“Το συντακτικό είναι μια δεξιότητα της ψυχής”
«Απόφαση 66/281 που υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 28 Ιουνίου του 2012 οπότε αποφάσισε να κηρύξει την 20ή Μαρτίου “Διεθνή Μέρα Ευτυχίας”.
Ενθυμούμενοι την απόφαση […] η οποία προσκαλεί τα Κράτη-Μέλη να επιδιώξουν την επεξεργασία πρόσθετων μέτρων που κατανοούν καλύτερα τη σημασία της επιδίωξης της ευτυχίας και της ευημερίας κατά τη διαμόρφωση των στόχων της δημόσιας πολιτικής τους·
Έχοντας συνείδηση πως η επιδίωξη της ευτυχίας είναι θεμελιώδης ανθρώπινος στόχος·
Αναγνωρίζοντας τη σημασία της ευτυχίας και της ευημερίας σαν παγκόσμιων στόχων και προσδοκιών της ανθρώπινης ζωής σε όλον τον πλανήτη και ακόμα τη σημασία της αναγνώρισής τους μεταξύ των αντικειμένων της δημόσιας πολιτικής·
Αναγνωρίζοντας επίσης την ανάγκη για μια πιο περιεκτική, ακριβοδίκαιη και ισόρροπη προσέγγιση στην οικονομική μεγέθυνση που προωθεί την αειφόρο ανάπτυξη, την εκρίζωση της φτώχειας, την ευτυχία και την ευημερία όλων των λαών,
Η Γ.Σ. αποφασίζουμε να κηρύξουμε την 20ή Μαρτίου Διεθνή Μέρα Ευτυχίας. Προσκαλούμε όλα τα κράτη-μέλη κτλ. κτλ. και την κοινωνία των πολιτών κτλ. κτλ. να τηρήσουν-γιορτάσουν τη Διεθνή Μέρα Ευτυχίας με κατάλληλο τρόπο που να συμπεριλαμβάνει εκπαιδευτικές δράσεις καθώς και δράσεις που αυξάνουν τη συνειδητοποίηση της σημασίας του θέματος από το κοινό[…]..»
Παράλληλα, καθώς ο εικοστός αιώνας ξεψυχούσε, στις 26 Νοεμβρίου του 1999, η ολομέλεια του Οργανισμού:
«Ύστερα από ενδελεχή ανάλυση της κατάστασης της ποίησης στο τέλος του αιώνα» αντιμετώπισε την πρόταση να καθιερωθεί Μέρα της Ποίησης «με ικανοποίηση και ενθουσιασμό» και
«Με την πεποίθηση πως η οργάνωση ενός παγκόσμιου γιορτασμού της ποίησης θα πρόσφερε καινούργια ορμή στην αναγνώριση της σημασίας της εθνικά, περιφερειακά και διεθνικά·
Με τη διαπίστωση πως ο γιορτασμός που ανταποκρίνεται σε αισθητικές ανάγκες του σύγχρονου κόσμου προβλέπεται να επηρεάσει ευνοϊκά την προώθηση της γλωσσικής ποικιλίας, αφού με την ποίηση οι γλώσσες που απειλούνται με εξαφάνιση αποκτούν περισσότερες εκφραστικές ευκαιρίες μέσα στην κοινότητα των ομιλητών τους·
Λαμβάνοντας ακόμα υπόψη πως μια κοινωνική πρωτοβουλία για την αναγνώριση προγονικών αξιών συνεπάγεται επιστροφή στην προφορική παράδοση και την αποδοχή της γλώσσας σαν παράγοντα που συνεισφέρει στην κοινωνική ένταξη και τη συγκρότηση του ατόμου, και πως μια παρόμοια πρωτοβουλία που θα βοηθούσε τους νέους να ξαναανακαλύψουν βασικές αξίες, τους βοηθάει επίσης να έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με τους εαυτούς τους·
Αναλογιζόμενοι πως, αφού η ποίηση είναι τέχνη που έχει τις ρίζες της τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο οποιαδήποτε δράση που θα συνέβαλλε στην προώθησή της, θα συντελούσε και στην ενδυνάμωση των διεθνών ανταλλαγών μεταξύ των πολιτισμών», κήρυξε την 21η Μαρτίου Διεθνή Μέρα Ποίησης.
Ασφαλώς η ημερολογιακή γειτονία της ποίησης με την ευτυχία, την εαρινή ισημερία και την πατροπαράδοτη παγανιστική γιορτή Νορούζ (για την πρώτη μέρα της Άνοιξης—τη γιορτάζουν το Αφγανιστάν, η Αλβανία, το Αζερμπαϊτζάν, η Βόρεια Μακεδονία, οι Ινδίες, το Ιράν, το Καζακστάν, το Τατζικιστάν, η Τουρκία και το Τουρκμενιστάν) είναι συμπτωματική. Όπως συμπτωματική δεν είναι η αναγνώριση της ποίησης αν όχι σαν βασικής ανάγκης, πάντως σαν μέρος του οικοσυστήματος που ευνοεί την ανθρώπινη ατομική, ακόμα και συλλογική, ανάπτυξη. Είναι οπωσδήποτε παρηγορητικό για τους τεχνίτες του ποιητικού λόγου να ανακτούν μετά από κάμποσους αιώνες παραπλανητικής δόξας και δοξασιών περί το λειτούργημά τους βασική κοινωνική λειτουργία με επίσημη και εμβριθή απόφαση του ΟΗΕ και όχι απλώς αμελητέο ρόλο μικρού κι ασήμαντου συντελεστή τέρψης και ηδονής στην τελική Ακαθάριστη Εγχώρια Ευτυχία (ΑΕΕ). Αυτόν τον περιορισμένο ηδονικό ρόλο δεν είχε κανένα πρόβλημα να τους τον αποδώσει ο ριζοσπάστης πολιτικός στοχαστής, ωφελιμιστής φιλόσοφος, και ουσιώδης φιλέλληνας, Βρετανός Ιερεμίας Μπένθαμ (1748-1832):
«Η ωφελιμότητα όλων αυτών των τεχνών—αναφέρομαι σε αυτές που σχετίζονται με τη διασκέδαση και την περιέργεια—, η αξία που έχουν, είναι ευθέως ανάλογη της ηδονής που παρέχουν. Κάθε άλλη σχέση προτεραιότητας που ενδέχεται να επιχειρηθεί να θεσπιστεί μεταξύ τους είναι παντελώς επίπλαστη. Πέρα από προκαταλήψεις, το push–pin [πολύ παλιό αγαπητό αγγλικό παιδικό παιχνίδι με πινέζες—χωρίς αντίστοιχο στην Ελλάδα] είναι ισάξιο των τεχνών και των επιστημών, της μουσικής και της ποίησης. Εάν το παιχνίδι αυτό παρέχει μεγαλύτερη ηδονή, αξίζει περισσότερο από αυτές τις δύο» (The Works of Jeremy Bentham, J. Bowring Edition, 1843, v. II, The Rationale of Reward, p. 253).
Ο Μπένθαμ [Βενθάμης κατά τους παλαιούς], που δεν είχε κανένα πρόβλημα να ταυτίσει την ιδιοτελή ηδονή με την ευτυχία αλλά και την ευτυχία του ενός με την μέγιστη δυνατή ευδαιμονία όχι απλώς των πολλών αλλά των περισσότερων, όχι μόνο προσδιόρισε με βενθαμικό σχολαστικισμό τις μεταβλητές που βαθμολογούν ηδονή και πόνο—τα διαζευκτικά αποτελέσματα των ανθρώπινων πράξεων όπου ερείδεται το ηθικό κύρος τους— καταρτίζοντας ένα λεπτομερές ευτυχιόμετρο, έναν felicific calculus, ευδαιμονικό λογισμό, αλλά για του λόγου το αληθές, μιμούμενος έγκριτα αρχαία παραδείγματα, προχώρησε σε έμμετρη ποιητική σύνθεση των φιλοσοφικών του εισηγήσεων, για να αποστηθίζονται εύκολα από το κοινό, σαν παιδικές ρίμες, τα μαθηματικά της δημοκρατικής ηδονής:
Έντασις—διάρκεια— βεβαιότης—
Ταχύτης—καθαρότης—γονιμότης—
Αυτά τον πόνο και την ηδονή ορίζουν.
Παρόμοια ηδονή ατομικώς ν’ αποζητούν όσοι γνωρίζουν:
Και αν πρόκειται το πλήθος να την αισθανθεί—
Άσε την ισχύ της να εκταθεί.
Παρόμοιο πόνο να τον αποφεύγεις, ατομικώς και για το πλήθος:
Αν πρέπει τον πόνο αυτόν κάποιοι να τον καληνωρίσουν
Ας είναι όσο γίνεται λιγότεροι να τον γνωρίσουν.
Προβλέποντας ίσως τον μηδενικό βαθμό που θα καταμετρούσε ο αλγόριθμος της ηδονής στους αναγνώστες του ωφέλιμου ποιήματος, έσπευσε να το χαρακτηρίσει σεμνά «μνημονικά στιχάκια» (mnemonic doggerel) και εργαλείο αποστήθισης. Το πνεύμα υποβάθμισης της λογοτεχνίας, παράδοξο σε έναν υπερφυσικά πληθωρικό συγγραφέα, παθιασμένον με την ακρίβεια της γλωσσικής έκφρασης, συναντούμε και σε μιαν άλλη αποστροφή του Μπένθαμ, αυτή τη φορά για τη θεατρογραφία και την πεζογραφία. Βρίσκεται στη συναρπαστική και οξύτατη κριτική του για «τα απαράγραπτα φυσικά δικαιώματα» της γαλλικής Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη του 1789. Παρατηρεί ( στο έργο του Ανοησίες με δεκανίκια) πως η γλώσσα της Διακήρυξης είναι ασαφής, ρητορική και ατυχής. Προσφεύγει σε διατυπώσεις του τύπου «όλοι οι άνθρωποι γεννήθηκαν κτλ. ελεύθεροι και ισότιμοι ως προς τα δικαιώματά τους» που το κύρος τους αμφισβητεί η εμπειρία, ενώ δεν είναι σαφές αν είναι περιγραφικές ή κανονιστικές: «Σε ένα θεατρικό έργο ή σε ένα μυθιστόρημα μια αδόκιμη έκφραση […] δεν έχει καμιά συνέπεια. Σε ένα σώμα νόμων—ειδικά όταν αυτοί είναι τόσο θεμελιώδεις ώστε να αποτελούν μέρος του Συντάγματος—μια αδόκιμη έκφραση μπορεί να αποβεί ολέθρια για το έθνος» (ΣΣ Βλέπε π.χ. Άρθρο 3 του ελληνικού Συντάγματος περί «επικρατούσας θρησκείας» που και από την επιχειρηθείσα πρόσφατη ένταξή του στην αναθεώρηση εξήλθε αλώβητο. Οι ειδικοί γνωρίζουν την εμπλοκή του μεγάλου Βρετανού νομοδιδάσκαλου στα συνταγματικά του εκπληκτικού «Προσωρινού Πολιτεύματος» της Επιδαύρου, το 1822, και την συνακόλουθη απογοήτευσή του από τα ελληνικά πράγματα. Ήταν ορκισμένος αντιβασιλικός, αντικληρικαλιστής και λαοκράτης.) Δεν έχει πράγματι καμιά συνέπεια; «Το συντακτικό είναι μια δεξιότητα της ψυχής» λέει ο Πολ Βαλερί (Άπαντα, τ. 2ος, Gallimard, 1960, Tel quell I, Κατ’ιδίαν, σ. 481). Και ακόμα:
Ποίηση
Ψάχνω μια λέξη (λέει ο ποιητής) μια λέξη που να είναι:
γένους θηλυκού,
δισύλλαβη,
να περιέχει Πι ή Φι,
να είναι παροξύτονη,
και συνώνυμο της θραύσης, της αποσύνθεσης·
και να μην είναι λόγια, ούτε σπάνια.
Έξι όροι—τουλάχιστον!
Σημείωση: Αν αληθινά έγραφε κανείς μόνο για τον εαυτό του, θα αρκούσε να επινοήσει αυτή τη λέξη που θα όριζαν αυτές οι έξι προϋποθέσεις. Ανακαλύπτουμε από την απουσία επινοημένων λέξεων ότι κανένας δεν γράφει μόνο για τον εαυτό του, δεν συμφωνεί μόνο με τον εαυτό του να μιλάει την δική του γλώσσα.
(Πολ Βαλερί, Άπαντα, τ. 2ος, Gallimard, 1960, Tel quel I, Έτεροι ανεμόρρομβοι, σ. 676)
Φοβερή η δυστυχία του ποιητή που τη λέξη που μ’ αγωνία ψάχνει δεν μπορεί να βρει. Για τη δυστυχία αυτή, στο σκοτάδι μας αφήνει ο Πολ Βαλερί. Για το πώς και αν και με ποιο ηδονόμετρο μπορεί να μετρηθεί. Μα οι Γαλάτες ποιητές φορτώσανε στον κόκορα της ευτυχίας τη σπουδή. Των ομματιών τους πήρανε, αλλάξανε επάγγελμα, στην Κύπρο βρέθηκαν κι εξαφανίστηκαν στην Αφρική. Κι έπρεπε τώρα ο Γουίσταν Χιου Όντεν να τη φανταστεί. Ανέβηκε στο άδειο βήμα κι έγραψε σα νεράκι ένα μεγάλο ποίημα. Το είπε Ευχαριστία για ένα Ενδιαίτημα σε μέρη δώδεκα—το κάθε μέρος κι ένας λατρευτός εταίρος. Το Τρίτο Μέρος το ονόμασε Του Εργάτη η Σπηλιά ή, έστω, σε καλλιτεχνικά ελληνικά, Του Δημιουργού το Άντρο. Το αφιέρωσε στο Λούι ΜακΝίς, που στην Ελλάδα άγνωστος είναι σχεδόν όσο να πεις. Αρχίζει με του εργαστηρίου του ποιητή μια απογραφή εικαστική. Εκεί όπου βασιλεύει μια απάνθρωπη σχεδόν σιωπή. Που όμως μαγικά ενσαρκώνεται και σε πράγματα μεταμορφώνεται. Έτσι το τίποτα έξαφνα αποκτά σάρκα και οστά. Στο ποίημα αυτό πρόσθεσε υστερόγραφο όπου φαντάζεται τον ποιητή απελπισμένο με το ποίημα που δεν είναι παρά ένα παραμύθι που δεν αξίζει ούτε όσο ένα ρεβίθι. Απελπισμένον με τη σύντομη ζωή, τη μεταμφίεση την ποιητική και το πόσο ο ποιητής ανάγκη έχει να εμπιστευτεί την ανθρώπινη αδυναμία σαν το καλύτερο συστατικό στης έμπνευσης τη συγκυρία. Felix Culpa καταλήγει καθώς το κεφάλαιο της σωτηρίας της ψυχής ανοίγει. Ελπίζεις, λέει, αμαρτωλέ ποιητή, πως τα άξια βιβλία σου υπέρ σου θα συνηγορήσουν ώστε οι Κριτές σου να σε συγχωρήσουν, και όμως:
Σκέψου τη Μέρα της Κρίσης,
Το θεό σα συναντήσεις,
Εκείνος ν’ αρχίσει ν’ απαγγέλλει
Τα ποιήματα που θα’ χες γράψει,
Αν καλός είχες υπάρξει.