Τα ημικύκλια του αλληλοδιδακτικού σχολείου (βλέπε σημείωση στο τέλος του κειμένου)
Εκλογική διαδρομή-2
13-06-2019

Περίληψη προηγουμένου: Η διαδρομή με του Μαγιού τα μάγια κατά μήκος της οδού Κερκύρας προς τα ορεινά της Κυψέλης όπου το εκλογικό τμήμα-στόχος του οδοιπόρου, τον παγιδεύει σε μνημονικό αναστοχασμό και μεταμορφώνεται σε περιηγητή του παρελθόντος του. Πιθανότατα και της μουσικής του Ρόμπερτ Σούμαν. Επιχειρεί με το οπλοστάσιο των λέξεων την περιγραφή ενός αναστεναγμού αλλά αποδεικνύεται αδύνατο να πυκνωθεί σε λιγότερο από ενάμισι λεπτό «Ο μαγεμένος Μάης», όσο κρατάει δηλαδή το πρώτο και καλύτερο από τα τραγούδια του «Έρωτα του ποιητή», ό,τι κοντινότερο στον αναστεναγμό μπόρεσε να σωματοποιήσει η μουσική. Παράλληλα πλήθος θεμάτων της τύρβης του παρόντος ανακινούνται πάντα με κεντρικό μοτίβο τη σωτηρία όχι της ψυχής, αλλά των αισθήσεων.

Το εκλογικό τμήμα στεγάζεται σ’ ένα δημοτικό σχολείο σκαρφαλωμένο στα κορυφαία πλατώματα-αναβαθμούς διαμορφωμένα με βάρβαρο και σίγουρα παράτυπο αν όχι και παράνομο εκβραχισμό στη δυτική πλευρά των Τουρκοβουνιών κατακόρυφης ανηφόρας που προσπαθούν χωρίς επιτυχία να την τιθασεύσουν τα απόκρημνα σκαλοπάτια μιας τσιμεντένιας σκάλας ένα άτεχνο μπετονένιο κλιμακοστάσιο χωρίς την παραμικρή μέριμνα για την ασφάλεια μικρών παιδιών. Στην κορφή της σκάλας μια προοπτική βουνού και πράσινου δάσους· σκηνογραφική ψευδαίσθηση που προκαλούν ένα πλέγμα από μεγάλα κλαδιά δέντρων, μάλλον παρασιτικές βρομοκαρυδιές, κάτι σαν απομίμηση ζούγκλας εσωτερικού χώρου, και σαν κατακλείδα μια τελική ανηφοριά που αγωνίζεται να γίνει λόφος. Όπως μπροστά μου αγωνίζονται να σκαρφαλώσουν στη σκάλα δυο υπερήλικες ψηφοφόροι. Η μια τους χρησιμοποιεί ένα μπαστούνι για να στηριχτεί, η άλλη ένα ολόκληρο πι που κάθε φορά χρειάζεται δεξιοτεχνία και στρατηγική για να βολευτεί η βάση του στα μάλλον στενά σκαλοπάτια. Είναι μια έξοχη μαγιάτικη μέρα με ελαφρό αεράκι, ένα απαλό κατάλευκο συννεφένιο χνούδι στον ουρανό ίσα για να ημερεύει το δυνατό φως, ξεχασμένα πορφυρά φιλιά μπουκαμβίλιας, ζαφειρένια βλέμματα τζακαράντας, λευκή διστακτική άχνη ακακίας σκόρπια πειράζουν τη γκρίζα ισχυρογνωμοσύνη του τσιμέντου, ένας ήρεμος αποφασισμένος πόλεμος του καλού κόντρα στο κακό επιβεβαιώνεται παντού μα τίποτα δε μπορεί να συναγωνιστεί τον σχεδόν θρησκευτικό φανατισμό της απόφασης των δυο γυναικών που στα εβδομήντα πέντε, ή και στα ογδόντα πέντε η μια τους, έταξαν να ψηφίσουν πάση θυσία ακόμα κι αν χρειαστεί ν΄ανέβουν γονατιστές στο Έβερεστ. Στρατευμένες στο καλό κι αυτές. Τις ακολουθώ καθώς αγκομαχούν. «Αυτό δεν θα το ξεχάσουμε, Ιοκάστη μου, δεν» ξεσπάει ξέπνοη σ΄ένα τρανταχτό λαχανιασμένο γέλιο η μια τους φτάνοντας στην κορφή. Στο βάθος απλώνεται ένα απέραντο σχολικό προαύλιο τουλάχιστον αυτό, λέω, τα παιδιά έχουν άφθονο χώρο για να παίζουν στο διάλειμμα. Μα τι χώρο τόσο μονότονο και άχαρο και περίκλειστο με κάγκελα και κτίρια που πιο πολύ φέρνει σε προαύλιο εγκλεισμού παρά σε μονόγραμμα χαράς και ελευθερίας. Από την ωραία πλην κενή ουτοπία των αετωμάτων του νεοκλασικισμού πέσαμε στην πεθαμένη φύση της αθλιότητας του πάνδημου εργολαβικού μεταμπάουχαους· η ιστορία αυτής της χώρας και της ψυχής της της ψυχής μας είναι η ιστορία και η ψυχή της εκπαίδευσης της εκπαίδευσής μας και των κτιρίων που τη στέγασαν και τη στεγάζουν ακόμα. Διασχίζω πάλι διαδρόμους του ακατοίκητου σχολικού παρελθόντος μου μέσα σε κείνη τη μοναδική ατμόσφαιρα έξαψης, μια ανάταση γεμάτη προσδοκία ανακαλύψεων που έξαφνα πετρώνει κάτω απ’ το παγωμένο βλέμμα της Μέδουσας του διατεταγμένου εκπαιδευτικού σωφρονισμού. Ανεβοκατεβαίνω σκάλες ψάχνοντας την αίθουσα με τον αριθμό του εκλογικού τμήματος όπου ανήκω αλφαβητικά. Μπροστά μου μια μικρή ουρά αναμονής. Περιμένοντας παρατηρώ το τμήμα της αίθουσας που μου επιτρέπει να δω η ανοιχτή πόρτα: στον τοίχο δεξιά μπαίνοντας ένας αυτοσχέδιος πίνακας ανακοινώσεων όπου τυπωμένο σε άλφα τέσσερα απ’ τον εκτυπωτή κάποιου υπολογιστή το ιστορικό παρόν συνοψίζεται σε λίγα ακραία δείγματα τεχνολογίας της προόδου: την ιστορία του κινητού τηλεφώνου με δυο λόγια, της τηλεόρασης και του φούρνου μικροκυμάτων με δυο λόγια, ανάμεικτες με καρδούλες και προσωπικά μηνύματα «από τη Δήμητρα στην Εύη with love». Λίγο ψηλότερα, στο κέντρο του ίδιου τοίχου, μια θαμπή πλαστικοποιημένη χαλκομανία του Παντοκράτορα της επικρατούσας θρησκείας του αμετάφραστου της Αγίας Γραφής -της ευλογεί οικονομικά τα χάιτεκ γκάτζετ επιβεβαιώνοντας αταλάντευτα την άχρονη στασιμότητα της θρησκευτικής σωτηρίας των ψυχών και το αδύνατο μιας αληθινής αναθεώρησης του Ελληνικού Συντάγματος. Η αίθουσα είναι πλημμυρισμένη στο φως που εισβάλλει από μια σειρά παραθύρων που πιάνουν σχεδόν όλο το μήκος του απέναντι τοίχου. Μέσα από ένα βρώμικο τζάμι, στο κενό που αφήνει ένα είδος οθόνης κατεβασμένης για να περιοριστεί ο εκτυφλωτικός ήλιος του απογεύματος, πιάνω τη μακρινή λάμψη της θάλασσας του Φαλήρου. Η δύση φλέγεται. Μέσα σε τούτη την πηγή της φλόγας, σαν σε δροσερά νερά, δυο τρία σχολιαρόπαιδα, σαν κι εμάς, τότε –δεν μπορεί– και τώρα θα αγάλλονται.

Σημείωση: Αυτή η εκλογική διαδρομή υποστηρίζεται από διαφωτιστικά όσο και ψυχαγωγικά τοποχρονικά ρεάλια που στον ενταύθα σύνδεσμο μπορεί να τα αναγνώσει ο επιθυμών. Πρόκειται για έξι δημοσιεύματα, προσιτά στο διαδίκτυο: 1.Ζητείται όνομα ποταμού, 2. Η αγριοσυκιά του σκανδάλου, 3. Και πάλι το προηγούμενο του ταμείου του Ιούδα (Κατά Ιωάννην, 13, 28-30), 4. Άνω Κυψέλης και Πάσης Αφρικής, 5. Η φωνή μια λαϊκής μειοψηφίας, 6. Απίστευτο αλλά δυσφορεί μέχρι και η ακαδημαϊκή κοινότης. Τιτλοφορήθηκαν (εκτός από το πρώτο) από τη γράφουσα το παρόν.

(*)«Τα ημικύκλια, χρησιμεύοντα εις την ανάγνωσιν κτλ, γίνονται εκ ξυλίνων ραβδίων καμπυλωμένων ή εξ ημίσεων στεφανίων, έχοντα 1μ, 63 διάμετρον. Βάλλονται δε περί την βάσιν του τοίχου πέριξ του διδακτηρίου, και προσαρμόζονται ούτως, ώστε ν’ ανοίγωνται και να κλείωνται, όταν η χρεία το καλήι. Υπο κορακίων (=Κοράκια τα υπό των άλλων λεγόμενα στρυφτάρια ή στρεπτάρια και μάνδαλοι) καρφωμένων εις τον τοίχον, κρατώνται τα ημικύκλια κλεισμένα ή υψωμένα προς αυτόν, ότε δεν γίνονται των μαθητών αι ασκήσεις περί αυτά· απέχουσι δε απ’ αλλήλων τα ημικύκλια ταύτα 0μ, 32, ή 0μ,64, εάν το συγχωρήι ο τόπος. Πέριξ του καθενός αυτών στέκονται κατά σειράν εννέα παιδία το πολύ, και έσω είς πρωτόσχολος· εις δε το μέσον, 1μ, 30 υψηλά, εμπήγεται εις τον τοίχον πάσσαλος, όπου κρεμάζεται ο προς ανάγνωσιν πίναξ. [] Κατά πρόσωπον των μαθητών και άνω της διδασκαλοκαθέδρας, υψηλά εις τον τοίχον, κατασκευάζεται μία θυρίς εις είδος εικονοστασίου, όπου θέτεται εικών του Σωτήρος ημών, της Μεταμορφώσεως ή του Παντοκράτορος. Πρέπει δε να έχηι μέγεθος ανάλογον με τας του διδακτηρίου διαστάσεις. Οι Γάλλοι συνειθίζουν αυτού να καρφώνωσιν εις τον τοίχον ένα μέγαν εσταυρωμένον, και υποκάτω αυτού θέτουν επί στυλοβάτου γύψινον προτομήν του βασιλέως των. Κατά τα ήθη και τα εκκλησιαστικά ημών έθιμα, αρμόζει εις ημάς κάλλιον να βάλλωμεν εικόνα του Σωτήρος, ως ερρέθη ανωτέρω. Αύται δε αι εικόνες αρμόζουσι προσέτι πρώτον, ως απεικόνισμα της αναγεννήσεως και της πολιτικής σωτηρίας του Ελληνικού έθνους· έπειτα δε, ότι τα αλληλοδιδακτικά σχολεία βάλλονται υπό την άμεσον προστασίαν αυτής της αυτοσοφίας, του Θεού και Σωτήρος ημών». Από το «Εγχειρίδιον δια τα αλληλοδιδακτικά σχολεία ή Οδηγός της Αλληλοδιδακτικής Μεθόδου υπό Σαραζίνου» του Ι.Π. Κοκκώνη, Αίγινα 1830, «Περί των εις τα πέριξ του διδακτηρίου θετομένων»