OLYMPUS DIGITAL CAMERA
Ημίν τοις φίλοις πένθος
03-12-2018

«Ελάτε να κάνουμε μια ομορφιά» ― Λευτέρης Πανταζής

 

Περιεργάστηκα ένα βίντεο 9:31 λεπτών, βασισμένο σε ιδέα ενός συγγραφέα, σε μουσικό τάπητα από νηπενθείς νότες και απαγγελία ενός συνθέτη, και στη διαδοχή εικόνων ενός τρίτου. Είχε τίτλο «Tο χιόνι μέσα του» και ήταν προφανώς αφιερωμένο στον Μίμη Σουλιώτη (1949-2012). Ο αφηγητής διάβασε ένα ποίημά του, μπορεί και δύο, μεσολάβησε μια διαδοχή φωτογραφιών και έκλεισε με ένα δικό μου κείμενο του 2014, με τον ίδιο τίτλο. Στο βίντεο χαρακτηρίζομαι ως «επιστήθιος φίλος».

Από τους τρεις, μόνον ο πρώτος προ εβδομάδων μου έστειλε στο messenger ένα σημείωμα, και δεν κοινοποιώ προσωπικά μηνύματα – είναι αμαρτία. Πάντως δεν περιείχε κάποια ειδοποίηση πως είχε μια ιδέα που σκόπευε να αναπτύξει. Κανένας από τους τρεις δεν ευδόκησε να με πληροφορήσει πως θα ήμουν κειμενογράφος, από τίτλου έως απόληξης, του πονήματος.

Καθώς δεν θεωρώ τον θάνατό του βίαιη διακοπή της σχέσης μας, είμαι φίλος με τον Μίμη από την εποχή του πρώτου «Τραμ» του 1971. Γνωρίζω επίσης από τον ίδιο αρκετά σημεία του προτέρου βίου του, όπως μου τα είχε διηγηθεί ή γράψει. Δεν μπορώ να υποστηρίξω πως ήμουν κολλητός του, καθώς ήταν κοινωνικός εν τη ερημία του και ήρθε περίοδος που τον συναντούσα αραιά. Είναι πάντως ο ποιητής που θεωρώ ξεχωριστόν και το δείχνω. Ανταλλάξαμε πλήθος σημειωμάτων, ενίοτε εμμέτρων. Συνυπήρξαμε στη Σαλονίκη, στην Αθήνα, στη Φλώρινα, στις Πρέσπες, στο Νυμφαίο, στα Γρεβενά, στα Σκόπια, στη Σόφια και στη Φιλιππούπολη, αλλά και στα Καλύβια Γερακινής, μπορεί και αλλού. Την κεντροευρωπαϊκή και μεγαλόνησο εκστρατεία του, εν πολλοίς αγνοώ.

Υπήρξε Φλωρινιώτης όσο υπήρξα Γιαννιτσιώτης ή Χωρεπισκαδίτης. Το σέβας σε κοιτίδες δεν σου προσδίδει ταυτότητα. Στο ετήσιο Αθηναϊκό δεκαπενθήμερό του στο άστυ, δεν φερόταν ωσάν τον Κρυστάλλη. Είχε πλήρη επίγνωση του περιβάλλοντος όπου μεγάλωσε και έζησε, συνειδητά αυτοεξόριστος. Ήταν και είναι πολίτης της Ποιήσεως, στην οποία δαπάνησε το αίμα και την πάσα ουσία του. Ήταν αριστερός και βαθέως κοινωνικός. Η οικογένειά του το ξέρει. Τώρα που απουσιάζει στα Ηλύσια, είναι πιο εύκολο να γίνει κατανοητή η δική του Φλώρινα ως προσωπική του αναμέτρηση με την κοινωνία. Δούλεψε στην Δημόσια Βιβλιοθήκη και μόχθησε για το Πανεπιστήμιό της, ειδικά στην Δημιουργική Γραφή, και κάποτε έβγαζε εφημερίδα. Τις θερμοπηγές και τα παγόβουνα που αντάμωσε στον βίο του, φρόντιζε πάντοτε να ασφαλίζει, ωσάν στεγανά σε υποβρύχιο. Συμμετείχε στα δρώμενα της Φλώρινας συνειδητά, επιλεκτικά και ουδέποτε ξενάγησε φίλο η γνωστό στα λημέρια της. Ερμήνευε δια στίχων τους ανθρώπους της, πάντοτε αδέκαστος και είρων σε βαθμό ακατανόητου κάποτε σαρκασμού. Σε ένα από τα σπάνια πεζά του υπό τον τίτλο «μικρά διηγήματα», αποκαλύπτει, με ολότελα διαφορετικό, μη ποιητικίζον ύφος, το ύψος της συνδρομής που κατέβαλε, ως τέλος διαμονής παιδιόθεν:

Έτυχε να αδειάσω πλάβα, επειδή κινδυνεύαμε.

 Γι’ αυτήν τη Φλώρινα, τιμωρήθηκε ικανοποιητικά. Και υποδειγματικά, ως προς άλλους μουστερήδες της εθελουσίας απομόνωσης. Καμία σχέση με τους μουντρούχαλους μονιστές της έκρηξης μετά το τρίτο τσίπουρο. Την πόλη την μέτρησε με τη φουρκέτα. Και με τις γεύσεις των κυράδων της, αλλά και με τους «εραστές της νύχτας» λειτούργησε την τελετή «Σκορδοκαΐλεια», καλώντας φίλους απ΄αλλού, ρέκτης των προσφωνήσεων και των χορών του τόπου, υποδεχόμενος κιμπάρικα αυτονομιστές και πρόφυγγες ήτοι Μυρμιδόνες και Τέτιγγες, φροντίζοντας να κατανοήσουν την Χάριν της Καταλλαγής, αναμίξ με εθνωτικούς και νοσταλγούς, τραντέλληνες και κατατονικούς αγριεμένους. Αν έστηνε την συμφωνία των Πρεσπών αυτός και όχι οι ειδικοί, σήμερα θα γιορτάζαμε σε απόκρυφο όργιο εξομολογήσεων την Λύτρωση από το Στίγμα. Και πάντα με τα χάλκινα της Vertkasband που αλώνιζε από Ανταρτικό κι έως τον Πισοδερίτικο ζυγό, περιμένοντας υπομονετικά, φορτωμένοι χαρτούρα, να τους πούμε «άντε τώρα, παίχτε τα δικά σας». Όπως Γουμένισσα, όπως Σκρά και Βλαχομόγλενα, όπως με τους νιζνάμηδες στο Γιαννιτσό που έρριχναν ματωμένες ματιές εκεί που οι άλλοι σκοτώσαν τη δασκάλα.

Στην εμφύλια καταρράκωση, αδύνατον να μείνω απαθής. Ο πατέρας μου, τέλειωσε το Διδασκαλείο Φλωρίνης το 1930 ως Εθνικός υπότροφος. Προ ετών είδα και χάρηκα, αναρτήσεις για το εσβεσμένο ίδρυμα και ζήτησα να προσθέσω τις εμπειρίες του, καθώς η φατσούλα του υπήρχε σε φωτογραφίες, αλλά πουθενά το ονοματάκι του. Πήρα το τρίτο το μακρύτερο. Η σιωπή ήταν παραπάνω από το παγοκρύσταλλο κι έφτυσα τον κόρφο μου που δεν τους έστειλα ένα μικρό θησαυρό από πρακτικά των μαθητών που συνεδρίαζαν ομού, αποφασίζοντας για το καθετί. Ο πατέρας μου, μνημόνευε τους φίλους του: ήταν ο Γιούρτσης και ο Μαλέρος, ο λεχοβίτης Γκοσιόπουλος και μόνον δύο Πόντιοι, ο Μωϋσιάδης και ο Ατματζίδης, όλοι δάσκαλοι. Αιώνας κοντεύει να κλείσει και οι φοβικοί φροντίζουν να περιχαρακώσουν τον καθένα που έσπειρε κάτι παραπάνω από σκουπόχορτο στα Λυγκηστικά και Πελαγονικά πεδία.

Ο Μίμης κρατούσε πάντοτε στεγανά που μας άφηναν συχνά έκπληκτους. Αναρωτιόσουνα δηλαδή, πώς κατάφερνε να υπάρχει χωρίς ένα ξέσπασμα. Ουδέποτε γνώρισα ή απλώς συνάντησα πολλές υπάρξεις που μετά τον θάνατό του, αποδείχτηκε πως πλαισίωνε ή τον πλαισίωναν. Γι’ αυτό και μόνον αυτά που βίωσα και γνωρίζω μπορώ να βεβαιώσω. Δεν έλεγε τον πόνο του, για να το εκφράσω απλά. Προτιμούσε να σαρκάζει. Και να ξεπερνάει την αθυμία του, ως αβαρής ουσία, αυτός, ο με τέτοιο βάρος στην καρδιά του. Στις αποτιμήσεις του, υπήρξε επιγραμματικός και ακαριαίος. Διαπραγματευτής, όχι συνηθισμένος – βουνά από περιττές ενέργειες απέφευγες εάν τον εμπιστευόσουν. Μήτε υπηρετούσε κάποια προεικόνα, κάποια «στάση ζωής». Οι φίλοι του, ήταν νησιά ενός αρχιπελάγους που δεν ευτυχούσαν να τους συμπεριλαμβάνει σε κοινό δρομολόγιο. Δεν συνδύαζε ωφελιμιστικά τις ποιότητές του. Ζούσε σε άρρητους κόσμους. Χωρισμένους αλλά ευκρινείς. Σχεδόν ποτέ δεν χαρακτήριζε κάποιον, αλλά διέθετε την ακτινογραφία τους. Αν έβλεπε το βίντεο που περιεργάστηκα, θα έλεγε απλώς «όχι τέτοια».

Ήξερα κατά καιρούς τις συμπάθειές του, όταν του ξέφευγε ένα ίχνος ευνοίας. Την Μεκάση του. Τον Χρήστο Καββαδά, παραδείγματος χάριν. Τον τρόπο που μιλούσε για τα παιδιά του, που αγκάλιαζε εγγόνα. Κυρίως, τον Μανόλη Σαββίδη και το στυλ του. Τον τρόπο που κοιτάζονταν μεταξύ τους, μελίρρυτα. Χάρη στον Μανόλη, έχουμε τη φωνή του, σε απαγγελίες στο «Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού». Αυτόν που φροντίζει το αρχείο του, και ήταν ο μόνος που επέτρεπε την Οδύσσεια της αποτίμησης του έργου του, από την κοιτόστρωση έως τα ακροκέραμα. Πάντως τα δικά του τραγούδια, τα άφηνε να αιωρούνται σε κυψέλες μνήμης. Υπήρξε και αοιδός, σε δημόσια έκθεση. Αλλά δεν μιλούσε όταν του τα θύμιζες. Απλώς γελούσε χαλαρά, δαγκώνοντας κεφάτος την άκρη της γλώσσας του. Ο μεταφραστής του, εάν υπάρξει, θα στενάξει.

Θα στέκομαι πάντα, αδέσποτο πιστό σκυλί, στο σινιάκι της ταφής του. Δεν γουστάρω την επιφάνεια ενός «Φλωρινιώτη ποιητή». Ειδικά σε ανθρώπους που δεν φαίνεται να κατάλαβαν πως ένα κείμενο γραμμένο για θρήνο σε ιστοσελίδα, δεν δομείται το ίδιο με ένα ανακάλημα που περνάνε από κάτω του εικόνες. Με σύνεργο ένα μουσικό χαλί, αυτό το έωλο ερπετοειδές, που πλανάρει και γυαλοχαρτίζει το θεάσθαι και το φρονείν.

Hμίν τοις φίλοις πένθος. Τα ομιχλώδη τοπία, η φωνή που μπασάρει, η διασκευή από τα reflections, είναι από καιρό έρμαια διαφημιστικών spots όπου αναδεικνύονται τοπικά και αξέχαστα προϊόντα, δωδεκάχρονα ουίσκι και αγγελοπουλικοί ουρανοί. Αυτό που βιώσαμε με τους επικηδείους στο ξόδι του, βαίνει στην ολοκλήρωσή του. Εξ άλλου, τα δάκρυα είναι εύκολα: αρκεί να πείσεις το κοινό να πιέσει ελαφρά με δυο δάχτυλα, τη ρίζα της μύτης του. Ακουσίως θα κλαύσει.

Ως εδώ, και τα υπόλοιπα καπνός.