“Γεννήθηκα άνθρωπος, άρα από νωρίς γνώστης πως με αναμένει θανατική ποινή.
Διότι η ζωή μου χάρισε την έκπληξη, το απρόσμενο και πολλά άλλα, σε αντίδωρο της προσμονής του θανάτου.
Ως αλεπού, ραδίκι, σαλιαγκός, κισσός ή στήρα, η ζωή μου θα είχε μίαν, ατεχνώς , τελεολογία. Δεν θα εγνώριζα καν πως ζω.
Άρα, τα ένστικτα, η χημεία και η αίσθηση του περιβάλλοντος χώρου, θα αναλάμβαναν τον βίο.
Με τις λιγότερες δυνατές χρήσεις της έκφρασης. Με λίγες εκφράσεις, για την ακρίβεια. Για τα βασικά. Όλα τα όντα, διαθέτουν γνώση ηδονής και έλλειψης”.
Aποκτήστε την, οι φανταιζί γέροντες, αυτήν τη φιλοσοφία. Του θανατοποινίτη. Το ζάχαρο εξακοντίζεται συχνά, η άνοια κάνει ξαφνικές επισκέψεις, η χοληστερίνη, καλή- κακή, ενεδρεύει. Άσε την υπέρταση και εξάλλου, οι νευρώνες δεν καθαρίζονται με στουπέτσι.
Συμβαίνουν και ατυχήματα. Η αναμέτρηση με πιτσιρικάδες δημοσιογράφους, ενίοτε εξάπτει τη ζήλεια και προκαλεί τη διάθεση να γίνετε αποδεκτοί και γαμήσιμοι.
Καθώς το ανθρώπινο μέτωπο έχει περιορισμένο εμβαδόν και δεν είναι μόνιτορ, αποκλείεται να χωράνε, ακόμη και σε τατού, οι αγώνες, τα έξυπνά σας, τα χαριτωμένα σας.
Θανατοποινίτες είστε. Ωστόσο, μια συνεννόηση με τον θάνατο που τόσο φοβάστε, δεν είναι άσκοπη.
Διότι συχνά, ο Χάρος, που σιχαίνεται τους ζόμπηδες, επισπεύδει τη διαδικασία και τα τελευταία σας λόγια (τα οποία σκεφτήκατε ήδη) δεν θα σας αφήσει να τα εκφράσετε, και θα μείνετε ως παραδοξολόγοι που ξεκουτιάνατε.