Mε εκατοντάδες Θεσσαλονικείς, αποχαιρετήσαμε στην Αγία Σοφία τον Χρήστο Βογιατζή, εξήντα ετών και Στρεττίστα. Είναι ο πέμπτος που μας εγκαταλείπει σε επτά χρόνια, μετά τον «Σουσλώφ» Καρυπίδη, τον Πρύτανη, τον «πρόεδρα» Γουσίδη και τον Λέανδρο Βαζάκα. ‘Ηδη χωράμε άνετα σε δυο τραπεζούδια, καθώς άλλοι έχουμε αραιώσει, άλλοι βαρέθηκαν να γερνάνε και άλλοι το γύρισαν φιλοσυριζαίοι.
Στην εκκλησία βρεθήκαμε εν σώματι αρχές της δεκαετίας όταν τους ήκαμα μία α λα Στρέτο ξενάγηση που περιελάμβανε την βουτιά που υπέστη ένας ανθρωποφύλακας στο αγιασματάκι του Προδρόμου, και γλύτωσε προσωρινώς ο Νίκος Ζαχαριάδης. Κάποιος έχει το βίντεο. Δεν είχα καιρό να τους δείξω, παρότι κοντά, τον τόπο που σκότωσαν τον Ζεύγο, που κατέβαινε προς την «Αστόρια» από ένα μαγέρικο. Πέρασα δυο εργώδη χρονάκια στο μνημείο, μεταξύ ’79 και ’81, με συναδέλφους και συνεργεία που εκμηδενίζει σταδιακά ο Χάροντας.
Την καθεδρική αυτή, μία εκ των τεσσάρων «καθολικών ναών» της Σαλονίκης, πόσο καλά την ξεύρω! Εν συνόλω, επί μέρους, υπογείως. Μπουρλωμένη με δίκτυο κορμών που ασφάλισαν τεχνίτες μεταλλείων σε όλα της τα ανοίγματα, με τα ψηφιδωτά του τρούλλου να πάλλουν ωσάν ζελέ στην παραμικρή πίεση, με καπνιά από αρχαίες πυρκαγιές, όπως του 1890, σε κάθε ρωγμή που διευρύνθηκε το 1978. Φυλακισμένη στο νέο της σχέδιο πάνω στα ξυρισμένα θεμέλια παλαιότερης βασιλικής, με εκείνα τα κιονόκρανα με ανεμιζόμενα φύλλα από παλαιότερη φάση, τα βήσαλα και τα πλιθιά της ένα ένα μετρημένα.
Και στο υπερώο, δεκάδες σταμνιά 8ου αιώνος να αφαιρούνται από την ανασκαφή, να ναι ελαφρύτερο το βάρος του, ενώ στους τέσσερις λόφους που ανακρατούν το τετρακάμαρο, βρέθηκαν μολυβδόβουλλα παλαιά, διότι ο Μητροπολίτης κατοικούσε απέναντι, άνωθεν του σινεμά, και οι ταβουλάριοι και πρωτέκδικοι είχαν εκεί τα γραφεία τους. Στο ισόγειο, στο κείμενο ΝΑ σύμπλοκο πεσσό, βρέθηκε ταφή, όπως διδάσκει μια γραφή, ανήκουσα στο ομολογητή Βασίλειο. Η ταφή περιείχε ένα γερονικό σκέλεθρο και δίπλα του μια βακτηρία από ξύλο αποφλοιωμένο. Θα βρίσκεται σίγουρατο καημένο πουθενά.
Αλλά ο μακάριος απέκτησε προσκυνητάρι με λάμπουσα λειψανοθήκη στο ΝΔ σύμπλεγμα πεσσών, κοντήτερα στην περατζάδα, ενώ η ανεικονική διακόσμηση του Καρόλου Ντηλ, ευπρεπώς καθαρισμένη και αποκαταστημένη, έχει σε κάθε ζωγραφιστόν ταμπλά, μικρού σχετικά μεγέθους εικονίτσες (sic) μη και την εκλάβουν για τζαμί η μασγίδιον οι ορφανοί πάσης παιδείας.
Κάτω από τις αργόσχολες αυτές λέξεις, να θυμάστε πως πρόκειται για πράγματα της καρδιάς και την ανύπαρκτη κληρονομιά τους.
Κτίσμα βαρύ, μπαμπάτσκο, ογκηρό και τεθλιμμένο. Υπήρξε μητρόπολη και ο Συμεών αναφέρει τελετή της Τρούλλας, μια πομπή λαμπάδων που έφτανε στο εσωτερικό στεφάνι του τρούλλου και το ευλογούσε ο μητροπολίτης από την κατοικία του απέναντι, στα λεγόμενα Σκαλία. Και στις αυλές και τα θαμμένα κλίτη της παλαιότερης βασιλικής, με πλησμονή χαράς θυμάμαι ένα ξεχαρβαλωμένο βουλγάρικο μπιστόλι μέσα σε πηγάδι ανατολικά του ιερού της κάποτε Οδηγήτριας, ενθύμιον μάλλον των μαχών που εξώθησαν, Ιούνιο του 1913 τους Βουλγάρους, στο έβγα του δευτέρου Βαλκανικού.
Και ώ χαρά, κάτω από τις πλάκες της αυλής μπροστά στην είσοδο, ευσεβής ψυχή τύλιξε σε χοντρό χαρτί τέσσερα η πέντε εικοσάρικα-κέρματα αρχών της δεκαετίας του ’60 και τα άφησε ως τάμα. Η αυλή, μαζί με άλλες αυλές άλλων ναών, στρώθηκε με πώρους και μάρμαρα εξόδοις του ΕΟΤ, για ανάδειξη του χώρου, υπό την επίβλεψη του Πελεκανίδη, περί το 1962/63 και το αναφέρει κάπου, πολύ πριν τον κηδέψουμε στον ίδιο Ναό.
Ενώ άλλα μαρμαρικά, γόμφοι και πώρινα σκαπτά μέλη, είτε ανήκουν σε μπάζα που ο Πελεκίδης άδειαζε στο βαπτιστήριο του Προδρόμου, λέγουν το και νυμφαίον, ενώ ο Ντηλ εντέλει δεν χρησιμοποίησε άλλα στεφανώματα ανοιγμάτων, φερμένα από την Προποντίδα, ότε ο Χιλμή πασάς πληρωνε την αποκατάσταση, για να προλάβει ο Σουλτάνος να προσευχηθεί εγκαίρως.
Ο Χρήστος Βογιατζής, απήλθε, μη γνωρίζοντας ότι προκάλεσε την συγγραφή ενός μυθιστορήματος, όχι δικού μου, όταν δούλευε σε τόπο αναψύξεως ονόματι η Φαιδρά Σελήνη, και δε θυμόταν τότενες που διάβαζα ποιήματα δημοσίως, στην μπάρα, πίνοντας Σάουθερν κόμφορτ υπό τον ήχο των Wild horses, πριν ανοίξει ο Μανδραγόρας και τον ερημώσουμε.
Αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, μηχανικοί και τοπογράφοι, αρχιτεχνίτες, τεχνίτες και βοηθοί, υπό τον Γιάννη Ευαγγέλου, εργοδηγό εκ Λειβαδίου Ολύμπου, η καλύτερη παρέα, χλοάζοντος μύστακος ή μόλις δραπετεύσαντες εκ της ήβης, ανάμεσα σε ηλικιώτες που γνωρίζω την καταγωγή, με φόρμες και κράνη, μερικοί σήμερα υπάρχουν στις μονιές τους.
Mόνη παρακαταθήκη που άφησα, ήταν δυο κυβικά ασβέστη που παραχώσαμε σε τάφρο κάτω από κάτι πευκάκια στην ΒΔ αυλή, ώστε οι γενιές που θα τον χρειαστούν, να τον εύρουν χωνεμένο και εύκαιρο. Είχα δουλέψει με παλαιών δεκαετιών ασβέστη αλλού και ήξερα.
‘Ολα μαζί, στο μαύρο του Θανάτου μαγαζί, λίπασμα που αφρίζει στα χείλη της Ειμαρμένης, «κι ήρθε μετά ο κηπουρός, τα μάζεψε όλα, πήρε και το μολύβι μου».