Desert (οικολ.) (=έρημος) Χερσαίο οικοσύστημα, το μεγαλύτερο τμήμα επιφάνειας του οποίου δεν καλύπτεται από βλάστηση. Υπάρχουν έρημοι θερμές και έρημοι ψυχρές, άλλες αμμώδεις και άλλες όχι. Σε όλες τις περιπτώσεις το νερό είναι λιγοστό. Σε ορισμένες ερήμους από καιρό σε καιρό υπάρχουν δυνατές βροχοπτώσεις, αλλά το νερό εξατμίζεται πολύ γρήγορα. Φυτά: κάκτοι, ξηροφυτικοί θάμνοι. Ζώα: έντομα, ερπετά (φίδια, σαύρες). Βέβαια η πανίδα και η χλωρίδα εξαρτώνται από το είδος της ερήμου. ΛΙΛΙΑΝ ΚΑΡΑΛΗ, Λεξικό αρχαιολογικών-περιβαλλοντικών όρων, Λήμμα “Desert”
1
Το απρογύμναστο, άκριτο βλέμμα είναι όργανο και θρέμμα της άγνοιας, της προκατάληψης και της ιδιοτέλειας,— μυζητήρας ακόρεστης χρησιμολατρείας. Μια πρωτόγονη, αρχαϊκή θεά με γαμψά αρπακτικά νύχια και ανεπίγνωστα αιθέρια φτερά πεταλούδας. Ανεμοπορεί ανεμοβοσκώντας και σαρώνοντας άγνωρα επιδίδεται σε μαζικές εκτελέσεις σημείων που εκπέμπουν άγνωστα σήματα στο συμβολικό κόσμο του οπτικού πεδίου. Εχθαίρει τον κάλυκα που δεν αλαλάζει με οσφραντικό ορυμαγδό πως πρόκειται για αποθήκη θρεπτικού νέκταρος. Εχθαίρει τον κεντητικό πλούτο της φαντασίας. Την αισθητηριακή μέθη της. Τη ριζοτόμο τόλμη των αφαιρέσεων, τα ζεύγματα των συνειρμών της. Είναι νεροκουβαλητής της θεολογούσας οικονομίας. Ο ρόλος του δεν είναι να καταδύεται στην άβυσσο της κατανόησης παρά να επιπολάζει στα ρηχά ιδιοποιούμενο καταναλωτικά το χρήσιμο με λακωνικές διαδικασίες εκκαθάρισης και απόρριψης συμβάλλοντας στην αυτοσυντήρηση και την αναπαραγωγή. Στις χρυσές πύλες του εξαργυρώνεται με μίσος και αποστροφή η ευεργεσία του φωτός πληρώνοντας ιδεολογικό τέλος εισόδου-εξόδου στα ασφυκτικά εγωτικά όρια του εαυτού. Είναι γεννήτρια συντηρητικής οπισθοδρόμησης και πολιτικού φασισμού. Μετανάστη, εμιγκρέ ή πρόσφυγα—εχθρεύεται τον ξένο· το αλλότριο και ξένο. Η επιλεκτική του κλειστοφοβική μνήμη κολοβώνει τη δυνατότητα τού ανοιχτού ορίζοντα σε ένα κατάφρακτο δωμάτιο εγκλεισμού χωρίς σημείο φυγής ή υπόσχεση ελευθερίας. Δεν υπάρχει χειρότερη καταδίκη από τον ισόβιο εγκλεισμό του βλέμματος. Την αλμυρή έρημο του βλέμματος που δεν διδάχτηκε το μάθημα των θνητών δακρύων μήτε έμαθε να καθυστερεί αποταμιεύοντας το θησαυρό του φωτός που μόλις το αγγίξει εξατμίζεται σκοτεινιάζοντας τον κόσμο με τα οικεία θλιβερά φαντάσματα της μισαλλοδοξίας.
………………………………………………………………………………………………………………………
Μαθαίνω πως τώρα πια σ’ ένα καλό δημόσιο σχολειό στην Αθήνα τα οχτάχρονα παιδιά καθισμένα στην τάξη σε σκόπιμο κύκλο και όχι στιχηδόν εκδίδουν τακτικά μετεωρολογικό δελτίο συναισθημάτων—το λένε κιόλας μεταξύ τους συνοπτικά μετεό. Η λύπη τους έχει την όψη, τον ήχο και το χρώμα της βροχής και της συννεφιάς· η χαρά τους τον ηλιόλουστο ειρηνικό συναγερμό μιας ανοιξιάτικης μέρας. Αυτή η συναισθηματική κοσμολογία, μια ελεύθερη φαντασία πάνω στα μετέωρα καθρεφτισμένη στο λόγο, έρχεται από κοντά σ’ εκείνη την ποιητική τροπή, το δικαιωμένο ψυχικό ανάβρυσμα του ποιητικού λόγου που καλλιέργησε παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη από την αρχαία γραμματεία ο λειτουργικός ανιμισμός των βυζαντινών ρητορικών Εκφράσεων. Είναι ένα ριζικό διδακτικό τρόχισμα του βλέμματος και μια πρόσκληση στην εμπιστοσύνη και την επιστήμη της περιγραφής με το λόγο, ένα προγύμνασμα ποιητικής και ηθικής συνείδησης μέσα από το γιορτινό τραπέζι των αισθήσεων και των συναισθημάτων. Ένα είδος καλλιέργειας που οι δικές μας γενιές, αναγκασμένες να πορευτούν στη δημόσια πολιτική δυστυχία της πρώτης εικοσιπενταετίας του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα κατά κανόνα δεν έλαβαν σαν δικαιωματικό δώρο της εγκύκλιας παιδείας, προσανατολισμένης αποκλειστικά σε μια ύποπτη και καχύποπτη εθνική και εθνικόφρονα, θανάσιμης μονομέρειας μονοθρησκευτική επιβίωση. Αν τα σημερινά παιδιά δεν ευδοκήσουν, θα είναι επειδή η παλιά ξορκισμένη κατάρα του εγκλεισμού του βλέμματος ξεμυτίζει πάλι απρόσμενα σε απίθανες λερναίες αναβιώσεις, επινοεί νέες ιδεολογικές συμβάσεις, εκσυγχρονίζεται με απρόβλεπτη ευρηματικότητα σε νέους ιδεολογικούς κώδικες, αποκτάει νέα ορμή και επιτάχυνση από την περίσσεια δημαγωγικής έκθεσης που προσφέρει η ψηφιακή και τηλεοπτική επικοινωνία, και κανείς προσώρας δεν βρήκε τον οριστικό τρόπο ανάσχεσης αυτής της κατηφορικής πορείας προς τα τάρταρα.
………………………………………………………………………………………………………………………..
Απέναντι στο σπίτι που κατοικούσαμε υπήρχε ένα άλλο σπίτι με έναν μικρό ολάνθιστο κήπο. Κάλες και τριανταφυλλιές δίπλα σε μια γριά τουλούμπα που το χερούλι της κάθε φορά που το ανεβοκατέβαζα και όγκιζε υπόκωφα βραχνά κι ανθρώπινα μου έδινε το θαυμάσιο αίσθημα της επικοινωνίας με τα φυσερά ενός τεράστιου γήινου πνεύμονα, κρυμμένου στα απρόσιτα βάθη, που ανταποκρίνονταν εκτοξεύοντας λαχανιασμένος εκείνες τις θαυμαστές εκπνοές, με σιντριβάνια από αμβρόσια άχνη ολοζώντανου νερού για να ποτίσει το διπλανό παρτέρι με τους μενεξέδες. Συμπληρώνοντας αυτήν την σφαιρική αποκριτική αρμονία και σύμπλευση στους σκοπούς και τις προθέσεις ανάμεσα σε έμψυχα και άψυχα, ένα μεγαλούτσικο υπόστεγο κλειστό από τις τρεις μεριές με τους τοίχους διπλανών σπιτιών και ανοιχτό μπροστά πρόσφερε δυο βήματα πιο πέρα την ιδανική προστασία απ’ τους καιρούς και τα ιερόσυλα βλέμματα των μεγάλων και συνάμα την αίσθηση της ελευθερίας του ύπαιθρου που χρειαζόμασταν σαν παιδιά. Εκεί τελούσαμε μια προϊστορική τελετή προτού αρχίσουμε τους αυτοσχεδιασμούς των παιχνιδιών μας. Τη λέγαμε «οι σωροί» και στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια προκαταρκτική επιχείρηση καθαριότητας του βλέμματος για να αφεθεί ελεύθερο το πεδίο στον ανεμπόδιστο καλπασμό της φαντασίας μας. Καθαρίζαμε απ’ το χωμάτινο δάπεδο του υπόστεγου και το τελευταίο λιθαράκι, και το τελευταίο κλαδάκι ή ξερό φύλλο που είχαν ανεμίσει οι βοριάδες, δεν τα πετούσαμε αλλά παστρικά παστρικά τα συγυρίζαμε σε συμμετρικούς σωρούς που άλλοτε οξυκόρυφες πυραμίδες και άλλοτε σαν καστρόπουλα με επάλξεις ήταν μικρά κατορθώματα παιδικής καλλιτεχνίας. Ήταν τα πανάρχαια τελετουργικά κερν μας, οι λιθοσωροί του αταβισμού μας· μικρή σπονδή στην τάξη των ονείρων μας, έμπρακτη ομολογία πίστης στη φαντασία μας, απελευθέρωση από προλήψεις και προκαταλήψεις, σημαίες της δημιουργικής πλεύσης μας στο ανοιχτό πεδίο της επινόησης των παιχνιδιών μας. Αυτήν την ενστικτώδη ακράτητη χωρίς όρια δημιουργική ορμή αναλάμβανε να σκοτώσει η εγκύκλια παιδεία μας ώστε να μην μπορούμε πια να δούμε, να μην είμαστε πια κύριοι του βλέμματός μας. Τις περισσότερες φορές το κατάφερνε.
(Συνεχίζεται)