Προοίμιο για το σινάφι
‘Οταν μου γεννιέται μια συγγραφική ιδέα (διότι οι ποιητικές εξαδέρφες τους, πέφτουν ως μετεωρίτισσες από τον ουρανό) για να μη χαθώ στην λεξιλαγνεία και στα φούμαρα, ακολουθώ πιστά εικόνες. Είτε αλλωνών είτε αυτοσχέδιες.
Στην περίπτωση του νεοελληνικού spleen, τηρώ τον ίδιο κανόνα που οι φροντιστές ακολουθούν, προκειμένου να βαφτίσουν «Σώς» (και όχι Ές όου ές) ένα θέμα που «μάλλον θα πέσει». Πρέπει να έχει ξαναπέσει, υπό παραλλαγές και στο παρελθόν, να είναι σε θέση να το κατανοήσουν οι διορθωτές των γραπτών και να μπορεί, υπό προϋποθέσεις να γίνει σκονάκι στο σώμα, στα ρούχα ή στον εγκέφαλο των υποψηφίων.
Στο φλέγον θέμα των «σκανδάλων» που είναι «Σως» διαχρονικώς και πέφτει συχνά, ωσάν πεντάρης σεισμός στην κοινωνία, ξεκινάω πάντοτε επιδερμικά. Επειδή ξέρω πως εκεί, στο δέρμα θα παραμείνει, κι εκεί θα φουντώσει, ως έγκαυμα ή βιτριόλι, και πως ουδέποτε θα διερευνηθεί αν από μέσα δουλεύει συρίγγιο, εσωτερική αιμορραγία ή άλλο τι εκ του σωματικού βυθού.
Το άρμα Δαρείου
Όταν προκύπτει Novartis η Siemens, λαχνοί λαϊκού λαχείου κρυμμένοι πονηρά σε χουφτίτσες παιδιών από οργανοτροφεία, εξασκημένων (συνέβη κι αυτό), αραχνιασμένες υποθέσεις που «ξεχνιούνται» άνευ υπογραφής σε επιδραστικά υπηρεσιακά γραφεία, κινητοποιήσεις ομάδων για να σωθεί ο πλανήτης ή το Σινιάτσικον όρος, μεθοδεύσεις λυσσωδώς αντιμαχομένων ομάδων που τα έχουν βρει στο παρασκήνιο και δουλεύουν την κοινωνία, είναι θεσμός, ιερός Κανόνας και θέσφατο να υπάρξει το φαινόμενο «Το άρμα του Δαρείου».
Άρμα Δαρείου καλείται η ένοπλος σύναξις των Ικανάτων, πέριξ του άρματος του Μεγάλου Βασιλέως ώστε ο μεγαλέξανδρος της εποχής να χασομερήσει «βγάζοντας με αγκούσα πολλές σηκωταριές» (στίχος του Μίμη Σουλιώτη) και ο Αυθέντης να διασωθεί.
Στην σύγχρονη εποχή, αυτό το ξεκάρφωμα, λέγεται πολιτικές ευθύνες. Αυτές αναζητούμε, σε αυτές επικεντρωνόμαστε, υπό την μάλλον ασύστατη πεποίθηση πως οι πολιτικοί κατευθύνουν τα πάντα. Και μόλις τον εντοπίσουμε τον κιαρατά, ευθύς τον κάνουμε άρθρο, μουρμούρα και ταυτόχρονα μια ανακούφισις μας διέπει.
Και προς Θεού, μη αρχίσετε το σορολόπι πως υποστηρίζω ότι δεν υπάρχουν πολιτικές ευθύνες. Αλλά σπανιότατα εκπηγάζουν τα σκάνδαλα από αυτές.
Είναι κάτι βαρύτερο αυτό που τις ωθεί στη βασκανία αυτή. Την δήθεν διαχείριση του τίποτε. Την ένταξη στους παράλογα σύνθετους χαρακτήρες των πινάκων του Ιερώνυμου Μπος.
Δεν είναι θέμα ηθικής ή ανάγκης.
Ανοίγω λοιπόν για χάρη σας την μια κουρτίνα από τις τρεις, ελπίζοντας να μη πέσουμε σε ζονγκ.
Καλώς ορίσατε στην Νεβερλάνδη.
Η Νεβερλάνδη
Δεν υπάρχει μαρτυρημένος Μεσσίας, προφήτης ή Αρχηγός που δεν λούστηκε την καταλαλιά και την αμφισβήτηση. Ακόμη και εκείνος που ετάφη ενδόξως, κάποια στιγμή στην ανακομιδή πλημμύρισαν οι πενθούντες με ένα ασκέρι νυχτερίδων ή κατσαρίδων.
Η πίεση υπάρχει εκ των κάτω. Από εκεί και οι παράξενες σιωπές που αποδίδονται σε ιστούς αράχνης που εμποδίζουν την επικοινωνία.
Αν η Novartis κατέληξε στην υπόδειξη πρωταιτίων, ή θα καταλήξει εκεί, είναι επειδή, όλες οι νοβάρτεις του ντουνιά, δωροδοκούν γιατρούς. Κανένας δεν θίγει το ζήτημα των χιλιάδων μηχανικών που δέχονται να εισπράττουν το ΦΠΑ που αναλογεί στα υλικά που προτείνουν. Κανένας δεν θίγει τους χιλιάδες εκπαιδευτικούς που αναδέχονται να συστήνουν βιβλία, βοηθήματα και υλικό που τους έχουν προτείνει έναντι ανταλλαγμάτων. Κανένας φροντιστής κατ΄επάγγελμα δεν βγάζει κιχ για τους παιδαγωγούς που φροντιστηριάζουν τους μαθητές τους. Κανένας αγρότης δεν καταγγέλλει διπλά τιμολόγια και δελτία αποστολής, κανένας δεν λέει όχι στα βελτιωτικά τροφής, στα λιπάσματα και στα φάρμακα, στην διανομή των αποσυρμένων φρούτων προς μια γκρίζα αγορά, στον γύψο και στους βρεμμένους στόκους που αυξαίνουν τις παραδοτέες ποσότητες βαμβακιού στα εκκοκιστήρια.
Σε άλλη διάσταση, κανένας δεν θα ψάξει ποτέ πόσοι εθελοντές πληρώνονται «για να θέλουν», ποια είναι τα μονοπάτια που εξάπτουν τον οίστρο των φιλανθρώπων και των χορηγών α γκαλιά με διοργανωτές εκδηλώσεων, βραβεύσεων και επικοινωνιακής υποστήριξης. Και το ποσό που ξοδεύουν οι δήμοι για τα «κοινωνικά» τους παντοπωλεία, ιατρεία και άλλα ευαγή, εννοώ το πόθεν έσχες τους. Και το γιατί τόσο πολλοί καλούνται ασταμάτητα να φιλοτιμηθούν για να δώσουν το οβολό τους υπέρ των απόρων, των παιδιών, των ανηκέστως ταλαιπωρημένων, αρτύοντας άγνωστα προσφάγια και υπό την αειφόρον διοίκησιν κάποιων αλληλέγγυων προς την κοινωνία που την μετέτρεψαν σε κωλοχτύπα και χταπόδι που άφρισε στον βράχο.
Και βέβαια, πως ξοδεύεται το δημόσιο χρήμα, όχι με μια αίσθηση νοικοκυρέματος ή επενδυτική (τρομάρα μας) αλλά από τις διαρροές που προκαλεί η ένσταση, η προσφυγή και η επιστροφή μισθών, δαπανών και άλλων εξωτικών, την ώρα που τα περισσεύματα μας έχουν γονατίσει. Ποιος νουνός και ποιος κουμπάρος είχε το θράσος να μετατρέψει το Σύνταγμα σε πυραμίδα οροφής ανώτατων μισθών, που κάθε τόσο απαιτούνται, με την βούλα του Νόμου ως αδίκως μη καταβληθέντα; Ποιος έκανε τον Αυτιά εκπρόσωπο των αδικημένων;
Πότε γεννήθηκε η έκφραση «κατόπιν ενεργειών μου», μια έκφραση για τα σίδερα; Πόσες φορές ακούστηκε από λογιστή η έκφραση «κάτι θα σκεφτώ να το καλύψω»;
Γνωμάτευση
Για αυτούς που θα αναρωτηθούν αν πρόκειται περί αρρώστειας και αν υπάρχει γιατρειά, παρόλο που αναφέρομαι σε εσωτερικά τραύματα ή δυσανεξίες, νομίζω πως όσο βαθέως και αν βρίσκονται αυτά τα ζητήματα, έχουν επιπτώσεις μόνον στην επιδερμίδα, δηλαδή αφού εκδηλωθούν. Παρομοίως όπως το πετρέλαιο δεν επιδρά όσο είναι φυλακισμένο στους υπόγειους κοιτώνες του, αλλά εισπράττουμε τις όποιες επιπτώσεις του, όταν αντλείται.
Για μένα, μοιάζει με ευλογιά ή με ανεμοβλογιά όταν δεν είναι πολύ δραστική. Μόλυνση, πυρετός, εξανθήματα, από παλιά την αντιμετώπιζαν επιθέτοντας μια ηπιότερη ευλογιά στους ασθενείς. Αλλά παραμένει παρομοίωση. Διότι οι βλογιοκομμένοι δεν είναι πια της μόδας και καλύπτονται με μπατανάδες και κονσίλερ. Κι ενώ δεν απασχολεί, παρά ελάχιστα την ιατρική, εξακολουθεί να είναι ο κύριος λόγος του συμπτώματος «εξαφανιζόλ» στην πολιτική οικογένεια.
Θεραπεία κατά περίπτωση
Αυτή η πάθηση δεν εξαφανίζεται με μαζικό εμβολιασμό όπως συνέβη με την μολυσματική αδελφούλα της. Καθώς ενδημεί σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, συνήθως υπάρχει κάποια ανακούφιση όταν οι βλογιοκομμένοι γίνονται μόδα που δεν ενοχλεί, καθώς το γενικευμένο αμάρτημα (αλλ΄αυτό το ξέρετε ήδη) δεν θεωρείται αμάρτημα όταν εφαρμόζεται από συντριπτικές πλειοψηφίες. Ιδίως η διαφθορά δεν είναι οικονομικού χαρακτήρα, οπότε βαφτίζεται ιδιοπροσωπεία, αίσθηση κοινής μοίρας, ιδιόλεκτο ή «έτσι τα βρήκαμε» ή «περάσαμε τουρκοκρατία και όχι διαφωτισμό, γαμώτη μου».
Με τον τρόπο αυτόν, μπορεί άνετα να σταυρώσει η κοινωνία όποιον αμφισβητεί το κρυφό σχολειό, αλλά ποτέ δεν θα ενοχληθεί αν μια υπηρεσία δέχεται μίζες που πάντως, κατανέμει δίκαια και αναλογικώς, μεταξύ κομμάτων, προϊσταμένων, τμηματαρχών και στελεχών, περιλαμβανομένου και του φωτοτύπατζη. Η ίδια στοργική αγκάλη νοσταλγεί τις σμπόμπες, τις δεύτερες δουλειές, τα έγγραφα που παραμένουν ανενεργά και αλατισμένα στην άλμη,όσο δεν χρεώνονται με ρήτρα προθεσμίας. Είναι πλέον τμήμα της αξέχαστης αποκριάς, του αξέχαστου χτες, του δουλέματος των παλιοσειρών έναντι των ψαρωμένων. Τυπικό παράδειγμα, αυτό που παραδίδει ο αποθηκάριος-παλιοσειρά, στον ψάρακλα που κατουριέται στα βρακιά του. Όλοι ξέρουν τι υπάρχει αποθηκευμένο, αλλά θα υπογράψει κι αυτά που δεν υπάρχουν εκεί από τον καιρό της Κορέας.
Σε άλλα κράτη, επικρατεί ένας ιδιότυπος δεκατισμός. Ο συλληφθείς να κλέπτει οπώρας, αυτοκτονεί ή διασύρεται πάντα σε μειωμένο ποσοστό, ιδίως αν δεν αποδέχεται τη μοιρασιά και είναι βλάκας η μοναχοφάης. Αλλού εκτελούνται αμέσως, αλλά προφανώς δειγματοληπτικά. Αλλά στην Ελλάδα, οι αυτοκτόνοι από ντροπή, είναι λιγότεροι κι από ρυτίδες στο μάγουλο μιας μποτοξιανής κυρίας.
Μερικά αυτοκίνητα έχουν «κόφτη». Αυτός ο πατριωτικός κόφτης κοντεύει να μας αλαλιάσει και είναι η απόπνιξή μας μέσα σε έναν δαίδαλο Νόμων και εγκυκλίων που από καιρό περιέχουν περισσότερα αλφαριθμητικά σύμβολα παρά λέξεις κατανοητές. Κι ενώ ξεροσταλιάζουμε έξω από την Θύρα της Κάθαρσης, την καταπολέμηση της Διαφθοράς και άλλα, εμψυχωτικά, καθώς και τις καλογραμμένες ή σόλοικες κατηγορίες κατά πάντων και δια πάντα, αισθανόμαστε χαμένοι στη λεπτομέρεια, στα «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί» και παρόμοια δυναστευτικά.
Κατακλείδα
Διηγούνται, οι επιζήσαντες της δεκαετίας του 30, το θέαμα που παρουσίαζαν οι Έλληνες όταν ντύνονταν με τη βοήθεια της Ούνρα. Με ποικιλόχρωμα και παράταιρα ντυσίματα, περασμένα από κλίβανο, όπως ένα πλήθος μιας πόλης που αλώθηκε και ληστεύτηκε, από κάποιον μεσαιωνικό τραγωδό που δεν θυμάμαι πια.
Γι’ αυτό και όταν μου γεννιέται μια συγγραφική ιδέα (διότι οι ποιητικές εξαδέρφες τους, πέφτουν ως μετεωρίτισσες από τον ουρανό) για να μη χαθώ στην λεξιλαγνεία και στα φούμαρα, ακολουθώ πιστά εικόνες. Είτε αλλωνών είτε αυτοσχέδιες.
Απαραίτητη σημείωση:
Για τη σύνταξη του παρόντος, δεν βασανίστηκαν ζώα, δεν αναφέρθηκε υπόνοια παιδικής Μούσας, ενώ δηλώνεται πως τα αναφερόμενα πρόσωπα ή οι σκεπτομορφές τους, δεν υπονοούν κάποια γενικευμένη κατάσταση πραγμάτων, πράξεων ή συλλογικοτήτων, αλλά πως τα πρόσωπα που αναγράφονται αποτελούν μια ελάχιστη μειοψηφία ατόμων, που με κανένα τρόπο δεν εκφράζουν την γενική εικόνα και συμπεριφορά του τιμημένου λαού μας, των ηγητόρων και των θεσμικών μας αμυντικών και σωστικών μηχανισμών.
Διότι ένα κυτίο μαύρου χρώματος δεν ξανοίγει όταν του προσθέτεις ένα φλυτζάνι λευκού και για να αρχίσει να γκριζάρει θέλει πολλαπλάσια ποσότητα από το μαύρο.