πρόσφυγΚάνω ένα γρήγορο υπολογισμό, μέτρηση με τα δάκτυλα, και καταλήγω ότι έχω ζήσει σε είκοσι τρία σπίτια. Ίσως κάποιο έμεινε εκτός, όχι από τα πρώτα μου χρόνια αλλά κάποιο ξεχασμένο στη νεανική βιασύνη. Στρατιωτικός ο πατέρας μου, η παιδική ηλικία μια διαρκής μετακόμιση. Κούτες και κιβώτια στην αρχή του καλοκαιριού, εγώ σπινταρισμένος και ενθουσιασμένος ανάμεσά τους. Η αδρεναλίνη στο κόκκινο, ο αποχαιρετισμός σε συμμαθητές και φίλους ήταν η χαρά μου.
Κεκτημένη ταχύτητα μέχρι την ενηλικίωση που ύστερα με τράβηξε πιο πέρα. Σε μερικά σπίτια έζησα με συντρόφους σε κάποια μόνος. Έχω την αίσθηση, σιγουριά περισσότερο, ότι αν μου δέσουν τα μάτια σε ένα από αυτά, με τη βοήθεια μνήμης του κορμιού που έμαθε με επαναλήψεις κινήσεων, θα μπορέσω να βρω το δρόμο μου στα τυφλά.
Έχουν δύναμη τα σπίτια πάνω μας, το έμαθα και αυτό με τα χρόνια, αφήνουν αποτύπωμα στη ζωή μας. Στη σιωπή νιώθεις τη δύναμή τους, οι παλιές σκέψεις και οι συνομιλίες, δικές μας και άλλων, κρυμμένες μέσα στη σιωπή τους. Αιχμάλωτες και ορφανές, σε τοίχους όπως παλίμψηστα ή στον αέρα των δωματίων όπως φαντάσματα.
Πριν την τελευταία μετακόμιση και επιστροφή, πέρασα τη νύκτα στο άδειο διαμέρισμα. Μόνα έπιπλα το κρεβάτι, το κομοδίνο, μια συρταριέρα και τρεις καρέκλες που υπήρχαν εκεί με την ενοικίαση. Ένας φίλος που βοήθησε στο τελικό συμμάζεμα κοίταξε το διαμέρισμα άδειο και μου πρότεινε να περάσει την τελευταία νύχτα εκεί. Να μην είμαι μόνος, είπε, σε αυτήν τη θλίψη. Αρνήθηκα, προσδοκούσα να ήμουν μόνος την τελευταία νύκτα. Ηχείο ένα άδειο σπίτι, αφουγκράζεσαι στη σιωπή, ξύπνιος ή σε όνειρο. Τελευταίος ύπνος πριν παραδοθεί το κλειδί στη θυρωρό. Δεν θυμάμαι τί ονειρεύτηκα, αν ονειρεύτηκα.
Μπορεί και τίποτα. Όπου γη και πατρίς, wherever Ι lay my hat.
Πριν χρόνια βρέθηκα παρκαρισμένος έξω από διαμέρισμα στο οποίο είχα ζήσει, άλλα τόσα χρόνια και περισσότερα πιο πίσω. Λιακάδα και κρύος απριλιάτικος καιρός, κοιτούσα το διαμέρισμα του πάνω ορόφου, το παράθυρο. Θυμόμουν τη σιλουέτα πίσω από τις γρίλιες σαν άκουγε τον ήχο της μηχανής του αυτοκινήτου μου. Ερχόταν στο παράθυρο να βεβαιωθεί ότι ήμουν εγώ, ότι είχα φτάσει ασφαλής, ιδιαίτερα σαν το είχε στρώσει – χειμώνας. Αγχωνόταν που οδηγούσα με χιόνι, δεν ήμουν μαθημένος έλεγε (ακόμα δεν είμαι, μισώ το χιόνι). Κοιτώντας τη γρίλια έφερα στο μυαλό μου αυτό που μου είχε πει άλλος φίλος, Έλληνας, για τη διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Αμερικανών – χρόνια πριν βγει η ανακύκλωση. Ότι οι Έλληνες επιστρέφουμε το μπουκάλι της μπύρας στο μπακάλη ενώ οι Αμερικανοί πετούν το κουτί στα σκουπίδια. Φαντάσματα πλέον και οι δικές του οι σκέψεις, ποιος ξέρει ποιά σπίτια στοιχειώνουν. Στο διαμέρισμα μπροστά μου, οι δικές μας οι συζητήσεις, οι σκέψεις, από τότε, ένα μαζί με (- πόσων; – ) αγνώστων που ακολούθησαν και θα συνεχίσουν να ακολουθούν.
Πεπραγμένα και μη αναστρέψιμα. Το βλέμμα μου άφησε τη γρίλια στο παράθυρο και γλίστρησε προς τους κάδους των σκουπιδιών στη γωνία του πάρκινγκ. Το πρωί που μετακομίζαμε, Ιούνιος, αρχή καλοκαιριού, βγήκα να πετάξω κάτι πράγματα. Και ήταν η πρώτη φορά που μου κίνησε η περιέργεια να τρυπώσω πίσω από το συγκρότημα ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων που μέναμε. Βγήκα σ’ ένα βαθούλωμα της γης σαν πλατύ αυλάκι, αντιπλημμυρικό έργο, μια μικρή πράσινη κοιλάδα που έβγαζε σε λιβάδι ανάμεσα στα ελεεινά developments. Ψευδαίσθηση απλωσιάς και από χρόνια γνώριμου, μίλια μακριά από τη suburbia. Ανυποψίαστος όλο αυτόν το καιρό για την ύπαρξη του λιβαδιού, κράτησα την εικόνα και την εντύπωση δική μου. Δεν του μίλησα, δεν ήθελα να τη χαλάσω με μοιρασιά. Κάτι για το οποίο μετάνιωσα.
…πικρή στη φούχτα μου η γαλήνη.
Διάβασα για μια φυλή Ιθαγενών Αμερικανών στον Ισημερινό, τους Τζάμα-Κοάκι οι πρόγονοι των οποίων έφτασαν τον τρίτο αιώνα π.Χ. σε κοιλάδα που ανοίγει προς τη θάλασσα, τον Ειρηνικό. Η κοιλάδα βρίσκεται δυτικά από το ηφαίστειο Πιτσίντσα στους πρόποδες του οποίου είναι χτισμένο το σημερινό Κίτο. Το 90 μ.Χ. όταν το ηφαίστειο εξερράγη και σκέπασε τα πάντα – ποτάμι, οικισμούς και καλλιέργειες – με τέφρα, αυτοί έσωσαν όσα μπόρεσαν και εγκατέλειψαν τα σπίτια τους. Κατέφυγαν σε πλαγιές στα γύρω βουνά όπου η βροχή ξέπλυνε γρήγορα τη στάχτη ή κατέληξαν πρόσφυγες για αλλού σε μέρη που ζούσαν άλλες κουλτούρα. Η γη τους είχε καταστραφεί, αφιλόξενη και στέρφα για τρεις αιώνες. Οι τρεις αιώνες χωρισμού χωράνε δώδεκα γενιές ανθρώπων, ίσως παραπάνω. Οι απόγονοί τους επέστεψαν παρά το κενό 300 χρόνων και το δηλητήριο της τέφρας. Οι αρχαιολόγοι διαπίστωσαν ότι ξανάφτιαξαν τη ζωή τους με συνήθειες ίδιες, ξανάχτισαν σπίτια στα ίδια μέρη.
Έντονη η πρώτη μου ανάμνηση στο σπίτι που γεννήθηκα, στο πατρικό στην Κέρκυρα. Πιο παλιά δεν με σηκώνει η μνήμη. Θυμάμαι το δωμάτιο, τον εαυτό μου σε κρεβάτι, δίπλα μια ξύλινη ραφιέρα. Εικόνα την οποία επιβεβαιώνει η μητέρα μου. Τα πάντα ακίνητα πλην ενός μόνο στοιχείου που είχε όμως παγιδέψει το βλέμμα μου. Η αχτίνα φωτός πάνω από το κρεβάτι και μέσα της, η μόνη κίνηση, η σκόνη, η πληθώρα κόκκων που στροβιλίζονταν λαμπροί. Αυτό δεν το θυμάται η μάνα μου.
Μόλις εκκολαφθεί ένα χηνάκι ακολουθεί ό, τι πρωτοπιάσει το βλέμμα του να κινείται. Αρχίζει κυνηγητό πίσω από την κίνηση που ίσως είναι η βιολογική του μητέρα, το πιθανότερο, ίσως όχι. Η «εγχάραξη» όπως την περιέγραψε ο αυστριακός Konrad Lorenz.
Η σπηλιά του δωματίου, η μητέρα, η πατρίδα. Το φως του ήλιου εισβάλει, η αχτίνα πυρπολεί κόκκους σκόνης που κινούνται, ο καθένας στο δικό του τρέξιμο. Όμορφο και ελεύθερο. Φαινομενικά. Το στροβίλισμα των κόκκων ονομάζεται κίνηση Μπράουν και ακολουθεί αυστηρά νόμους φυσικούς. Καμία ελευθερία, απλή σκόνη.
Από τις φωτογραφίες του Γιάννη Μπεχράκη υπάρχει μια, αυτή σ’ έναν προσφυγικό καταυλισμό, βράδυ. Φωτιές μπροστά από κακοστημένα καταλύματα και από πάνω το φεγγάρι σε καθαρό ουρανό. Δεν είναι από τις φωτογραφίες του που μας σέρνουν πρόσωπο με πρόσωπο με την τραγωδία και τον πόνο, πόνο ανέγνωρο για τους περισσότερους (εύχομαι να παραμείνει έτσι). Η συγκεκριμένη φωτογραφία συνειδητά αμβλύνει τη σκληρότητα του προσφυγικού βιώματος ώστε να μπορέσουμε να σταθούμε δίπλα ήρεμα με τα δικά μας βιώματα.
Το δωμάτιο, η μητέρα κι εγώ στο κρεβάτι. Η χαρούμενη κίνηση των κόκκων, μια υπόσχεση αυτονομίας. Πρέπει να άπλωσα το χέρι να κρατήσω, όπως κάνουν τα μωρά ή να γέλασα. Παρέμεινε υπόσχεση καθηλωμένη σε ζωή in between, στο ενδιάμεσο μετακομίσεων από σπίτι σε σπίτι. Το χέρι άδειο. Άδειο και το πατρικό διαμέρισμα σπασμένο σε δώδεκα κομμάτια. Σε άλλο τόπο με πάει η θύμηση και αλλού με φέρνει μια συμβολαιογραφική πράξη. Πίσω δεν γυρνάς, έχει αλλάξει ο τόπος αφού περισσότερο άλλαξες εσύ. Μαθαίνουμε στον πόλεμο, στο εμπόδιο και στην ανατροπή. Όπως του Οδυσσέα, ο τόπος βουλιάζει γύρω μας στην επιστροφή και εμείς θα σηκώσουμε όπλο να σταθούμε για να μη βυθιστούμε μαζί του.
Όπως και οι Ινδιάνοι Τζάμα-Κοάκι. Γύρισαν στο τέλος σε αυτό που κράτησε η μνήμη πατρίδας, δώδεκα γενιές κομμάτια. Αλλά τί κι αν επέστρεψαν, τί κι αν βρήκαν τα παλιά ιερά πάνω στους λόφους της κοιλάδας; Η μεγάλη αλλαγή είχε γίνει. Από τα ειδώλια που έφτιαχναν με την νέα αρχή πολλά κρατούσαν ασπίδες κι ακόντια ή ήταν στολισμένα με κομμένα κεφάλια-τρόπαια.
Η εξορία μαθαίνει στον πόλεμο.