Δεν ήξερα πολλά για την Αίγυπτο, εκτός πως έλεγαν Μήνη τον πρώτο της Φαραώ, πως η Αλεξάνδρεια χαράχτηκε με αλεύρι και πως εκεί διαπράχθηκαν οι δέκα πληγές και έπαιζε στη διήγηση ο Γιουλ Μπρύνερ. Ως γερμανόφιλος οκταετής τσόγλανος δεν άντεχα που ο Ρόμμελ ήταν έμφορτος στρατηγημάτων πλην τον νίκησε ο Μονγκόμερης, ένας πετσικαρισμένος και φαντασμένος στρατηγός. Αλλά έτυχε να μου επιβάλει ο βίος μια σκαλομαρία ― έτυχε και επί μία δεκαετία την έζησα πολλές φορές.
Δεν ήξερα, αλλά έμαθα πως στο χορτάρι της Αλεξάνδρειας έβοσκαν πολλοί τσαλαπετεινοί και οι δενδροστοιχίες της ήταν από ακακίες. Πως στο αεροδρόμιό της οι αποσκευές, η μια επάνω στην άλλη, έμοιαζαν μυστηριωδώς με το βαλιτσομάνι στο Άλεν Ντάλλες της Ουάσινγκτον, και πως ως ταπετσαρία γελαστή οι ασελγείς της έφηβοι περίμεναν μεσήλικες ταξιδευτές προσεκτικά ενδεδυμένους, με βαμμένο κορακί μαλλί, λευκοπρόσωπους με ενσωματωμένο χρυσό ανάερο γυαλάκι και ειδικό μορφασμό στα χείλη, δουλικά μιμούμενοι κάποιο πορτρέτο του Καβάφη, σπανίως Έλληνες. Αν έβγαινες να βολτάρεις από τον κοιτώνα σου στη δροσιά ενός χειμωνιάτικου δειλινού, τα στέκια που επώλουν σίσα και κασκαντέ διέθεταν τους ίδιους εφήβους να συνοδεύουν τους ίδιους Καβαφείς με άλλην ένδυση, χωμένοι στις βαθύζωνες ξαπλώστρες, πέραν του Φάρου. Οι ίδιοι έφηβοι συνόδευαν σεμνά κορίτσια του Λυκείου σε αφανή ραντεβουδάκια ή στρατολογούνταν από ευρωπαίους ανασκαφείς με μεροκάμματο ένα λίτρο μπετζίνας.
Η ίδια η Αλεξάνδρεια ήταν μια άλλη χώρα και όχι μια ακόομη πόλη. Παρεκτός την συνήθη λωρίδα μοδέρνων κτιρίων, κάτι πυργοειδών, της Βιβλιοθήκης σε διεθνές στύλ και μία ζώνη επίζηλο παραθαλάσσια, που έφτανε έως την Λέπτις Μάγκνα και τα κιτρινωπά της ερείπια, η ψύχα και η ουσία της ήτονε συνοικίες όχι πολλές περιόδου Αγγλοκρατίας και έως του εγχρώμου σινεμά, φθαρμένες, όπου για να κατοικήσεις ανέτως, νοίκιαζες και μία οικογένεια του Δέλτα ώστε η κυρά να συμμαζεύει και να μαγειρεύει, ο σύζυγος να ψωνίζει και να συμβάλλεται με ταξιτζή που κουβαλούσε τα σφραγισμένα νερά από ένα μακρινό γερμανομάγαζο, ενώ τα παιδάκια γιόμιζαν τον αργελέ και εφάρμοζαν σωστά το επιστόμιο, αφαιρώντας το πλαστικό σκέπασμα. Όλοι ζούσαν κάτω από τα κλιμακοστάσια.
Στην Αλεξάνδρεια, έψαχναν ματαίως τον τάφο του Αλέξανδρου, διότι ο Γάλλος ναύαρχος που πριν τον Αιγύπτιο μηχανικό χαρτογράφησε την πόλη, τότε χωμένη στην άμμο, το έπραξε από την πρύμνη της φρεγάτας του και καταμέτρησε μια κατά μήκος λωρίδα αξιοπρεπώς, αλλά δεν έβλεπε καθόλου το νότιο τμήμα της αρχαίας πόλης, μήτε πολύ από το δυτικό της τέρμα. Έτσι την μαρμάρινη πόλη με το σταυροδρόμι ενός πλέθρου δεν την είδε, παρά εξέλαβε ως τέρμα Θεού την επιμήκη λεωφόρο, χωρίς διαμήκες τμήμα, έτσι οι μιμητές του ναυάρχου ώσπου να μετρήσει σωστά ο Αλ Φαλάκι, τοποθετούσαν το Σώμα ή Σήμα ένα στάδιο πιο αλλού. Κι έτσι έμεινε. Και μιλάμε για πόλη που οι Άραβες διατείνονταν πως από την λάμψη και την ασπρίλα μπορούσες να περάσεις στην αφώτιστη νυχτερινή λεωφόρο κλωστή σε βελόνα ― τόσο λάγαρο ήταν μέρα και νύχτα το Φώς.
Αλλά η Αλεξάνδρεια δεν ήταν το σινεμά του Φαρούκ, οι κολυμβητές στις αποθήκες του Στράβωνα και η σκεπτομορφή του Κωστή Μοσκώφ, αναμίξ με θρύλους για τη λίμνη του Μαντείου, το «Χαίρε παιδίος» μια συζήτηση ερμηνευτική περί του πώς το λυγιστό δομικό ξύλο των φοινίκων προσέδιδε μια λικνιστική αίσθηση στον χτίστη και κάτοικο μιας επαύλεως από τοπικά υλικά.
Άλλα δεν λέω για την Αλεξάνδρεια, καθώς μου βαραίνουν το στομάχι το Ασουάν και το Κάιρο και τελευταία μόλις ανατρέξω στο παχύ μπεμπέ-γαμωτσιμέντο της Ακρόπολης των Αθηνών, μια αιματωμένη κύστη πληθαίνει στο αφηγηματικό μου στόμα, και αδυνατώ να μη σωπάσω.