Η ιστορία της εμπιστοσύνης θα μπορούσε να είναι ένα ωραίο ανέκδοτο. Ένα παραμύθι για να γελάμε, αν δεν ήταν τελικά τόσο επώδυνο να συνειδητοποιούμε κάθε λίγο και λιγάκι ότι έχουμε κάνει λάθος και πρέπει να ανασκουμπωθούμε. Το να λες στον άλλο «σε εμπιστεύομαι» σημαίνει ότι του προσδίδεις αξία. Σημαίνει ότι τον “χρίζεις” με την πίστη σου. Τον θέτεις, με άλλα λόγια, προ των ευθυνών του γιατί σε αντίθεση με τον Θεό, που όταν τον “χρίζεις” με πίστη, εκείνος, μπορεί να είναι θεμελιακά αδιάφορος απέναντί σου χωρίς να βάλλεται το κύρος του, ο δικός μας ταπεινός άλλος θα πρέπει να επιβεβαιώσει την αξία του. Θα πρέπει να φανεί αντάξιος αυτής της πίστης.
Αλλά η εμπιστοσύνη δεν είναι φυσικά στραμμένη μόνο προς τον άλλο. Τα φώτα της πέφτουν και στο υποκείμενο που εμπιστεύεται. Εμπιστεύομαι σημαίνει νιώθω σιγουριά, σημαίνει πιστεύω ότι δε θα με προδώσεις, πιστεύω ότι αυτά που μου λες και αυτά που κάνεις δεν έχουν σκοπό το δικό σου συμφέρον, ή, αν το έχουν, τότε το δικό σου συμφέρον δεν μπορεί να απέχει και τόσο πολύ από το δικό μου. Εμπιστεύομαι θα πει δεν έχω το σθένος να στέκομαι διαρκώς μετέωρος απέναντι σου χωρίς να ξέρω τι μου ξημερώνει. Εμπιστεύομαι θα πει δε σου επιτρέπω να κάνεις του κεφαλιού σου, δε σου επιτρέπω να είσαι εσύ χωρίς να παίρνεις υπόψη σου εμένα που σε εμπιστεύομαι.
Η εμπιστοσύνη συνιστά λοιπόν θεμελιακή εξωτερική ανάθεση (outsourcing) λειτουργιών του εαυτού και ως τέτοια, υποχρεώνει, εσένα, τον αποδέκτη της, να αναλάβεις περαιτέρω ευθύνες για τις ανασφαλείς προθέσεις σου. Το να είσαι όμως άξιος της εμπιστοσύνης, να χαίρεις της εμπιστοσύνης κάποιου, σημαίνει δυσανάλογο βάρος. Ενώ είμαστε λοιπόν προσεκτικοί και φειδωλοί με την αγάπη, με την εμπιστοσύνη εμφανιζόμαστε ανοικονόμητοι και ασύδοτοι. «Σε εμπιστεύομαι», λέμε και τις περισσότερες φορές το εννοούμε χωρίς να συνειδητοποιούμε το βάρος που πετάμε στον άλλο. Σε πλήρη αντίθεση με τη ρήση «μην εμπιστεύεσαι κανέναν», που ακούμε παιδιόθεν, τελικά, εξακοντίζουμε την εμπιστοσύνη μας απροκάλυπτα δεξιά και αριστερά. Αυτό, εικάζω, υποδηλώνει κάτι βαθιά υπαρξιακό γιατί έχει να κάνει με το γεγονός ότι όσο κι αν προσπαθούμε να περιχαρακωθούμε στην αυτονομία των εγώ μας, τελικά, ερχόμαστε διαρκώς, άτσαλα, μπροστά στη συνειδητοποίηση του ιλίγγου που μας προκαλεί η εγγύτητα με τον κάθε άλλο. Η κολασιμότητα της κόλασης που είναι οι άλλοι, οφείλει αναπόδραστα την ισχύ της σε αυτό τον ίλιγγο της εγγύτητας. Αναλογιστείτε όμως λίγο τη λογική της αγέλης και του όχλου. Αναλογιστείτε την ανακούφιση που νιώθει ο πάσα ένας μέσα στην αγέλη μόνο και μόνο επειδή όσο περιστασιακή και καταστασιακή και αν είναι (η αγέλη), αισθάνεται ότι, εκείνη τη στιγμή, έχουν γκρεμιστεί όλα τα τείχη του εγώ του και η εγγύτητα φαντάζει μια αχρονική κατάσταση ισορροπίας, ένα διαρκές παρόν που δεν προκαλεί πλέον κανέναν ίλιγγο, τουναντίον προκαλεί ηδονή, καθότι έχουν πέσει οι άμυνές του. Ή πιο ορθά, τα οχυρωματικά έργα έχουν μετατοπιστεί έξω από τα υποκείμενά τους και προστατεύουν τώρα το σύνολο της αγέλης. Δεν είμαστε απλώς «εμείς». Είμαστε ένα εγώ. Η λογική του όχλου, μεταξύ των μελών της, βρίθει εμπιστοσύνης. Εμπιστοσύνη προς πάσα κατεύθυνση. Εμπιστοσύνη 360 μοιρών. Αλλά, παραδόξως, όσο κι αν ο όχλος μπορεί να ξεσπάσει—να σχηματιστεί—με τη βιαιότητα μπόρας, δεν μοιάζει η εμπιστοσύνη των μελών της, στα μάτια τους, με μια άκριτη εμπιστοσύνη, μια εμπιστοσύνη αλόγιστη, αλλά μια εμπιστοσύνη που η κριτική της αξιοπιστία επιβεβαιώνεται αυτοστιγμεί στη συμπεριφορά τού όχλου: είμαστε ένα.
Για να δείτε όμως ότι η γητειά της εμπιστοσύνης δεν ενδημεί μόνο στην ψυχολογία του όχλου, αναλογιστείτε με τι δεινότητα ένας έμπορος, ή κάποιος επαγγελματίας, που εξ ορισμού η ιδιότητά του δεν συνάδει με την εμπιστοσύνη, εκστομίζει σε μια εμπορική συνδιαλλαγή τη λέξη «εμπιστοσύνη». «Σε εμπιστεύομαι ότι θα μου φέρεις την προκαταβολή» ή «σε εμπιστεύομαι ότι θα μου φέρεις τα υπόλοιπα χρήματα» ή «σε εμπιστεύομαι ότι δε θα διαδόσεις την τάδε ή τη δείνα απαξιωτική φήμη για τις υπηρεσίες ή το προϊόν μου». Ο έμπορος, ή όποιος άλλος, εκστομίζει αβασάνιστα αυτό το « σε εμπιστεύομαι» ξέρει πολύ καλά ότι ακόμη κι αν εσύ δεν τον πιστεύεις ότι σε εμπιστεύεται, ξέρει δηλαδή ότι αυτή η φράση από το στόμα του έχει σχεδόν φατική λειτουργία, σου ασκεί τελικά ψυχολογική πίεση μόνο και μόνο με την εκφορά της λέξης. Λαμβάνει χώρα δηλαδή εκείνη τη στιγμή ένα αλισβερίσι μεταξύ των εγώ που συναλλάσσονται που παρακάμπτει την κρυστάλλινη λογική τού «από πού και ως πού να σε εμπιστευτώ;» και συμμετέχουν αμφότερα σε μια μέθεξη πίστης. Κερδίζει έτσι ο εκστομίζων τη φράση «σε εμπιστεύομαι» το πάνω χέρι στη διαπραγμάτευση, έστω και σε επίπεδο ψυχολογίας, έστω κι αν πομπός και αποδέκτης της είναι λαμόγια περιωπής, αν και τις περισσότερες φορές το λαμόγιο περιωπής δύναται να γίνει θύτης ή να πέσει θύμα μιας σπίθας εμπιστοσύνης ακριβώς επειδή γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν έχει, αξιακά, τίποτα που να την αξιώνει.
Όλη αυτή η ψευδοπραγματεία όμως ξεκίνησε με αφορμή ένα αστείο που κατασκεύασα τις ημέρες της πρότασης μομφής και της συνακόλουθης ψήφου εμπιστοσύνης στη Βουλή:
Η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός έχουν πάντα αυτό το αποκούμπι της συνταγματικής διαδικασίας που ονομάζεται «ψήφος εμπιστοσύνης». Δυστυχώς, εμείς, ως φυσικά πρόσωπα, δεν είμαστε τόσο τυχεροί. Ποτέ δεν το έχουμε αυτό. Δεν μπορούμε να βγούμε και να δηλώσουμε στους ανθρώπους μας, σε αυτούς που έχουν λόγο στο τι είμαστε και στο πώς διαχειριζόμαστε τα της επικρατείας μας, να βγουν και να ψηφίσουν για εμάς: να μας δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης.
Τελικά όμως, ακόμη και στο χωρατό μου, έσφαλα. Ως φυσικά πρόσωπα μπορεί να μη ζητάμε να μας ψηφίσουν γιατί, προληπτικά, χρίζουμε εμείς τον περίγυρό μας με τη δική μας ψήφο, με την πίστη μας στους άλλους πολύ πιο συχνά και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Ας βάλουμε λοιπόν ένα τέλος. Ας απελευθερωθούμε από τα δεσμά τής εμπιστοσύνης.