Desert (οικολ.) (=έρημος) Χερσαίο οικοσύστημα, το μεγαλύτερο τμήμα επιφάνειας του οποίου δεν καλύπτεται από βλάστηση. Υπάρχουν έρημοι θερμές και έρημοι ψυχρές, άλλες αμμώδεις και άλλες όχι. Σε όλες τις περιπτώσεις το νερό είναι λιγοστό. Σε ορισμένες ερήμους από καιρό σε καιρό υπάρχουν δυνατές βροχοπτώσεις, αλλά το νερό εξατμίζεται πολύ γρήγορα. Φυτά: κάκτοι, ξηροφυτικοί θάμνοι. Ζώα: έντομα, ερπετά (φίδια, σαύρες). Βέβαια η πανίδα και η χλωρίδα εξαρτώνται από το είδος της ερήμου. ΛΙΛΙΑΝ ΚΑΡΑΛΗ, Λεξικό αρχαιολογικών-περιβαλλοντικών όρων, Λήμμα “Desert”
2
Πρώτη φορά που άκουσα το όνομα Νάνσι Χολτ ήταν την προπερασμένη Μεγάλη Παρασκευή. Δεν το άκουσα, το είδα. Μόλις άνοιξα τον υπολογιστή με τον κατά προτεραιότητα πρωινό αυτοματισμό που έχει αντικαταστήσει στις μέρες μας την πρωινή προσευχή ή το βούρτσισμα των δοντιών, βρέθηκα αντιμέτωπη με ένα ακόμα ανούσιο σκρινσέιβερ απ’ τον απύλωτο οχετό εικαστικών απόβλητων με τα οποία υπόσχονται να εξασφαλίσουν ατελείωτη ποικιλία διασκέδασης για τον ευτυχή χρήστη αυτοί που κόπιασαν να τα παραχώσουν στα σώψυχα του ηλεκτρονικού συνομιλητή μας. Στο απεριόριστο πεδίο της ψηφιακής ισοπεδωτικής καλολογίας του μέσου όρου, του κοινού νου και του κοινοδίκαιου, της στατιστικά λυσιτελούς νόρμας, η αισθητική που πρότειναν κάποτε τα χειροποίητα ζωγραφικά αντίγραφα νεκρών φύσεων που τα πουλούσαν, και ίσως ακόμα να τα πουλάνε, αλλά τώρα πια σε εκσυγχρονισμένη τυπωμένη σε λέιζερ εκτυπωτή εκδοχή, τα υαλοπωλεία, αντιπροσωπεύεται από φωτογραφικά φυσικά τοπία μιας εφιαλτικής ρωπογραφικής ουτοπίας. Τοπία του πουθενά, φαντάσματα μιας βρυκολακιασμένης άψυχης φύσης που έχασε πρώτα το ήθος, ύστερα το νόημα και μετά την ψυχή της με την συνεχή εξουθενωτική υποβολή της στη καταναλωτική χρησιμοθηρία και την τερψιθηρία, και επιπλέει τώρα σαν ασυνάρτητη σαβούρα στον θολό ωκεανό ενός μακάβριου βλέμματος που έχασε κι αυτό τον ιδιοκτήτη του, -δεν είναι παρά μια οπισθοφωτισμένη με κλινικό φως νεκροτομείου γυάλινη οθόνη όπου καθρεφτίζεται ό,τι χειρότερο μπορούσε να πάθει το είδωλο της πραγματικότητας -αφού έπαψε να είναι μιμητικό, συμβολικό, υπερπραγματικό, αναστοχαστικό, κατέληξε εικονικό. Τοπία -σκελετοί στο νεκροταφείο της ολικής έκλειψης του βλέμματος, στο δρόμο προς την ολική έκλειψη του ανθρώπινου όντος: τη θέση τους έχει πάρει μια απορφανισμένη τερατώδης γεννήτρια σκέψης, ένα στημένο στοχαστικό ρευστό που το μόνο επίκτητο ανθρώπινο χαρακτηριστικό που διαθέτει είναι βουλιμική υπερκαταναλωτική ροπή και πολιτικός αμοραλισμός. «Εξοικονομητής οθόνης», «πρόγραμμα προφύλαξης οθόνης», ή «πρόγραμμα προστασίας οθόνης» ή «σωσίβιο οθόνης» : οι μεταφράσεις, που ακροβατούν στην αιχμή του γλωσσικού νοήματος, συνοψίζουν τα υπερφυσικά, απανθρωπισμένα επίπεδα αυτοματισμού της τεχνολογίας σκρινσέιβερ που κάποτε στο ψηφιακό παρελθόν ανταποκρίθηκε με ένα σωσίβιο πρόγραμμα σε ένα πραγματικό τεχνικό κενό, προτού δηλαδή τα θνητά δάκρυα της θεάς αντικατασταθούν με υγρούς κρυστάλλους που είναι παντογνώστες συλλέκτες οραμάτων, δεν χρειάζονται προστασία, το πρόγραμμα μετέπεσε με την αχρήστευση σε διακόσμηση, και άρα μπορεί να υιοθετήσει, όπως και έγινε, το λειτουργικό, πρακτικά και ποιητικά, όνομα «ταπετσαρία». Δίπλα στην τηλεοπτική οθόνη παραγωγής ιδεολογικού προκάτ προστέθηκε άλλο ένα φενακιστοσκόπιο παρασκευής ιδεολογικών οραμάτων καλοπέρασης. Έχει διανυθεί όλη η διαδρομή από τις ρωπογραφίες του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, στα «πράγματα της φύσης» του Τζόρτζο Βαζάρι, την ακίνητη σωπηλή ζωή ή τις άψυχες φύσεις του Ντιντερό, τη μίμηση, την από-μίμηση, την εξαΰλωση της φύσης στο διδακτικό μεσαιωνικό συμβολισμό και τη συνακόλουθη βανιτογραφία, την πληθωρική ανάκτησή της στη φλαμανδική αφθονία, την ολοκληρωτική αλλαγή προγράμματος με τις πλαστικές αναζητήσεις του Σεζάν, την αποξένωση και τη χειραγώγηση του σουρεαλισμού, τη μονοδιάστατη χρηστική καθήλωση με την ποπ, σε μια προσπάθεια ανάκτησης όρων φυσικής ανασύνθεσης με το ρέντι-μέιντ, το ομπζέ τρουβέ και το ασαμπλάζ, στον έσχατο εξευτελισμό του καπιταλιστικού εξιδανικευμένου καταναλωτισμού, στις προκάτ ιδανικές καταναλωτικές νεκρές φύσεις σκρινσέιβερ, -πριν επιστρέψουμε, σωστικά, και ίσως σωτήρια, στην πρωταρχική αγωνία και αγνωσία των σκιωδών μορφών του πλατωνικού σπηλαίου. Άρχισαν να παρελαύνουν στην οθόνη μου εξωτικά μουράγια συνδυασμένα με καταχιόνιστες αλπικές κορφές δίπλα σε μακάριες αγελάδες που έβοσκαν σε ατελείωτες φωτοσοπικές ολοπράσινες πεδιάδες με διαδοχικά κολλήματα της πιο άμεμπτης φυσικά και ηθικά χλόης ενώ στο βάθος μια γενναιόδωρη αντίληψη της δημοκρατίας του οράματος της Κακανίας που είχε μεταμορφωθεί σε Τερψιθέα, πρόσθεσε και μερικά δελφίνια που η ράχη τους γυάλιζε καθώς χοροπηδούσαν μέσα κι έξω απ’ το νερό ακολουθώντας χαρούμενα ένα σαρδανάπαλο πλωτό μέσο, κάτι ανάμεσα σε μαούνα του Μισισιπή, πετρελαιοφόρο του Νιάρχου και ιστιοφόρο του Πίτερ Μπρέγκελ. Τη Νάνσι Χολτ λοιπόν την πρωτάκουσα ή μάλλον την πρωτοείδα την προπερασμένη Μεγάλη Παρασκευή: κλικάροντας στο εικονίδιο του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μόλις το σκοτάδι κατάπιε το οδυνηρό σκρινσέιβερ, με την ίδια επείγουσα αγωνιώδη αίσθηση κατασπατάλησης χρόνου που το κάνω κάθε μέρα, καθώς άνοιξα ένα μήνυμα ενός σάιτ με εικαστικές πληροφορίες που από μόνο του μπορεί να τροφοδοτήσει με θέματα για θέσεις όλους τους φιλόδοξους και φιλόδοξες επιστάτες και επιστάτριες τέχνης που διαγκωνίζονται για μια θέση στον ανύπαρκτο ήλιο της ντόπιας αγοράς εικαστικών προϊόντων. Εκεί προαπαντήθηκα με τη φωτογραφία ενός άγνωστου τοπίου -λέω «άγνωστο» και «τοπίο» και αισθάνομαι την ανάγκη να διευκρινίσω: μια περιοχή οπτική χωρίς καμιά άμεση πολιτισμική αναφορά. Ο δίσκος του ήλιου, αρκετά χαμηλά στον ορίζοντα, ήταν ήλιος μα λείποντας κάθε στοιχείο προσανατολισμού, θα ήταν αδύνατο σε μένα να πω αν ανέτελλε ή αν έδυε.
(Συνεχίζεται)