Πόσο είναι αδύνατο, μήτε και χρειάζεται, να μιλήσουμε απλά για τον πατέρα μας. Πόσο δεν πρέπει να διεκδικήσουμε αυτή τη χάρη. Πόσο ο τρόπος να μιλήσουμε γι’ αυτόν ή να τον σκεφτούμε πρέπει να παραμείνει αινιγματικός. Πόσο πρέπει να τιμήσουμε αυτό το αίνιγμα. Μόνο η μουσική ή η λογοτεχνία, μόνο η πυκνή γλώσσα της μεταφοράς μπορεί να μας δείξει το δρόμο που χάνεται ανάμεσα στα ξέφωτα και τις σκιές. Ένα ποίημα αποσιωπήσεων είναι ο πατέρας μας. Ο ποιητής του είναι «ένα παιδί που είναι και γέρος συγχρόνως και δεν καταλαβαίνει τι απέγιναν όλα τα ενδιάμεσα χρόνια» ακούγεται να λέει η Ελένα Έκνταλ, σε μια τρυφερή δίλεπτη εκδοχή νέκυιας δωματίου όπου κατ’ όναρ συνομιλεί καθ’ ύπαρ με τον πεθαμένο γιό της Όσκαρ (η μονωδία του βιολοντσέλου που την παρακολουθεί και συμπυκνώνει όλην την άφατην απορία του σπαραγμού του νεκρού που ο θάνατος άρπαξε από τον κόσμο των ζωντανών, είναι από το Αντάντε λέντο της Δεύτερης Σουίτας για σόλο τσέλο έργο 80 [σύνθεση του 1967] του Μπέντζαμιν Μπρίτεν). Και οι δυο τους πάνω απ’ όλα ηθοποιοί, ηθοποιοί στη σκηνή του ύπνου και του θανάτου, ηθοποιοί των ρόλων τους, στο ονειρόδραμα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν για την παιδική ηλικία, την πατρική και όλες τις εξουσίες, της φαντασίας συμπεριλαμβανομένης, το σπουδαίο κινηματογραφικό ποιητικό μυθιστόρημα «Φάνη και Αλέξανδρος».
Αλλιώς καλύτερα να περιοριστούμε ο καθένας στα σιωπηρά μεροληπτικά μνημόσυνα στο πληκτικό κοιμητήριο της ιδιωτικής μνήμης.
Μια ματιά στο «Φάνη και Αλέξανδρος» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, μια ματιά στον εαυτό μας
Δεν θα είναι συστηματική αλλά παρορμητική ματιά. Η ταινία προβλήθηκε στην Ελλάδα σε πρώτη προβολή το 1984 και ξαναπαίχτηκε σε ψηφιακή επανέκδοση το 2009. Το τρίωρο κινηματογραφικό φιλμ έχει και πεντάωρη εκδοχή για την τηλεόραση που δεν κατάφερα ως τώρα να τη δω. Στο γιου τιουμπ κυκλοφορούν μια δυο σκηνές της που σίγουρα δεν περιλαμβάνονται στην ταινία. Ο Μπέργκμαν είχε θεωρήσει εγκληματική την περικοπή που αναγκάστηκε να κάνει για να περιορίσει τη χρονική διάρκεια του έργου κατ’ απαίτηση των παραγωγών. Από τη άλλη όμως μεριά η ποιητική πυκνότητα που προέκυψε είναι αποφασιστικός συντελεστής της ονειρικής συνοχής του φιλμ που όπως και τα όνειρα δεν πλατειάζουν, δεν παραπατά πλατειάζοντας ούτε στιγμή -Η πλοκή είναι απλή, με κορύφωση και λύση. Η υποπλοκή έχει απέραντη πολυπλοκότητα με απανωτές κορυφώσεις και εκτονώσεις, διαλείμματα άμπωτης ή προετοιμασίας των συγκινήσεων και αναφέρεται σε όλα τα επίπεδα της πραγματικότητας και της κοινωνίας συμπεριλαμβανομένων των ονείρων και του θανάτου. Ενώ παραμένει παραμύθι σε απλή γλώσσα κατανοητή απ’ όλους, απευθύνεται και σκοπεύει τον μυχιότερο εαυτό του καθενός μας ατομικά μέσα από μια οικονομία κρίσιμων συνοπτικών, δραματικών και οπτικών συμβολισμών. Μεταθέτει διαρκώς τα όρια του συνειδητού στην ανεξερεύνητη ενδοχώρα μας. Την μετατρέπει στο λαβυρινθώδες ισοδύναμο του ατελεύτητου σε έκταση εσωτερικού του διαμερίσματος της μητριαρχικής γιαγιάς Ελένα Έκνταλ, ή του μαγικού μαγαζιού του Ισαάκ Γιακόμπι, όπου ο χωροχρόνος διαστέλλεται και μοιάζει να προστίθενται διαρκώς όλο και νέα δωμάτια και επεισόδια.
Συγκρίνεται το ευρύχωρο σπιτικό των Έκνταλ -μιας πολυμελούς σουηδικής οικογένειας των αρχών του εικοστού αιώνα όπου υλική ευμάρεια, ψυχική περίσσεια συναισθήματος και φαντασίας, ένα κλίμα ανυπότακτης «σπιτικής» καλλιτεχνικής ευαισθησίας σε γόνιμο διάλογο με τις απαρέγκλιτα ισχύουσες αυστηρές κοινωνικές συμβάσεις, και οπωσδήποτε αντιστικτικά με κάποιες μικρές συγκεντρώσεις δυστυχίας, που όμως άλλοτε υποχωρεί διακωμωδούμενη μέσα σε γενική καλόγνωμη θυμηδία κι άλλοτε αφού σκοτεινιάσει για λίγο την ατμόσφαιρα διαλύεται σαν κακότροπο περαστικό σύννεφο από τον ακόμα λαμπρότερο ήλιο μιας αστείρευτης όρεξης για αγάπη στη ζωή, στην τέχνη και στη δημιουργία που είναι προδιαγεγραμμένο να ξαναλάμψει θριαμβικά στον ανοιχτό ορίζοντα των προσδοκιών, -όπου όλα εισφέρουν σε μια πολύτιμη και προστατευτική σαν διάφανο μεταξωτό κουκούλι οικογενειακή θαλπωρή, μια ενδημική πνευματική καλλιέργεια, ικανή να προετοιμάσει ανθρώπους ελεύθερους, παραμυθάδες μοναδικούς, θεατρανθρώπους και σπουδαίους σκηνοθέτες, ονειροπόλους ερευνητές, επιστήμονες, μουσικούς και ζωγράφους, γλύπτες, κοινωνικούς αναμορφωτές, έστω απλούς χυμώδεις και καλοσυνάτους ελευθερόφρονες καλοζωιστές επαγγελματίες εμπόρους και εφευρέτες- μπορεί λοιπόν να συγκριθεί αυτός ο μοναδικός μακρινός κόσμος του μικρού δεκάχρονου Αλέξανδρου, του αυτοβιογραφούμενου Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, με τον από το άλφα ως το ωμέγα αλλότροπο κόσμο της παιδικής ηλικίας σ’ ένα πέτρινο σπίτι σε μια μικρή πόλη του θεσσαλικού κάμπου στα μέσα του εικοστού αιώνα; Φαίνεται πως ναι. Το παράδοξο που υπερβαίνει τη λογική και που νοστιμεύει τη λογοτεχνία κατάγεται από την ίδια τη ζωή και την κοινωνία και η απαράμιλλη, απαραδειγμάτιστη σταθερά του παιδικού βλέμματος συγκροτημένη από ανθρωπολογικά και κοινωνικά δεδομένα και υπακούοντας σε πραγματικότητες που υπερβαίνουν το γεωγραφικό στίγμα εγκαθιδρύει μια απ’ ευθείας, αδιαμεσολάβητη ψυχική επαφή με τον κόσμο και τις εικόνες του. Απέναντι στην πολυφωνία των εξουσιών που διεκδικούν την απαλλοτρίωση του χλωρού ψυχισμού του το παιδί προτάσσει την αυτοκρατορία της φαντασίας του. Η ακαταμάχητη πλαστική της δύναμη νομοθετεί έναν κόσμο όπου ο χρόνος είναι το ασημένιο καμπάνισμα του παλιού ρολογιού του τοίχου στο οικογενειακό σπίτι· ο θεός μια μεγάλη γελοία μαριονέτα που καταρρέει από αδεξιότητα του αινιγματικού χειριστή της· ο θάνατος ο πεθαμένος πατέρας που εξακολουθεί να μπαινοβγαίνει στα δωμάτια του σπιτιού μεριμνώντας για τα παιδιά του, σιωπώντας αιχμηρά ή ίσως μιλώντας τόσο χαμηλόφωνα που να μην ακούγεται, χτυπώντας κάθε φορά λίγες μουσικές νότες στα πλήκτρα του οικογενειακού κλαβεσίνου, πάντα μοναχικό, παρόν και αδιερεύνητο φάντασμα, παράξενα ατελής, μισό επίφοβος και μισό απόκοσμα αγαπητός, πάντα συνοδευμένος από διστακτική, οδυνηρά ερωτηματική μουσική· το μίσος είναι ο θετός πατέρας, ο επίσκοπος Έντβαρντ Βεργκέρους που αναλαμβάνει να ασκήσει όλον τον αυταρχισμό που δεν άσκησε ποτέ ο φυσικός· ο θετός πατέρας -επίσκοπος που κανοναρχεί τον Αλέξανδρο με ένα ρητορικό εγκώμιο της φαντασίας σαν δώρο του θεού που όμως ο θεός εμπιστεύτηκε αποκλειστικά στους σπουδαίους (βλέπε κοινωνικά αναγνωρισμένους, δαφνοστεφανωμένους και επίσημους που την μετέλαβαν με το άγγιγμα της Θείας Χάριτος) καλλιτέχνες, συγγραφείς και μουσικούς και όχι σε ανόητα μικρά παιδιά να την ασκούν για να κατασυκοφαντήσουν τους μεγάλους με ιδιοτελείς αμαρτωλούς σκοπούς, η φαντασία είναι δύναμη θεϊκή αλλά οφείλει να υπακούει στην πατρική αυθεντία και στα κοινωνικά θέσμια, υπόκειται στην αυστηρή ιεραρχία, άρα απαγορεύονται οι ιστορίες και τιμωρούνται με σκληρές σωματικές τιμωρίες, και η καλλιτεχνική αυθεντία, αν δεν δηλώσει υπακοή, είναι αμαρτία για την οποία οφείλει κανείς να μεταμεληθεί. Το αίνιγμα του κόσμου, της σύγκρουσης κάθε είδους εξουσίας με την ελευθερία της φαντασίας και της σύγκρουσης του καλού με το κακό δεν λύνεται οριστικά με τον θρίαμβο του καλού που επισφραγίζει το τέλος του φιλμ. Καταλλήλως σκηνοθετημένος θεατρικά, στο όριο της αξιολάτρευτης τσιρκολάνικης παρωδίας, με την παρέμβαση της μαγείας, της ταχυδακτυλουργίας και άλλων ζογκλερικών θαυμάτων από τον σοφό παλαιοπώλη, ενεχυροδανειστή, παλιό εραστή και προστάτη άγγελο της Ελένα Έκνταλ, τον μάγο ραβίνο Ισαάκ Γιακόμπι με τις απίθανες πνευματικές δυνάμεις πίσω από τη μάσκα της καλόγνωμης πανουργίας, είναι θρίαμβος προσωρινός. Με τον φρικτό θάνατο του θετού πατέρα του που επήλθε στην αβέβαιη περιοχή μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης μπορεί να αποτίναξε ο μικρός Αλέξανδρος την τυραννική πατρική αυθεντία που πήγε να του στερήσει βάναυσα και την τελευταία υποψία ελεύθερης και δημιουργικής ενηλικίωσης βυθίζοντάς τον σε μόνιμο τιμωρητικό πένθος, απαιτώντας να ξεριζωθεί βάρβαρα το δέντρο της φαντασίας του, αλλά τώρα άλλο ένα φάντασμα, μια μαύρη απειλητική κάργια, η εκδικητική ερινύα της πατροκτονίας με τη μορφή του επίσκοπου προστίθεται στις τάξεις των φαντασμάτων τού πιο πραγματικού από τον πραγματικό φανταστικού κόσμου του. «Δεν μπορείς να μου ξεφύγεις» είναι η απειλή που εκτοξεύει πριν αποσυρθεί στο βασίλειο των σκιών, αντί αποχαιρετισμού, εναντίον του Αλέξανδρου καθώς του βάζει μια τρικλοποδιά εκεί που έτρεχε αμέριμνος στους διαδρόμους του αγαπημένου σπιτιού της γιαγιάς του.