Κι αν υποτεθεί πως ό,τι οι πολλοί προαισθάνθηκαν και ψυχανεμίστηκαν γίνεται κάποια μέρα πραγματικότητα, η αμφισημαντότητα (ambiguity) έχει ήδη μεριμνήσει να νεκρωθεί αμέσως κάθε ενδιαφέρον για όσα πραγματοποιήθηκαν. Γιατί αυτό το ενδιαφέρον υπάρχει μόνο κατά τον τρόπο της περιέργειας και της αερολογίας (idle talk), μόνο όσο διατηρείται η δυνατότητα μιας κοινής προαίσθησης που δεν υποχρεώνει κανέναν. Ακόμη και όσοι θέλουν να είναι μέσα στο παιχνίδι, όσο είναι αρκετό απλώς να προαισθάνεσαι, αρνούνται να ακολουθήσουν, μόλις χρειαστεί να συνεργήσουν για να πραγματωθεί αυτό που είχαν προαισθανθεί. Γιατί τότε το εδωνά-Είναι (Da-sein) πιέζεται να επιστρέψει στον εαυτό του. Η αερολογία και η περιέργεια χάνουν τη δύναμή τους, και ξέρουν να εκδικούνται γι’ αυτό. Αντιμετωπίζοντας την πραγμάτωση αυτών που συν-προαιθάνθηκες, η αερολογία βεβαιώνει πρόθυμα ότι αυτά θα μπορούσες κι εσύ να τα είχες κάνει – μήπως κι εσύ δεν τα είχες προαισθανθεί; Τελικά η αερολογία αγανακτεί κιόλας, γιατί όσα προαισθάνθηκε και διαρκώς απαιτούσε, τώρα πράγματι συμβαίνουν. Γιατί έτσι βέβαια έχασε την ευκαιρία να εξακολουθεί να προαισθάνεται.
– Μάρτιν Χάιντεγκερ, Είναι και Χρόνος, μτφρ. Γ. Τζαβάρας, 1978, σ. 284.
Στο τέλος του 2009 βρισκόμουν στη Σίφνο. Από τότε έχουν περάσει δέκα χρόνια. Δεν θα επιδοθώ όμως σε κάποια ανασκόπηση δεκαετίας με την κλασική έννοια του όρου. Θα κάνω απλώς μια αντιπαραβολή κάποιων μόνο χαρακτηριστικών από την καθημερινότητα δύο περιόδων ανάμεσα στις οποίες μεσολαβούν ακριβώς δέκα χρόνια. Είχα λοιπόν μετακομίσει από ένα χωριό λίγο έξω από το Μπράιτον, της κομητείας τού Ανατολικού Σάσεξ, για να ολοκληρώσω μια διδακτορική διατριβή. Πέρασα έναν ολόκληρο χρόνο, με πολύ μικρά διαλείμματα, στη Σίφνο. Διέμενα σε ένα στούντιο ακριβώς πάνω στη θάλασσα, στον Πλατύ Γιαλό, και όσο κι αν ακούγεται περίεργο, δεν είχα καν πρόσβαση στο ίντερνετ. Για να ελέγξω δηλαδή το μέιλ μου και να επικοινωνήσω με τον έξω κόσμο έπρεπε να πάω στο καφέ-μπαρ που σύχναζα στην Απολλωνία. Και μιλάμε για το 2009! Παρότι υπήρχε και τότε κοινωνική δικτύωση, και εγώ ήμουν στο φέισμπουκ από το 2007, ήταν κάθε άλλο παρά «κοινωνική». Μια περιήγηση στις αναρτήσεις μου από τα τέλη του 2009 μέχρι και το τέλος του 2010 αποκαλύπτει ελάχιστα βίντεο μουσικών κομματιών από το YouTube και κάποιες ατάκτως ερριμμένες αναρτήσεις που αποκαλύπτουν τις ενασχολήσεις μου. Αντιγράφω: “Why are there beings at all instead of nothing?” Ημερομηνία: 11 Αυγούστου 2009. Ήταν η εποχή που διάβαζα Χάιντεγκερ για λόγους που είχαν να κάνουν με το διδακτορικό. Στέκομαι όμως στη συγκεκριμένη ανάρτηση ως κάτι το αξιοσημείωτο γιατί μιλάμε για το 2009. Μια ανάρτηση ορφανή από λάικ, απευθυνόμενη σε ένα κοινό μερικών φίλων, λιγότερων από είκοσι, όπου κανένας δεν είχε σχέση με το αντικείμενο. Όταν μιλάμε για κοινωνική δικτύωση το 2009, εννοούμε ένα σκηνικό στο οποίο οι άνθρωποι που γνώριζα από το πανεπιστήμιο, και που μπορεί να είχαν τα ίδια ενδιαφέροντα με εμένα ή τουλάχιστον να είχαν ακούσει την περίφημη χαϊντεγκεριανή ερώτηση και να μπορούσαν να συμπάσχουν, δεν ήταν καν φίλοι μου στο φέισμπουκ. Ο μηχανισμός (το συντακτικό) της εφαρμογής ήταν μεν στη θέση του αλλά ήταν κενός σημασίας· ήταν κενός νοήματος. Η κοινωνική δικτύωση το 2009, και ειδικά το λεγόμενο «Στάτους» είχε λοιπόν περισσότερο τη μορφή ενός άτυπου σημειωματάριου στο οποίο έγραφες, την κατάστασή σου, με σκοπό να το δουν οι φίλοι σου και να ενημερωθούν. Στην πράξη όμως το σημειωματάριο αυτό λειτουργούσε ως ένας καθρέφτης όπου κυρίως εσύ, και συνήθως μόνον εσύ, έδινες σημασία. Το «στάτους» σου ήταν τελικά μια προσλαμβάνουσα που βρισκόταν, αντιληπτικά, ένα κλικ μόνο πιο πάνω από το αληθινό σημειωματάριο, που εγώ για παράδειγμα χρησιμοποιούσα εκείνο τον καιρό. Στην πράξη δηλαδή λίγο διέφερε από την ηχώ της φωνής του, που ακούει κάποιος σε μια βουνοπλαγιά. Το στοιχείο της θεατρικότητας αυτού του «Στάτους» υπήρχε· το κοινό όμως απουσίαζε. Πάλι μόνος ήσουν, αλλά αυτό το κλικ πιο πάνω από το σημειωματάριο ήταν κολοσσιαίας σημασίας γι’ αυτό που θα ακολουθούσε μέσα στη δεκαετία.
Εγώ όμως βρίσκομαι στη Σίφνο, στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του αιώνα, σε ένα περιβάλλον χωρίς τηλεόραση, χωρίς ραδιόφωνο, και με σποραδικό ίντερνετ. Πράγμα που σημαίνει ότι διάβαζα χωρίς περισπασμούς και χωρίς έγνοια για το τι μπορεί να σκεφτόταν ο κόσμος για το τέλος εκείνης της πρώτης δεκαετίας. Και αυτό, όπως το κοιτάζω τώρα από το κατώφλι της νέας δεκαετίας, συνιστά μεγάλη διαφορά. Η παντελής άγνοια έγνοιας για το τι μπορεί να σκεφτόταν κάποιος άλλος. Αυτή η παντελής απουσία τού «τι σκέφτεστε;» που ρωτάει τώρα η πλατφόρμα για να ανοίγει κάθε φορά ο ασκός του Αιόλου, ή να αναποδογυρίζει η κλεψύδρα από τη στενωπό της οποίας δραπετεύει ο χρόνος, ήταν κάτι που απωλέσαμε σταδιακά μέσα στη δεκαετία που πέρασε. Όσο πειθαρχημένος και να ήσουν, όσο αδιάφορος, ή αυτάρκης, ή διάσημος, ή άσημος, το πεδίο έλξης της κοινωνικής δικτύωσης θα έβρισκε τα κουμπιά σου και θα σε έθετε στη βάναυση τροχιά του. Θα σε έθετε στην τροχιά μιας νέας έκφανσης αυτής της ακόρεστης «περιέργειας και αερολογίας» στην οποία αναφέρεται ο Χάιντεγκερ στο σύντομο απόσπασμα που παρέθεσα στην αρχή. Μιας κατάστασης που συντηρεί εξάρσεις αυτού του κοινού (σε σημείο ομαδικού παραληρήματος) προαισθήματος για μια ακατάπαυστη ροή θεμάτων, που όμως, και αυτό είναι το σημαντικό, υφίστανται μόνον στην σφαίρα της συν-προαίσθησης και όχι της πραγματικότητας. Με γνήσια χαϊντεγκεριανό τρόπο, υφίστανται «[…] μόνο όσο διατηρείται η δυνατότητα μιας κοινής προαίσθησης που δεν υποχρεώνει κανέναν».
Μέσα στα δέκα αυτά χρόνια απωλέσαμε λοιπόν ακόμα μία αθωότητα. Απωλέσαμε τη δυνατότητα απομόνωσης που είχαμε τότε αλλά δεν το γνωρίζαμε ότι την είχαμε. Γιατί βέβαια μόνο κοιτάζοντας προς τα πίσω εντοπίζονται οι αθωότητες (sic)· μόνο αναδρομική ισχύ δύνανται να έχουν οι αθωότητες· διαφορετικά, αν ήταν δηλαδή ορατές την εποχή τους δεν θα υφίστανται ως τέτοιες. Και η ιστορία τελικά ξεδιπλώνεται μέσα σε ένα σπιράλ όχι μιας καθολικής απομάγευσης, αλλά πολλών, σταδιακών, απομαγεύσεων. Κάθε αθωότητα που χάνεται συνιστά και μία πτώση από μια πρότερη άγνοια (αθωότητα) σε μία κατάσταση επίγνωσης μιας νέας πραγματικότητας. Μέσα στα δέκα αυτά χρόνια απωλέσαμε λοιπόν τη δυνατότητα απομόνωσης, και η δυνατότητα απομόνωσης ήταν ο χρόνος που μπορούσαμε να περνάμε «οφ λάιν». Ο χρόνος στον οποίο δεν ήμασταν βυθισμένοι στην επικράτεια του «σταντ μπάι» τής κοινωνικής δικτύωσης, που φυσικά ήταν και ο περισσότερος χρόνος μας. Μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια χάθηκε λοιπόν αυτή η δυνατότητα που, τώρα που το αναλογίζομαι, έκανε την πράξη της μετάβασής μου σε ένα νησί έναν πομφολυγώδη πλεονασμό. Κανένας δεν θα με ενοχλούσε, είτε παρέμενα στο χωριό που βρισκόμουν στη Μεγάλη Βρετανία, είτε επέστρεφα στην Αθήνα. Ακόμα και η ύπαρξη του ίντερνετ ήταν τότε αθώα γιατί ισοδυναμούσε με τη χρήση μιας τηλεόρασης με περισσότερες επιλογές. Και ο χρόνος αυτός ήταν ο κερδισμένος χρόνος που έκανε δυνατή την παραγωγή έργου ακόμα και διαμέσου της καλλιέργειας μιας εποικοδομητικής βαρεμάρας. Και η πλήρης κατανόηση του πώς ήταν η ζωή τότε και πώς είναι τώρα γίνεται διακριτή όταν αναλογίζεται κάποιος τι έκανε τις ώρες που βρισκόταν μόνος του πριν από δέκα χρόνια, και τι κάνει σήμερα. Εκεί εντοπίζεται η λυδία λίθος για την εξακρίβωση της διαφοράς. Και αυτή η διαφορά είναι ο λόγος που τα νησιά, και γενικώς κάθε μορφή ησυχαστηρίου, υφίστανται πια μόνο στα ενδότερα: στο επίπεδο της επινόησης· στο επίπεδο της μυθοπλασίας.