Πόσο συχνά στο δρόμο αυτόν εξαναγύρισα στο παρελθόν. Μα τότε δεν είχα ακόμη γίνει υποσυνείδητη καβαφική αποικία. Και τόσων άλλων ποιητών. Αλλιώς εγώ προσλάμβανα με το εγώ τις εντυπώσεις. Αλλιώς μετέφραζα το περιβάλλον. Και το παρελθόν. Χωματόδρομος ανηφορικός από σκούρο κοκκινόχωμα. Τα πεζοδρόμια ένα κενό της μνήμης. Μάταια να το επιζωγραφίσω προσπαθώ. Υπήρχαν; Καταφέρνω να σχεδιάσω απ’ την ταράτσα του σπιτιού απόμακρα, μια φευγαλέα παλιά χαλκογραφία του βλέμματος – την κόκκινη έρημο που φούσκωνε απαλά σε ανάλαφρες καμπύλες όπου υψώνονταν απρόσμενα μα όχι ενοχλητικά τα κτίρια της Σχολής Ευελπίδων εισάγοντας με μια σκηνογραφία κτιρίων την ανθρώπινη εγκατοίκηση σε μια ερημιά. Κατέληγε σε μια ταράτσα η τρίπατη μονοκατοικία, με ελαφρώς κωμικό απόκοτο πνεύμα μικροπολυκατοικίας, με τα μαύρα μεταλλικά κουφώματα – κυρίως τη βαριά σιδερένια εξώπορτα που το θαμπό τζαμωτό της συγκρατούνταν από ένα στιλιζαρισμένο δάσος ρυθμικά επαναλαμβανόμενων σιδερένιων φυτικών μορφών, έλικες και αρμονικές ταξιανθίες, που μαζί προσπαθούσαμε να μαντέψουμε και να ονομάσουμε τα πρότυπα της χλωρίδας που είχε απορροφήσει η τέχνη του σιδηρουργού στη γεωμετρική τους διακοσμητική αφαίρεση. «Το σπίτι», ήταν το σπίτι σου, έτσι το λέγαμε, με κείνο το θαμπό χρυσαφένιο ανοιχτοκάστανο χρώμα φύλλου καπνού που πατούσαμε ανάμεσα στα λευκά φύλλα των τετραδίων μας και μετά εισπνέαμε την αμαρτωλή μυρωδιά του διαστροφικά, ή ακόμα πιο απαγορευμένα, με το χρώμα του μικρού λεκέ νικοτίνης που πρόσθετε μυστήριο και ποθητό δηλητήριο στην άκρη των χειλιών ή των δαχτύλων μας, όποτε πλησίαζαν, σα να έλαμπε εσωτερικά, ιδιαίτερα όταν στο στερεότυπο επίχρισμα αρτιφισιέλ των εξωτερικών του τοίχων ο ήλιος του απογεύματος αποξεχνιόταν σαν παλιά μελωδία στις γλυφές της λάξευσης, παραστίζοντας με σκιά τις άπειρες μικρές σκοτίες – ήταν σαν να ανακάλυπτε το σπίτι μια επιθυμία μουσικής και παραδίνονταν σ’ αυτήν προφρόνως. Σαν τα αγγίγματα των χεριών μας, σαν το θέατρο σκιών που βάζαμε τις σκιές μας να παίξουν στα ριζά του τοίχου αγκαλιασμένες. Στέγαζε τρεις οικογένειες – με την εξωτερική μεταλλική σκάλα υπηρεσίας που στριφογύριζε ρυθμικά, προσθέτοντας μια μαύρη αποτζιατούρα ακροφοβίας και κρυφής ελλειπτικής κομψοέπειας χαλύβδινων ελασμάτων κρινολίνου και την περίμενες από στιγμή σε στιγμή να αποπτυχθεί στο σαματά βημάτων, που διαρκώς την ανεβοκατέβαιναν αόρατα κουβαλώντας ταπεινές σφουγγαρίστρες και κουβάδες και να υψωθεί μέσα στον λυτρωτικό ορυμαγδό νερομάγκανου εν κινήσει – μια πανούργα παρωδία βαλς – ως τον ουρανό. Μια άσκοπη σαν ατσάλινη ειρωνεία λεπτουργημένη μεταλλοτεχνία αλα Ραβέλ. Per aspera ad astra· αυτό ήταν το σύνθημα τότε, που έτρεφε και τρεφόταν από την ερωτική μας εγγύτητα. Πλησιάζαμε μεταξύ μας σαν έντομα μεθυσμένα απ’ το μέλι των λουλουδιών και βουτούσαμε κατακόρυφα στον άνθινο ύπερο προστατευμένα όπως νομίζαμε απ’ το μισοσκόταδο των γερτών παντζουριών. Στην είσοδο σε υποδεχόταν ο μικρός μαρμάρινος καταρράχτης της σκάλας. Το σπίτι γελούσε με ένα ανοιχτόκαρδο ανεπίληπτα κατάλευκο γέλιο πριν παραδοθεί στον επισκέπτη. Δεν κατάφεραν να το κηλιδώσουν ούτε τα μελάνια της αλληλογραφίας μας ούτε τα μούρα που προχωρημένος Μάης σαν και τώρα μελανώναν με επιμονή τις λιγοστές σχιστόπλακες μπροστά στα μαρμάρινα σκαλοπάτια, πέφτοντας στη γη οι ατρύγητες τρυφερές ζουμερές θηλές τους σαν με μια οργιαστική επιθυμία γραφής. Κατάφερναν μόνο ένα ανεξιχνίαστο ζωγραφικό σχόλιο που δαιμόνιζε την καλή νοικοκυρά μητέρα σου και με έκανε να ριγώ από σατανική ικανοποίηση.
Περνώ μπροστά από τη χαμένη μνήμη του σπιτιού που δεν υπάρχει πια και αντικαταστάθηκε από αμνήμονες πολυκατοικίες. Ο δρόμος στένεψε αρκετά, όχι στο συνωστισμό των στενόχωρων διαδρόμων της μνήμης που τηλεσκοπεί και μικρογραφεί εκλεκτικά αλλά καθώς δόθηκε υπερβολικός χώρος για φαρδιά πεζοδρόμια όπου εξίσου αφθονεί η συνήθης και αήθης επικίνδυνη κακοτεχνία και η συνεχής ακύρωση του δημόσιου χώρου είναι η καθημερινή πρακτική. Ένα πελώριο ημιφορτηγό είναι σταματημένο πάνω στο πεζοδρόμιο πιάνοντας όλο το πλάτος, κόβοντας βάναυσα το δρόμο μου εκεί που υπολογίζω πως ήταν το παράθυρο του δωματίου όπου ακουμπώντας στο περβάζι παίξαμε στην μεγάλη ορχήστρα της θαυμάσιας καταιγίδας που ξέσπασε από τα ορεινά της Κυψέλης πάνω μας μαζί με την εξαίσια εκείνη Ποιμενική που μου χάρισες και δεν κουραζόμαστε να την παίζουμε και να την ξαναπαίζουμε στο παλιό ντούαλ γιατί όπως και με τις δυνάμεις της φύσης οι αποκαλυπτικές δυνάμεις τής μουσικής – της ανανεώνονταν διαρκώς. Γίναμε μάρτυρες μιας οδού Κερκύρας που είχε μετατραπεί σε κοκκινοχώματο καταβαθμό απ΄όπου κατέβαιναν ασυγκράτητοι καταρράχτες νερού, ο δρόμος είχε μεταλλαχτεί σε κατακόκκινο ασυγκράτητο χείμαρρο, η ατμόσφαιρα σπίθιζε από αντίθετα ηλεκτρικά φορτία, είχε κορεστεί από άζωτο και οξυγόνο, μετρήθηκαν δεκάδες κεραυνοί, ανασαίναμε βαθιά και λυτρωτικά, όπως εγώ δεν θα ξαναανάσαινα ποτέ. Ρουφούσα το θρεπτικό απόθεμα μιας εμπειρίας που δεν έχει, μετά από τόσα μοναχικά χρόνια, εξαντληθεί ακόμα. Βύθιζα τις ρίζες μου βαθιά με το ένστικτο του φυτού. Στο τέλος είδαμε έκθαμβοι την εξάχνωση όλης αυτής της κόκκινης υδάτινης μάζας σε χιλιάδες ιριδισμούς και μια τεράστια δόξα που μας ένωσε με την άλλη άκρη της γης. Καθώς ανηφορίζω στα ορεινά της Κυψέλης για να εκτελέσω το εκλογικό μου καθήκον, χρόνια πολλά μετά, ένα μοναχικό πολιτικό ζώο, άστεγο, άκληρο, άφραγκο, και από αγάπη νηστεμένο, χωρίς καν μια ορντινάντσα για να στήσω μπροστά της με ναρκισσική επιμέλεια την κομψή παρωδία των καημών μου, σαν εκείνον τον ευλογημένο Τσαρλς Ράιντερ της «Επιστροφής στο Μπράιντσχεντ» που κόντευε να γίνει για κάμποσο καιρό το ευαγγέλιό μας και το βασικό μας εγχειρίδιο εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας, καθώς ανηφορίζω λοιπόν και δεν συναντώ κανέναν άλλον πεζό στο βομβαρδισμένο αυτό τοπίο του παρελθόντος ψάχνοντας το εκλογικό τμήμα όπου, επιτέλους, ανήκω, ευγνωμονώ εκείνους που όρισαν να ψηφίσω σ’ αυτήν τη μακρινή εξορία με το ενδιαίτημα της μνήμης μόνο και των ονομάτων να με περιμένει με μια αναλαμπή τρυφερότητας, Μαρτίνου Κρουσίου και Ευαγρίου γωνία. …Μαζί ξεφυλλίζαμε το μικρό βιβλίο της Σέμνης Καρούζου για τον «εν Τυβίγγηι Βυρτεμπεργίδος Αλαμαννικής, της Ελλάδος και Λατινίδος φωνής διδάσκαλον» Μαρτίνο Κρούσιο, τον πρώτο φιλέλληνα, τον Γερμανό ουμανιστή Μάρτιν Κράους που ανάσαινε και σκεφτόταν ελληνικά, αρχαία και νέα και γιορτάζοντας τα γενέθλιά του στις 19 Σεπτέμβρη 1599 ευχαριστεί το Χριστό μ’ ένα ελληνικό ποίημα: «Συμπλήρωσα τα εβδομήντα τρία / δικό σου και μόνο δικό σου, Χριστέ, είναι το δώρο / Γήρως εν ουδώι μη μ’απορρίψης ποτέ / μηδ’ ασθενούντα καλλίπης / Στο κατώφλι των γηρατειών ποτέ μη με περιφρονήσεις / και μήτε σαν αρρωστήσω να μ’ εγκαταλείψεις /. Από κοντά κι ο ρευστός Ευάγριος, επιφανής λόγω παλαιότητας και λοιπόν αδιάφορο αν είναι ο Κεδραίος, ο Ποντικός ή ο Σχολαστικός, και τι είναι μια διαφορά δέκα-έντεκα αιώνες στην τρανταχτή την άχρονη συνέχεια της ελληνικής μας ιστορίας. Έτσι κι αλλιώς στα σκάμματα του παρελθόντος η τύχη κυβερνάει και λιγότερα μας απέδωσαν από όσα μας απέκρυψαν—πλην πόσα έλλειψαν εκ των παπύρων· / πόσον συχνά των μιαρών σηρών βορά / έγινεν ίαμβος λεπτός και είρων! «Και βέλτιστον το χείρον» θα συμπλήρωνες.