Όσο κι αν η περίπτωση της Ελένης Αντωνιάδου εντυπωσιάζει με την ακρότητά της, είναι μια καλή αφορμή για να αναρωτηθούμε ξανά: ποια ανάγκη μπορεί να οδηγεί τους ανθρώπους να παριστάνουν ότι είναι κάτι που δεν είναι; Κυρίως, τι είδους ικανοποίηση μπορούν να αντλούν εισπράττοντας αναγνώριση και επαίνους για κάτι που δεν έχουν κάνει στα αλήθεια;
Μπορεί να είναι τελείως άλλη η κλίμακα μεγέθους, αλλά ο ψυχολογικός μηχανισμός πρέπει να είναι αρκετά παρόμοιος: χρήστες των σόσιαλ μίντια που αντιγράφουν αναρτήσεις άλλων παρουσιάζοντάς τες ως δικές τους – μπράβο και «έγραψες» από κάτω – ευχαριστίες και «κοκκινίζω» για τα μπράβο. Πολύ -πάρα πολύ- περισσότερο από εξοργιστικοί, οι λογοκλόποι είναι θλιβεροί. Και ακόμη περισσότερο από θλίψη, προκαλούν αυθεντική απορία: πώς γίνεται να σε γεμίζει το πώς μοιάζεις στα μάτια των άλλων και να μην σε αδειάζει ότι η εικόνα τους για σένα είναι πλαστή; Και κάπου εδώ νομίζω ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια διάκριση, που παύει να είναι τόσο ξεκάθαρη.
Ακόμη δηλαδή κι αν οι περισσότεροι από εμάς δεν θα παρουσιάζαμε ποτέ μια ανάρτηση άλλου ως δική μας, ακόμη κι αν οι περισσότεροι από εμάς δεν θα γεμίζαμε με υπερβολές ως τερατώδη ψέματα το έργο μας όπως η Αντωνιάδου, ακόμη κι αν είτε τα απλά λάικ είτε οι πολλαπλές βραβεύσεις και οι προσφωνήσεις μας ως εκ των κορυφαίων Ελλήνων της Ιστορίας, θα μας έκαναν να κοκκινίσουμε όχι από καμάρι αλλά από ντροπή, και πάλι εγείρεται ένα γενικότερο ζήτημα, με δυο σκέλη, που μας αφορά όλους: 1) Πόσο φιλτραρισμένη, τσιμπημένη, ωραιοποιημένη και εν τέλει παραπλανητική και αναληθής είναι η εκδοχή του εαυτού μας που παρουσιάζουμε στους άλλους; 2) Η αυτοεικόνα μας και η εντύπωση που έχουμε για το ποιοι στα αλήθεια είμαστε, σε ποιο βαθμό σχηματίζονται από όσα εμείς οι ίδιοι θεωρούμε ότι ισχύουν για τον εαυτό μας και σε ποιο βαθμό από το πώς μας βλέπουν οι άλλοι; Και αν το πρώτο σκέλος οδηγεί στο δεύτερο, πόσο τελικά καταλήγουμε να σχηματίζουμε μια εικόνα για τον εαυτό μας πάνω στο βλέμμα των άλλων, που έχει με τη σειρά του δημιουργηθεί πάνω σε πειραγμένα δεδομένα;
Όπως ανεβάζουμε στα σόσιαλ μίντια φωτογραφίες του εαυτού μας που μας κολακεύουν, ενίοτε σε βαθμό παραμορφωτικό, έτσι και δεν διαφημίζουμε, τόσο στον ψηφιακό κόσμο όσο και στον επαγγελματικό μας κύκλο, τον κοινωνικό μας κύκλο και τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, ούτε τις σκέψεις που δεν μας κολακεύουν ούτε τις πράξεις που δεν μας κολακεύουν. Στη δουλειά σου, ακόμη κι αν δεν βγεις να πεις ότι εκπαιδεύεις αστροναύτες και ότι ανακαλύπτεις τεχνητά μέλη, δεν θα βγεις πάντως να πεις πόσο χάλια τα έκανες εδώ ή εκεί, ενώ θα βγεις να μεγεθύνεις την συμβολή σου στο πόσο καλά πήγαν τα πράγματα εδώ ή εκεί. Στους γνωστούς, στους φίλους, στους δικούς σου ανθρώπους, δεν θα βγεις να πεις δες πόσο μαλάκας είμαι, θα βγεις να προβάλλεις έναν εαυτό σκηνοθετημένο και μια εικόνα σου φωτοσοπαρισμένη, ώστε ακόμη κι αν όντως λες πόσο μαλάκας είμαι, πάλι κάτι άλλο λες από πίσω ευνοϊκότερο για σένα, πάλι έχεις λογοκρίνει και αποκρύψει ότι θα έκανε τους άλλους να σε θεωρήσουν από μόνοι τους μαλάκα.
Από την άλλη προφανώς και είναι θεωρητική κατασκευή και όχι υπαρκτό μέγεθος, ο «αληθινός εαυτός» μας, ο οποίος αν ήμασταν αλλιώς φτιαγμένοι, θα μπορούσε να παρουσιαστεί προς τους άλλους χωρίς ωραιοποιήσεις και παραποιήσεις. Έτσι ναι μεν στο βλέμμα των άλλων προβάλλεται μια εικόνα πειραγμένη (βάσει της οποίας μας αντιμετωπίζουν και στη συνέχεια επιστρέφεται σε μας, επηρεάζοντας και την δική μας αυτοεικόνα), χωρίς όμως να υπάρχει κάπου και μια κάποια εντελώς αυθεντική μας εικόνα. Αυτό που εξωραϊζουμε πριν περάσει προς τα έξω δεν είναι η αυθεντική μας εικόνα, είναι η αυτοερμηνεία μας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ενδέχεται να έχουμε ερμηνεύσει τον εαυτό μας τόσο λάθος και τόσο άδικα, ώστε ακόμη και η ωραιοποιημένη του εικόνα να μας αδικεί.
Μακάρι πάντως να υπήρχε κάπου ένα αποθετήριο εαυτών όπου θα γινόταν μια αντικειμενική τους αξιολόγηση. Αν η μέρα της Κρίσης πήγαινε πιο πέρα απ΄το δίπολο Παράδεισος – Κόλαση, αν γινόταν σε βάθος ανάλυση, ότι εδώ ήσουν εντάξει, εκεί όχι και τόσο, πιο κει καθόλου, εδώ προσπάθησες, εκεί όχι και τόσο, πιο κει καθόλου, εδώ κάτι κατάφερες και έκανες, εκεί όχι και τόσο, πιο κει καθόλου, αυτό θα ήταν αληθινός Παράδεισος. Ή αληθινή Κόλαση ίσως. Ποιος ξέρει. Ή ίσως και να μην παίζει και τόσο ρόλο τελικά το ποιοι υπήρξαμε στ‘ αλήθεια. Ίσως το να ζήσουμε με την απορία και να πεθάνουμε με την απορία είναι το πιο ταιριαστό και εκείνο που αντανακλά επακριβώς τη συνολική κοσμική μας σημασία. Δεν χάλασε ο κόσμος ό,τι κι αν ήμασταν. Δεν μπορεί να χαλάσει ο κόσμος από μας, όπως δεν μπορεί και να φτιάξει.
Και άρα τελικά γιατί όχι; Αν μπορείς να βρεις την πλήρωση σε βραβεύσεις που δεν σου αναλογούν, λάικ που δεν σου αναλογούν, αποθεώσεις που δεν σου αναλογούν, έχεις κάνει ακριβώς αυτό που έπρεπε. Έχεις υπάρξει ένας μεγάλος Έλληνας, μια μεγάλη Ελληνίδα, έχεις καταφέρει κάτι που θα καταφέρουν απειροελάχιστοι. Δεν υπάρχει αλήθεια και ψέμα σε αυτό. Υπάρχει η αλήθεια του ότι το κατάφερες, το αξιώθηκες, το κατέκτησες. Μπράβο σου. Δεν έχει κανένα νόημα να μηρυκάζουμε την ούτως ή άλλως σχετική, ρέουσα και απροσέγγιστη αλήθεια του εαυτού μας, όταν μπορούμε να γιορτάζουμε μαζί με τους άλλους το πιο φαντασμαγορικό του παραμύθι.