μην είχε εφευρεθεί τις συγκεκριμένες δεκαετίες η λέξη).
Στην εκτός συγκλονιστικού απροόπτου τελευταία του εμφάνιση στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας, ο Βασίλης Λεβέντης αξιώνεται την υπέρτατη αξίωση. Κλείνει με τον πιο λαμπρό, με τον πιο ταιριαστό τρόπο, αυτή η μυθική του μετάβαση από το δωμάτιο των παιδιών και των τρελών στο δωμάτιο των ενηλίκων και των σοβαρών. Κανονικά θα έπρεπε μετά τις επερχόμενες εκλογές να κρεμάσει τα πολιτικά του γάντια και να αποσυρθεί ως θριαμβευτής. Όχι ως νικητής, αφού δεν θα έχει ξαναμπεί στη Βουλή, αλλά ως κάτι πολύ περισσότερο από πρόσκαιρος νικητής ή πρόσκαιρος χαμένος, ως θριαμβευτής, ως θρύλος, ως ο άνθρωπος που δεν είδε απλά το όνειρό του να γίνεται για μια τετραετία πραγματικότητα, ως ο άνθρωπος που είδε να γίνεται για μια τετραετία πραγματικότητα ένα όνειρο λοιδορούμενο πανταχόθεν για τόσο ατέλειωτα πολύ καιρό.
Κανονικά αυτό θα έπρεπε να κάνει, αλλά αν το κάνει θα είναι προδοσία του ίδιου του εαυτού, θα είναι σαν να αναιρεί την αδιαπραγμάτευτη συνέπεια μιας πορείας ζωής, αν το κάνει θα είναι σαν να ξεπουλάει όλα όσα έκαναν τον Βασίλη Λεβέντη να είναι ο Βασίλης Λεβέντης. Όχι, πρέπει να επιστρέψει στην τηλεόραση, πρέπει να επιστρέψει στις μικρές ώρες μικρών καναλιών, πρέπει να επιστρέψει στις κατηχήσεις του, πρέπει να επιστρέψει σε τηλέφωνα με τον κόσμο, πρέπει να επιστρέψει στις ρίζες του, εντελώς ιδεατά πρέπει να επιστρέψει στον καιρό της πρώιμης δόξας του και να αρχίσει να μοιράζει πάλι φάσκελα και καρκίνους, εγκαλώντας τα ζώα που δεν τον ψήφισαν (άλλωστε στο τελευταίο δεν είναι και ακριβώς μόνος από τις ευρωεκλογές και μετά).
Το ευρύτερο ερώτημα όμως που βάζει η περίπτωση του Βασίλη Λεβέντη είναι άλλο: τι συμβαίνει άραγε στην ζωή σου, όταν δεις το πιο μεγάλο σου όνειρο να γίνεται πραγματικότητα; Τι συμβαίνει άραγε, αν ξημερώσει μια μέρα που δεις ότι έχεις όλα όσα ήθελες; Αρχίζεις μετά από πολύ λίγο να θέλεις κι άλλα; Να θέλεις π.χ. οικουμενικές κυβερνήσεις στις οποίες θα συμμετέχεις; Βρίσκει τρόπο το ανικανοποίητο να πάρει κεφάλι ακόμη και σε σκηνικά υπέρτατης ικανοποίησης; Είναι κατασκευαστικό ελάττωμα του ανθρώπου να θέλει πάντα το πιο πολύ, το πιο πολύ, το πιο πολύ;
Ή συμβαίνει μήπως κάτι πιο ύπουλο; Ξεδιψάει μεν ο άνθρωπος, νιώθει πλήρωση μεν ο άνθρωπος, δεν είναι ένα άπληστο ζώο πλασμένο να σκιαμαχεί αέναα ο άνθρωπος, αλλά την ίδια ώρα είναι μια πλήρωση που σχετικοποιείται μέσα του, μια πλήρωση που δεν μπορεί να αποτελεί κάτι το απόλυτο πλέον, αφού απόλυτο μπορεί να είναι κάτι μόνο όσο παραμένει στο στάδιο του ανεκπλήρωτου; «Πως είσαι;» «Ε, καλά μωρέ, όπως τα ξέρεις, τα ίδια πάνω – κάτω. Υπέροχα είναι. Τι να κάνουμε, έτσι είναι αυτά. Τα δικά σου;»