Το δύσκολο είναι να μην κάνεις τίποτα ή να κάνεις ελάχιστα και να διατηρείς την υγεία σου, ναι, και την ψυχική υγεία σου, πρωτίστως αυτή. Ποιος μπορεί να σταθεί μακροχρόνια σε περιβάλλον γραφείου όπου απαιτούνται πολλά και ανούσια και παράλληλα να επινοεί τρόπους που θα στηρίξουν την υγεία του; Να περπατάει λίγο κάθε μέρα. Να τρώει λιτά. Να μην κάνει καταχρήσεις. Αυτό χρειάζεται μόνο. Ποιος το κάνει αυτό; Πώς μπορείς να ξεφύγεις από τη Σκύλλα της κατάχρησης και από τη Χάρυβδη που λέγεται υπεράνθρωπος; Από τον μαγνήτη που λέγεται ανταγωνισμός. Γιατί δεν απαιτείται φυσικά να τρέχεις μαραθώνιους για να ανταγωνίζεσαι. Το μόνο που χρειάζεται είναι το άγρυπνο μάτι του εγώ σου που θέλει να σε κάνει να γίνεις καλύτερος, να νικήσεις τον εαυτό σου, να τρέξεις λίγο περισσότερο, να σηκώσεις λίγα κιλά παραπάνω, να βελτιώσεις τον χρόνο σου. Αρκεί αυτό το εσωτερικό φασιστόμουτρο, αυτός ο αδέκαστος παντεπόπτης, που σε καταδυναστεύει για να μην είσαι άεργος. Ποιος μπορεί να διαβάζει λίγο, να δουλεύει λίγο, να τρώει λίγο, να πίνει λίγο, και να παραμείνει σε ισορροπία; Πού είναι το κύδος σε όλα αυτά της μεσότητας;
Διαβάζω στη συνέντευξη που παραχώρησε στην Καθημερινή ο Γιουβάλ-Νόα Χαράρι αυτή την πρόβλεψή του για τη «γενιά των αχρήστων» που θα έχει κάνει την εμφάνισή της κάπου στο μισό του αιώνα όταν ο ρυθμός εξέλιξης των απαιτήσεων στην αγορά εργασίας θα φτάσει στο σημείο, από τη μία να επιταχυνθεί τόσο πολύ που θα απαιτεί μια διαρκή επανεπινόηση του εαυτού, και από την άλλη, η τεχνολογική πρόοδος, με την άνοδο της τεχνητής νοημοσύνης, νομοτελειακά, θα οδηγήσει στη σταδιακή κατάργηση ολοένα και περισσότερων επαγγελμάτων. Ο Χαράρι εικάζει λοιπόν ότι «[…] από τη στιγμή που οι άνθρωποι δεν έχουν οικονομική αξία και καμία πολιτική δύναμη, το κράτος και οι ελίτ μπορεί να χάσουν κάθε κίνητρο στο να επενδύσουν στην εκπαίδευσή τους, στην υγεία και στην πρόνοια. Οπότε αντί να πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης [όπως συνέβαινε στον εικοστό αιώνα], οι άνθρωποι μπορεί να τεθούν εκτός ενδιαφέροντος, στο περιθώριο. Και αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο να πολεμήσεις από την εκμετάλλευση». Ο Χαράρι θεωρεί ότι τον εικοστό αιώνα οι άνθρωποι έπεσαν θύματα εκμετάλλευσης εταιρειών και κυβερνήσεων: ως εργάτες και ως στρατιώτες αντίστοιχα. Τη θέση όμως της εκμετάλλευσης, υποστηρίζει, θα πάρει στο μέλλον η περιθωριοποίηση. Ο Χαράρι όμως, υποθέτω, δεν βλέπει τον άνθρωπο μόνο ως εργάτη και στρατιώτη για να τον εντάξει στη σφαίρα της πολιτικής επιρροής που τον κάνει χρήσιμο στις κυβερνήσεις και τις ελίτ. Τον βλέπει και ως καταναλωτή. Και οι καταναλωτικές κοινωνίες είναι οι κοινωνίες που έχουν γνωρίσει άνθηση στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα αλλά και τις δύο πρώτες δεκαετίες του εικοστού πρώτου. Και αν λάβουμε υπόψιν αυτά που μας λέει ο ίδιος, α) για τη δημιουργία στρατών που θα στηρίζονται σε ένα πολύ μικρό αριθμό επαγγελματιών που θα συντονίζουν ρομποτικές κατασκευές, αλλά και β) τις πλήρως ρομποτικές γραμμές βιομηχανικής παραγωγής, τότε, ο άνθρωπος το 2050 δεν θα είναι πια εργάτης ή/και στρατιώτης αλλά καταναλωτής. Ο μετασχηματισμός των κοινωνιών από τη μεταποίηση – βιομηχανία στην κατανάλωση, όπως για παράδειγμα συμβαίνει χρόνια τώρα με την περίπτωση της Κίνας, βλέπει τον άνθρωπο πρωτίστως ως καταναλωτή και δευτερευόντως ως εργάτη (ή στρατιώτη). Τι δουλειά κάνει, και τι δουλειά θα κάνει όμως στο μέλλον ο καταναλωτής ώστε να μπορεί να διατηρεί την πολιτική επιρροή του σε βαθμό που θα κρίνεται συμφέρον να συντηρείται, κατά Χαράρι, το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων και των ελίτ για τη μόρφωση, την υγεία, και την πρόνοιά του;
Για να προτείνω όμως το σκαρίφημα μιας απάντησης σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να κοιτάξουμε λίγο αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Πώς δείχνει αυτό το σήμερα; Δηλαδή από τη μία ακούμε τον Χαράρι να μιλάει για τη «γενιά των αχρήστων» που θα κάνει την εμφάνισή της γύρω στο 2050 αλλά από την άλλη διακρίνουμε και μια μεγαλειώδη μεταστροφή προς ένα άλλο τρόπο ζωής που κάθε άλλο πάρα συντείνει προς αυτή την αχρηστία. Πώς γεφυρώνεται αυτή η φαινομενική αντίφαση;
Εκεί λοιπόν που ο κόσμος αγόραζε αφειδώς τσιγάρα και αλκοόλ, και τρεφόταν με λιπαρές τροφές, τώρα αγοράζει υγεία και δίαιτες keto και μαραθώνιους και ποδήλατο και κολύμπι και άιρον μαν. Όσο και να τα χλευάζει κάποιος όλα αυτά, όσο κι αν πιστεύει ότι δεν τον αφορούν, όλο και κάτι θα έχει αλλάξει στη ζωή του προς την κατεύθυνση υγιεινότερων επιλογών. Ακόμη και τίποτα να μην έχει κάνει κάποιος, και να στέκεται ακίνητος, ο κόσμος γύρω του γίνεται σταδιακά πιο υποστηρικτικός προς την υγεία. Και εδώ ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση, που φυσικά δεν θα την κάνουμε, αλλά θα την εποπτεύσουμε φευγαλέα. Κάτι λοιπόν πρέπει να μας παθιάζει και να μας κινητοποιεί για να διατηρούμε την υγεία μας. Όχι μόνο την υγεία με την, ας την πω, «κλασική» έννοια του όρου αλλά και την ψυχική υγεία μας. Πρωτίστως την ψυχική υγεία μας. Αν στο παρελθόν, στη νεωτερικότητα, η κλασική υγεία ήταν ένα από τα υψηλά αγαθά, στο παρόν τής μετανεωτερικότητας, η ψυχική υγεία ανεβαίνει στο καναβάτσο και διεκδικεί επάξια την πρωτοκαθεδρία. Δεν είναι η κλασική υγεία που επηρεάζει τον ψυχισμό μας πια, αλλά ο ψυχισμός μας που επηρεάζει την κλασική υγεία. Και η ψυχική υγεία εμπλέκεται με πιο επιτακτικό τρόπο με το εργατικό δυναμικό των χωρών που στηρίζονται στην κατανάλωση. Γιατί ο εργάτης της βιομηχανικής εποχής είχε ως “αποκούμπι”, ως μηχανισμό ψυχολογικής εξισορρόπησης, τη μηχανιστική μονοτονία και τη συνακόλουθη ψευδαίσθηση χρησιμότητας που του πρόσφερε η διαρκής αξιοποίηση της ρώμης του. Ο υπάλληλος γραφείου της μετανεωτερικότητας είναι ένας καχεκτικός τύπος ανθρώπου σε σχέση με τον βιομηχανικό εργάτη (για να μην αναφερθώ στον στρατιώτη του παρελθόντος). Ο υπάλληλος αυτός είναι ένας άνθρωπος που στηρίζεται περισσότερο στις νοητικές δεξιότητές του, όσο απλοϊκές κι αν αποδεικνύονται αυτές τελικά, πάρα στις σωματικές. Και οι νοητικές δεξιότητες, για να προσφέρουν έστω και την ψευδαίσθηση της ικανοποίησης και της ψυχολογικής εξισορρόπησης που προσφέρει η πάντα ζωώδης και πρωτόλεια αξιοποίηση του σώματος, απαιτούν πολύ υψηλό γνωστικό φορτίο. Φορτίο που θα πρέπει να ανέρχεται στα υψίπεδα μιας έστω στοιχειωδώς δημιουργικής εργασίας. Και όλοι γνωρίζουμε πόσο απέχει η δημιουργικότητα από την περιγραφή των καθηκόντων της συντριπτικής πλειοψηφίας των θέσεων γραφείου.
Ίσως και να φαίνεται προς τα πού θέλω να με οδηγήσει αυτή η γραμμή σκέψης: η μεγαλειώδης αυτή στροφή προς έναν υγιεινότερο τρόπο ζωής, με τη συστηματική καλλιέργεια ανταγωνισμού και υπεραπόδοσης μέσω αθλητικών δρώμενων (μαραθώνιοι, ποδηλατικοί αγώνες, αγώνες κάθε είδους, κλπ), προσφέρονται ως αντιστάθμισμα στην αχρησία που έχει περιπέσει το σώμα λόγω της ολοένα μειούμενης χειρωνακτικής εργασίας. Κάτι έπρεπε να επινοηθεί για να σταθεί στη θέση τής ψυχολογικής εξισορρόπησης που πρόσφερε στο παρελθόν η χειρωνακτική απασχόληση (τόσο στη βιομηχανία όσο και στο στρατό) για την προάσπιση της ψυχικής υγείας μας.
Ας ενώσουμε τώρα το συμπέρασμα της προηγούμενης παραγράφου με τη θέση τού Χαράρι: ο μετασχηματισμός των κοινωνιών μέσα από αυτή τη μελλοντική, αέναα επανεπινοούμενη, έννοια του εαυτού μέσα σε ένα περιβάλλον διαρκών και εξοντωτικών εργασιακών αλλαγών απαιτεί λίγο πολύ έναν υπεράνθρωπο. Και αυτός ο υπεράνθρωπος δεν θα έρθει ουρανοκατέβατος στα μέσα του αιώνα. «Η γενιά των αχρήστων» που θα περιθωριοποιηθεί θα είναι η γενιά των ανθρώπων που δεν θα καταφέρει να παίξει πειθήνια το παιχνίδι τού υπερανθρώπου που εξυφαίνεται μέσα από τον υγιεινότερο τρόπο ζωής και την καλλιέργεια υπερανταγωνισμού και υπεραπόδοσης μέσω αλλεπάλληλων αθλητικών δρώμενων σε κάθε μεγάλη πρωτεύουσα της αναπτυγμένης Δύσης.
Διαβάστε τώρα πάλι την παράγραφο που άνοιξε το κείμενο.