Μπόλικο και μάλιστα ξεχωριστό. Κατι πουζολάνες τρίμμα θεσπέσιες, ταμάμ για υδραυλικά κονιάματα, λεγόμενα ηφαιστειακά, υδρόφοβα, να παγώνουν υποβρυχίως. Ποια η ανάγκη να επεκτείνουμε και τούτο το αρχαιόθεν, αντάμ- παπαντάμ, σταρτάπι με τα έρμα τα κλεφτόπουλα που κρίνονται επί σκηνής από «ειδικούς»;
Στις ταινίες του 60, τα εργοτάξια είναι έρημα και ο Παπαμιχαήλ τραγουδάει σε λάθος σκάλα, χρησιμοποιώντας το αναβατόρι. Η Νίκη Λινάρδου, με το μαλλί κορακί κετσέ ξασμένο αγαπάει κι αγαπιέται σε συνθήκες έρημης γειτονιάς. Δεν κυκλοφορεί πολύ βιτριόλι και οι μόνοι χώροι που είναι πίττα, κυριολεκτικά, είναι τα κλαμπάκια όπου η «διεφθαρμένη» νεότης, την καταβρίσκει με σέικ, όπως παλιότερα με μπόσα νόβα.
«Το κατοχικό μπετόν και το καινούριο φύλλο» που εντόπιζα σε ποιητικά ρομαντί σκαριφήματα ήταν ακόμη ζωντανό αλλά το σινεμά δεν ήθελε χαρακτηρισμούς, όπως «Βούρτση» και «κωμωδία». Την κωμωδία την καταλάβαινες από τον κοφτό, κινέζικου στυλ, βηματισμό των κοριτσιών: περπατούσαν πηδηχτά, με τα χεράκια στην ημιανάταση, προκαλώντας το πρώτο γέλιο. Αργότερα, έτσι κινιόντουσαν τα στρουμφάκια και ο χορός «τα παπάκια». Ακούγονταν οι όλισβοι του «τακ-τακ» όπως παλιότερα σβιντζίναγαν το φρουφρού τους οι χρήστες του χούλα χουπ. Και η μόνη επαφή με το «πνεύμα», ήταν υπαινικτικά τραβηχτική : «η μυθολογία της Αμερικής» του Βασιλικού, το «εν Πάτμω» του Παπαδίτσα, τα «συμπληρώματα στην Ανθολογία» του Ηρακλή Αποστολίδη, η νέα ανακάλυψη του Καβάφη με τα εξώφυλλα σέπια και υπογαλανί της έκδοσης Σαββίδη.
Έπειτα, ήρθαν τα νέα καλούπια, οι συμπιέσεις του έτοιμου μπετόν, τα αλουμίνια και τα ανοίγματα στις πολυκατοικίες που από 120 εκατοστά μάξιμουμ, καβατζάρισαν στα 140, ακυρώνοντας τα πανζούρια, υπέρ των ρολλών.
Το υπόλοιπο, λέγεται ακόμη «μεταπολίτευση» και δεν ξέρω σε τι αντιστοιχεί.