Η εικόνα του πατέρα μας -αυτός ο ένας και μοναδικός πατέρας, το ενικό σύμπαν- δεν υπάρχει. Ένα σύνταγμα πολλαπλών εικόνων συνθέτουν το καλειδοσκόπιο της κεντρικής, γνοφώδους αγνωσίας του. Μόλις με την πρόοδο του χρόνου εξαχνωθεί η πρώτη σωματική μνήμη του, η άδολη και άφατη, η χωρίς άλλοθι μουσική εγγύτητα νοήματος, γεννιέται επί τόπου ένας άμορφος μα ζωντανός κόσμος μυστηρίων που απωθούν το φως και όπως ο μαγεμένος αυλός γρηγορούν σαν τον ανθρωπομορφισμό των ζώων στα παραμύθια παραμένοντας δυνατότητα και περιμένοντας το άγγιγμα που θα γυρίσει σε μουσική τη σιωπή τους. Καθεμιά από τις εικόνες αντιστοιχεί σε ένα στάδιο της αυτογνωσίας μας, με άλλους λόγους τής ρευστής και ασχημάτιστης αυτοπροσωπογραφίας μας. Είναι οι αναβαθμοί μιας γνώσης εμπειρικής που τελείται σωρευτικά ενώ καταρρέει κάθε τόσο μέσα στον νιφετό της άγνοιας, την παγερή αδιαφορία της λογικής, τα πυκνά νέφη των ιδεολογικών και πολιτισμικών κατασκευών, την ανταρσία των συναισθημάτων, ή την αισθησιοκρατία των ονειρικών υποστάσεων. Σε κάθε αναβαθμό, μάς συμπαραστέκονται οι άγγελοι των αισθηματικών προκαταλήψεων· τα σεραφείμ της ηθικής και κοινωνικής ευταξίας· μας επιτηρούν τα χερουβείμ της ιδεολογικής μυθοπλασίας, οι δαίμονες της Ιστορίας· τα θρησκευτικά ταμπού της ιερότητας και της ύβρης· οι αρχέγονες λάμιες των φονικών ενστίκτων αυτοσυντήρησης και διαδοχής στην εξουσία με αντιποίηση των ρόλων. Όλα αυτά εσωτερικευμένα ή όχι, σε βαθμό διακριτό ή όχι. Όντας πιθανότατα η πρώτη μορφή δεσποτικής εξουσίας και η πρώτη υποψία αρσενικού βιβλικού θεού που βαραίνει επάνω μας σα βραχνάς (δεν ξέρω πόσοι συνάνθρωποι θα έβαζαν στη θέση αυτή τη μάνα τους -εγώ όχι, μέχρι την εφηβεία), αποκομμένη μέχρι βαθιά στην ωριμότητα από κάθε καταγωγική συνείδηση (αν υπάρχει τέτοια), συγκεντρώνει όλα τα καταπιεστικά χαρακτηριστικά της· συμπυκνωμένη όλη την άξενη αυστηρότητα και τεκνοφαγία της, που ασφαλώς ποικίλλεται κατά καιρούς από αστραπές ανεξήγητης και σχεδόν επίφοβης ιδιότροπης ευδοκίας, πολύτιμα αμέριμνα ξέφωτα προστατευτικής καλοσύνης -άλλο υπερβατικό, θεϊκό χαρακτηριστικό αυτό- όπως θα κατασταλάξουν αργότερα στην πολιτισμένη, βλέπε πολιτική, συγκρότησή μας για να συνθέσουν καμία ή πολλαπλές πατρικές εικόνες στο αχανές, και ρευστότερο και από τον ίδιο το χρόνο, εργοτάξιο της προσωπικής συνείδησης και μνήμης. Κάτι ανάμεσα σε ιστορική αγιογραφία (όπου όμως στον ισοπεδωμένο χρυσό κάμπο έχουν απορροφηθεί τα ταξικά χαρακτηριστικά και ακόμη και τα εθνικά και τα έμφυλα και τα φιλμικά πρότυπα για να προβληθεί ανάγλυφα και λατρευτικά η σύνθετη πατρική φυσιογνωσία και, ανάλογα με τις ειδικότερες υιικές κλίσεις, πέφτει συνεχώς ραγδαία βροχή λογοτεχνικών προτύπων και ρόλων)· σε, ιστορική και πάλι, εικονιστική ρωμαϊκή προτομή όπου ο ρεαλισμός των χαρακτηριστικών είναι στρατευμένος στην αποτύπωση των πλεγμάτων και των ευσήμων συμμετοχής στην ταξική φοροδοτική ρωμαϊκή πολιτεία· σε ανιστορικό, και ανιστόρητο, άγαλμα ιδανικού ελληνικού κάλλους, όπου η μορφοπλαστική όρεξη εικόνισε το πάνθεο ενός άτοπου και άχρονου αρετολόγιου· σε παιάνα ρέμπελου ρομαντικού ήρωα δεκάτου ενάτου αιώνα μέχρι Τσε Γκεβάρα του εικοστού -όλο το φάσμα-, ελεγεία ανθρωπάκου συντριμμένου από τον μεγαθηριακό καπιταλισμό, καρικατούρα δικτατορίσκου που πέφτει συνεχώς κάτω από το ύψος του ρόλου του, και πάει λέγοντας. Στην δαιδαλώδη αυτή διαδρομή εναλλάσσεται ένας ιλιγγιώδης αριθμός συνδυαστικών παραστατικών αποτυπώσεων. Ας πούμε η «λαϊκή», ή και αστική, «λεβεντιά λαϊκού παλικαριού ή αρχοντάνθρωπου», λιγότερο ή περισσότερο εγγράμματου μα ενστικτωδώς θυμοσοφού, πτωχού πλην με την περιουσία τού ιδιαιτέρου σωματικού ή ψυχικού κάλλους του, με φουστανέλα ή στρατιωτική στολή όλων των περιόδων της ελληνικής ιστορίας, ή πάλι με κουστούμι και γραβάτα ή χωρίς, μαχητή ακαταπόνητου του κοινωνικού αγώνα για το παιδί του και την οικογένεια ή και την πατρίδα σε όλες τις βαθμίδες του μισθωτού σωματικού ή πνευματικού μόχθου ή και της κληρονομικής εισοδηματικής αυτάρκειας άνευ μόχθου. Σα θέμα σχολικής έκθεσης ιδεών (τότε· τώρα λέγεται αλλιώς) το «Ο πατέρας μου» είναι η πρώτη εξουσιοδότηση που μας παρέχεται από το σχολικό κουρίκουλουμ να ψευστούμε ειλικρινώς και γραπτά συνθέτοντας με διάφορες χρηστομαθικές κωλοτούμπες το απίθανο πορτρέτο μιας σκιάς που αποτελείται από σκιώδη, άγνωστα -και προορισμένα να γίνουν μερικώς και ατελώς γνωστά- υλικά. Σαν προσχολικός ορισμός, διεκδικεί κάποτε την αυθεντικότητα της αδιαμεσολάβητης κλινικής παρατήρησης που αναζητεί την αναγνώριση της νόσου στα σωματικά συμπτώματα -ας πούμε στην οργάνωση της δράσης της αριστοτελικής πλοκής- και όχι στο χαρακτήρα του ασθενούς: «δουλεύει αλλά δεν μαγειρεύει, ούτε γεννάει» είναι η αινιγματική μεν, δραστική δε εικόνα και ορισμός του πατέρα από πεντάχρονο κοριτσάκι στα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Θα έπρεπε η μετά γνώσεως σύνθεση και ανασύνθεση ακόμα και της βιωματικής εικόνας του πατέρα να οικονομήσει τον συναισθηματικό της πλούτο χωρίς να αμελεί να συνυπολογίσει την καταγωγική της σχέση από την ιστορική εικόνα της πατρότητας όπως την εκφράζει το εκάστοτε ισχύον νομικό πλαίσιο -εδώ αρκεί να θυμηθούμε πως: το σύνολο των δικαιωμάτων της επιμέλειας των παιδιών κάποτε παραχωρούνταν κατ’ ουσίαν στον πατέρα σε περίπτωση χωρισμού· η αποκλειστική πατρική αρχηγία της οικογένειας, η «κεφαλή της οικογένειας», καταργήθηκε στην Ελλάδα μόλις το 1983 με τον μεταπολιτευτικό Παπανδρεϊκό νόμο-τομή του Νέου Οικογενειακού Δικαίου· ο ίδιος ριζοσπαστικός νόμος προπορευόμενος και αναλαμβάνοντας να ενηλικιώσει αποφασιστικά το δημόσιο αίσθημα το καθυστερημένο από πολιτικές και κοινωνικές ανεπάρκειες ακόμα και σήμερα, σαράντα σχεδόν χρόνια μετά, καθιέρωσε τον πολιτικό γάμο, κατάργησε την προίκα για τις γυναίκες και θέσπισε την αυτοδίκαιη επιστροφή της αυτομάτως και ατελώς, αν είχε δοθεί στο παρελθόν, ενώ εξίσωσε και για τα δυο φύλα το κατώτερο όριο ηλικίας για τέλεση γάμου στα 18 -ήταν τα 14 για τα κορίτσια και τα 18 για τα αγόρια- καθώς και τα κληρονομικά δικαιώματα των παιδιών που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονιών τους με εκείνα των παιδιών που γεννήθηκαν μετά από γάμο· καθιερώθηκε με αυτόν ο θεσμός της Κοινοκτημοσύνης στην περιουσία των συζύγων και το συναινετικό διαζύγιο· καταργήθηκε ο θεσμός της «Πατρικής Εξουσίας», καταργήθηκε η λέξη «εξουσία» «γιατί δεν είναι λέξη που ταιριάζει στον καθορισμό των σχέσεων γονιών με τα παιδιά τους», και αντικαταστάθηκε με τη «γονική μέριμνα», δηλαδή τη γονική φροντίδα που ασκείται και από τους δυο γονείς με αποκλειστικό γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του παιδιού -η Ελλάδα προπορεύεται κατά 6 χρόνια του αγγλικού «Νόμου περί τέκνων» του 1989 από τον οποίον εκπήγασε εκτός των άλλων ευεργεσιών το αξιοθαύμαστο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ίαν ΜακΓιούαν και η ομώνυμη, επίσης αξιοθαύμαστη κινηματογραφική ταινία. Ο εικοστός αιώνας, ο φονικότερος όλων των αιώνων, αιώνας φρικτών πολέμων με εκατόμβες θυμάτων, είναι και «ο αιώνας του παιδιού» και ο αιώνας του πρώτου αποφασιστικού κλονισμού της πατρικής εξουσίας. Ο αιώνας που υπέγραψε σε μυθικό βάθος τη ληξιαρχική πράξη οριστικού θανάτου του Αβραάμ και του Αγαμέμνονα και καταβαράθρωσε γελοιογραφικά κάθε δικτατορική πατερναλιστική εξουσία με τον «Δικτάτορα» του Τσάρλι Τσάπλιν. Η πολυδιάστατη σχέση μας με τον πατέρα μας είναι σχέση ιστορική κατά μείζονα λόγο παρά σχέση αίματος. Με άλλους λόγους σχέση που αποτελεί το ζητούμενο μιας δύσκολης και κάποτε αγωνιώδους κριτικής αναζήτησης που σπανίως -και αυτό είναι το τραγικό στοιχείο- εκπληρώνεται όσο εκείνος ζει. Το μόνο βέβαιο περιεχόμενο του αίματος είναι οι κληρονομικές ασθένειες. Όλος ο υπόλοιπος πλούτος είναι ο κοινωνικός μας συσχετισμός, η κοινή μας ζωή όσο κοινή είναι και όσο μπορεί να απομνημονευθεί στα κατάστιχα της μνήμης ώστε να αποδώσει μια συνεκτική κοινή βιωματική ιστορία -την ιστορία μας. Που, ασφαλώς, διαβαίνοντας όλη την κλίμακα των συναισθημάτων παραμένει, και οφείλει να αγωνιστεί να παραμείνει, στην καλύτερη εκδοχή της, μια ιστορία αμοιβαίας στοργής και αγάπης.