Είχα μια συζήτηση προχθές με έναν φίλο συγγραφέα που μου έλεγε ότι πήγε να αλλάξει μπαταρία στο αυτοκίνητό του στο συνεργείο ενός συμμαθητή του που είχε να τον δει από το 1981. Εκεί, έπιασαν την κουβέντα, και, λίγο πολύ, ο συμμαθητής τού διηγήθηκε αρκετές ιστορίες που τον εντυπωσίασαν. Και μάλιστα τον εντυπωσίασαν γιατί θεώρησε ότι οι διηγήσεις του είχαν μια θεματική φρεσκάδα που δύσκολα συναντάς σήμερα στη λογοτεχνία.
Σε κάθε συγγραφέα παρουσιάζονται άνθρωποι που επιθυμούν να πουν την «ιστορία της ζωής τους» με απώτερο, και πολλές φορές υποσυνείδητο, σκοπό να τη δουν να γίνεται βιβλίο. Αυτή η εμμονή έχει πολλές και ενδιαφέρουσες προεκτάσεις. Φανερώνει το πάθος μας για την αφήγηση. Αλλά φανερώνει και το εγωκεντρικό και αλαζονικό τού ανθρώπινου είδους γιατί από πίσω της δεν κρύβεται τίποτα πιο ανθρώπινο από ένα τυφλό άλμα προς την αθανασία. Εικάζει, ο αφηγούμενος την ιστορία του στον συγγραφέα, ότι έτσι βάζει ένα λιθαράκι, αγοράζει έναν λαχνό αν προτιμάτε, που ίσως και να μπορεί να του εξασφαλίσει τον τρόπο να μείνει για πάντα στις μνήμες των ανθρώπων. Οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο είναι απειροελάχιστες αλλά ο αφηγούμενος δεν τον γνωρίζει αυτό. Αλλά και αν το γνωρίζει δεν χάνει απολύτως τίποτα να δοκιμάσει.
Θα ήθελα να σκιαγραφήσω μια εικόνα ανάμεσα σε αυτές τις δυο κατηγορίες ανθρώπων που μόλις ανέφερα: ανάμεσα στον άνθρωπο που ζει τη ζωή του και τον άνθρωπο που γράφει για ζωές υπάρχει μια ιδιαίτερη δυναμική. Ελάχιστες ζωές αξίζουν να αποτυπωθούν στο χαρτί, αλλά, από την άλλη, ελάχιστες ζωές δεν το αξίζουν αυτό. Τι είναι όμως αυτό το παράδοξο, αυτή η αντινομία; Ο δεινός παρατηρητής (ο συγγραφέας) αυτό το παράδοξο το εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Μια έκφανση αυτής της αντινομίας κρύβεται πίσω από μια πολύ γνωστή, αλλά άτυπη, *κατηγορία* βιβλίων: «βιβλία όπου δεν συμβαίνει τίποτα». «Βιβλία όπου δεν συμβαίνει τίποτα» είναι αυτά στα οποία η δράση των ηρώων επικεντρώνεται συνήθως σε μικρά χρονικά διαστήματα, που όμως, κάτω από το βλέμμα του αφηγητή, τείνουν να διαστέλλονται. Οι συγγραφείς γνωρίζουν καλά ότι πίσω από αυτή την κατηγορία κρύβεται συνήθως ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Κρύβεται ο άνθρωπος που μπορεί να σου έχει πει μια ιστορία από τη ζωή του (όπως καλή ώρα συνέβη στον φίλο μου). Τώρα, εδώ, στατιστικά, είναι σχεδόν σίγουρο ότι μέσα σε αυτές τις αφηγήσεις θα βρεις εξαιρετικές περιπτώσεις. Αλλά μάλλον θα είναι λίγες. Και ο άνθρωπος, που μπορεί να σου αφηγήθηκε σε δυο ώρες τη ζωή του, είναι πολύ πιθανό μέσα σε αυτές τις δύο ώρες να εξάντλησε το σύνολο του χαρτοφυλακίου των ιστοριών που διαθέτει. Ο άνθρωπος όμως που γράφει για ζωές (ο συγγραφέας) αυτά ακριβώς εκμεταλλεύεται και έτσι ακριβώς προσφέρει μια λύση στην αντινομία που ανέφερα παραπάνω. Ορμώμενος από ένα ψήγμα πραγματικότητας, που μπορεί να του έχει χαριστεί ακόμη και εν τη ρύμη του λόγου θα γεννήσει μια αφήγηση που θα δικαιώσει την αφηγηματική ύπαρξη του ανθρώπου της διπλανής πόρτας. Θα δικαιώσει το παράδοξο. Για να μην παρεξηγηθώ. Δεν βγαίνει επ ουδενί σοβαρή λογοτεχνία αν δεν έχει ο συγγραφέας τη δυνατότητα να γεννήσει ιστορίες ή προεκτάσεις ιστοριών που με τη σειρά τους θα εναποτεθούν σε ένα οργανικό σύνολο. Και βέβαια, κάτι πρέπει να υπηρετήσει η αφήγηση. Πρέπει κάτι να έχει να πει ο συγγραφέας πέρα και πάνω από πλοκή για να φτιάξει λογοτεχνία. Αλλά αυτά είναι άλλο θέμα.
Την ίδια μέρα που έκανα αυτή τη συζήτηση έτυχε να διαβάσω (εδώ) για την έκδοση μιας συλλογής άρθρων, «The Scandal of the Century», που έγραψε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ανάμεσα στο 1950 και το 1984. Ο Μάρκες είναι σίγουρα περισσότερο γνωστός ως συγγραφέας παρά σαν δημοσιογράφος. Κι όμως, αν πιστέψουμε τη δήλωσή του, «Δεν θέλω να με θυμούνται για τα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς ή για το Νόμπελ, αλλά για τις εφημερίδες», θα πρέπει μάλλον να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο Μάρκες απέτυχε. Γιατί αυτή του η επιθυμία δεν ικανοποιήθηκε. Ο Dwight Garner, που υπογράφει το κείμενο για την έκδοση αυτών των άρθρων, προσπαθεί να καταλάβει τη σχέση τού Μάρκες δημοσιογράφου με τον Μάρκες συγγραφέα. Προσπαθεί να διερευνήσει τη σχέση που έχει η συγγραφή λογοτεχνίας με τα μεγάλα θέματα (the long form narrative) που κατά καιρούς καταπιάστηκε ο Μάρκες στη δημοσιογραφία. Αυτό είναι ένα θέμα που μου ασκεί φοβερή γοητεία και συνδέεται άμεσα με τη συζήτηση που ξεκίνησα λίγο παραπάνω. Ακόμα μία έκφανση και απόπειρα λύσης του παραδόξου – ελάχιστες ζωές αξίζουν να αποτυπωθούν στο χαρτί, αλλά, από την άλλη, ελάχιστες ζωές δεν το αξίζουν αυτό – βρίσκεται στη λειτουργία της δημοσιογραφίας όπως φαίνεται να την ασκούσε ο Μάρκες. Ποια είναι η σχέση της μυθοπλασίας με τη δημοσιογραφία αλλά και πώς η μία επικοινωνεί, γόνιμα, με την άλλη; Και λέω «γόνιμα» γιατί έχουν υπάρξει ουκ ολίγες περιπτώσεις που ο δημοσιογράφος, ακριβώς αυτής της μορφής δημοσιογραφίας (the long form narrative), έχει ξεπεράσει τα όρια και έχει αφεθεί στη σαγήνη της μυθοπλασίας. (Θυμίζω την πρόσφατη περίπτωση του Claas Relotius, του Spiegel.) Γράφει λοιπόν ο Dwight Garner, που σχολιάζει το βιβλίο, ότι ο ίδιος ο Μάρκες έλεγε ότι ασκούσε δημοσιογραφία «με την ίδια υπευθυνότητα, ευχαρίστηση, και συχνά με την ίδια έμπνευση που θα έγραφα και ένα [λογοτεχνικό] αριστούργημα». Αυτή είναι μια εντυπωσιακή δήλωση γιατί η έμπνευση στη δημοσιογραφία είναι έννοια ομιχλώδης.
Αυτό όμως που φαίνεται να διέθετε ο Μάρκες ως δημοσιογράφος ήταν μια εξαιρετικά ακονισμένη αντίληψη και παρατηρητικότητα. Ο δημοσιογράφος (που τυγχάνει να είναι και μεγάλος συγγραφέας) πραγματεύεται το παράδοξο μέσα από την ταλάντωση μεταξύ δύο άκρων: οι κορυφές της ιδιοσυγκρασίας κάπως πρέπει να προσεγγίσουν τις πεδιάδες της πληθώρας των ανθρώπων, αλλά και αυτές οι πεδιάδες της πληθώρας κάπως πρέπει να βρουν τρόπο να ανέλθουν στις κορυφές της ιδιοσυγκρασίας. Και αυτή τη δουλειά την επιτελεί ο δημοσιογράφος τύπου Μάρκες με την ακονισμένη αντίληψή του. Με το εύρος αλλά και το βάθος της διεισδυτικότητας των παρατηρήσεών του. Εκεί συνίσταται η έμπνευση του δημοσιογράφου στην αφήγηση της *αντικειμενικής* πραγματικότητας. Η έμπνευση στη δημοσιογραφία λοιπόν δεν είναι μυθοπλασία αλλά αναλυτικό ταλέντο και εποποιία νοητικής διείσδυσης στις ευκαιρίες που ελλοχεύουν παντού, ακόμη και για τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Ελάχιστες ζωές αξίζουν να αποτυπωθούν στο χαρτί, αλλά, από την άλλη, ελάχιστες ζωές δεν το αξίζουν αυτό.