“Οι πόθοι της καρδιάς είναι στρεβλοί σαν τιρμπουσόν”
Επειδή και ο συναισθηματισμός, ακόμα και η αισθηματολογία, όπως και η κακία και η καλοσύνη, έχουν την ωριμότητά τους—κάτι που δεν συμβαίνει στην άψυχη τη φύση, ή παραμένει άλυτο αίνιγμα για τα ζωντανά πλην των ανθρώπινων πλασμάτων· επειδή ο ετοιματζίδικος ερωτισμός είναι ό,τι πιο ανούσιο και βαρετό συνέλαβε ο νους του ανθρώπου, αν ξεχάσουμε: Α) τη νεοκαθαρεύουσα που θεωρεί ρυπαρό το σουβλατζίδικο και όχι το σουβλακοποιείο, και Β) τη βλακώδη ιδέα της καθαριότητας που: 1) φλομώνει το νεροχύτη στη χλωρίνη, 2) σαρώνει και το παραμικρό διχτάκι εργατικής αράχνης που θα στολίσει τις αλλιώς αδιάφορες για το βλέμμα κρυφές γωνιές των δωματίων, 3) βιάζεται να λιώσει ποδοπατώντας-το κάθε διάφανο σαμιαμίδι που καταδέχτηκε να τιμήσει τις σπάνιες σκοτεινές και ανείδωτες από απρόσεχτο ανθρώπινο μάτι διαδρομές του υπαρκτού μικρόκοσμου ενός μονότονου κοινού διαμερίσματος πολυκατοικίας (για καλό σκοπό), 4) ρυπαίνει αηδιαστικά με άπλετο χυδαίο φως ολονυχτίς μνημεία και πόλεις, 5) ηχορυπαίνει τη γαλήνη των πάρκων με μεγαλόφωνα δήθεν μουσικόφωνα που α) αναστέλλουν την άνθηση των δέντρων, β) κατατρομοκρατούν τα σκαθάρια, γ) εξορίζουν τα πουλιά, δ) κακομαθαίνουν τα παιδιά, ε) αναστατώνουν τα ορφανά παρκοδίαιτα κατοικίδια, και τέλος 6) αναγκάζει (η βλακώδης ιδέα της καθαριότητας) τα χριστουγεννιάτικα δέντρα να ξανασκεφτούν αν θα αφεθούν να ξαναστολιστούν του χρόνου·
επειδή ο χρόνος είναι πολύτιμος ακριβώς στο βαθμό που δεν μπορούμε να τον συλλάβουμε, να τον εκτιμήσουμε, να τον αναστρέψουμε, να τον μεταμορφώσουμε, να τον πολιτικοποιήσουμε, να τον παραμερίσουμε, να τον παρακάμψουμε, να τον λαγοκοιμίσουμε· επειδή όλα κινδυνεύουν να πέσουν θύματα μιας μάλλον τερατώδους παραζάλης που ακούει στον θλιβερό αλαμπουρνέζικο «όρο» «υποκινούμενος ποιητικός εκδημοκρατισμός»· επειδή κανείς ποτέ δεν ξέρει ούτε και αυτοί οι ίδιοι πώς αυτοί οι δυό ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον· επειδή κανείς δεν ξέρει ούτε και αυτοί οι ίδιοι πώς αυτοί οι τρεις ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον ανά δύο· επειδή η τρέχουσα φάση του ερωτισμού, και του έρωτα, δεν είναι παρά μια πολύ μικρή στιγμή μιας ακόμα απρόβλεπτης μεταμόρφωσης που δεν θα πάψει να κοκορεύεται πως είναι η οριστική στον ιστορικό ορίζοντα· επειδή ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν θα είναι πιθανότατα στο μέλλον, όπως δεν ήταν και στο παρελθόν, τόσο ψυχαναγκαστικά, εμμονικά, εμπορικά ερωτοσεξοκεντρικός· επειδή τα λόγια είναι εύκολα, όπως δεν πρέπει να είναι, οι καιροί πονηροί, η αγάπη δύσκολη, οι πόθοι της καρδιάς στρεβλοί σαν τιρμπουσόν, η Βεατρίκη εξαφανισμένη, ενώ ασύρματη η Μελπομένη ασχημονεί— με «οπτικοποιημενες εντυπώσεις» κι άλλες του αυτού ποιού παραμορφώσεις με σοβαρές για την υγεία επιπτώσεις—την ώρα που προσμένει τη στιγμή που η ευλογημένη η γλώσσα θα δεήσει το πρόβλημα του έρωτα ή της αγάπης με ποίημα να το ξεδιαλύσει ώστε σε θυμητικό τραγούδι να γυρίσει (είναι γνωστό πόσο κατώτερη της φαντασίας είναι η επιστήμη, άλλο που έχει το προβάδισμα στη φήμη: ο ιερολογιότατος Ντότζσον με μία κάμπια, ένα κοντύλι, μία βάρκα, ένα κουνέλι, μια τρελοβασίλισσα, και μια μικρή του φίλη, στα χρόνια της Βικτόριας, πώς ανακάλυψε την αντιύλη;)·
Επειδή τώρα, τούτη τη νεκρή εποχή που οι παλιοί θεολόγοι ποιητές βάφτισαν φοβισμένοι του τίποτα ώρα, μετά το φως των Χριστουγέννων, με το χριστουγεννιάτικο έλατο στα σκουπίδια μαζί με τα σπασμένα χριστουγεννιάτικα στολίδια, ώρα που οι δρόμοι στένεψαν παράξενα, που το γραφείο είναι πιο ασφυκτικό και θλιβερό, ώρα παράξενης νάρκης και αναμονής, ώρα που αναδεύει κρύες στάχτες γιορτής, ψάχνοντας στο θάνατο τυχαία ίχνη ζωής, ώρα γυμνή, ώρα του ποιητή της ανανταπόδοτης αγάπης ώρα, του Γ.Χ. Όντεν που είναι η ώρα· εκείνος ακονίζοντας τη σκέψη του στη θεωρία ένιωσε να μεγαλώνει οδυνηρά της ψυχής του η απορία όσο έβλεπε πως όλο και πιο πολύ χρειαζόταν να ρωτήσει τι είναι αυτό που το λένε αγάπη και κάποιος να του απαντήσει· ώσπου να φτάσει στα σαράντα έξι του «μ’ αγαπούν άρα υπάρχω» να βάλει το ανθρώπινο ξεμυαλισμένο πλάσμα να ψελλίσει, και με σφιγμένη την καρδιά πιο κάτω να εξηγήσει «μ’ αυτή πια τη λογική / ένα λιοντάρι τρυφερά στην αγκαλιά του ένα παιδάκι θε να πάρει»—ΓΙ’ ΑΥΤΟ:
Ένα ερωτικό γράμμα
Παρατίθεται στο βιβλίο του Έντουαρντ Μέντελσον «Όντεν, τα πρώτα και τα τελευταία χρόνια: Βιογραφική κριτική», Princeton University Press, 1981.
«[…] Όταν κυκλοφόρησε το Προς το Παρόν [σ.σ. Υπότιτλος: Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο. Αφιέρωση: στη μητέρα του Γ.Χ. Όντεν, Κόνστανς Ρόζαλι Όντεν, 1870-1941. Επιγραφή από την Προς Ρωμαίους Επιστολή 6 1-2 “Τι ουν ερούμεν; επιμενούμεν τηι αμαρτίαι ίνα η χάρις πλεονάσηι; μη γένοιτο”. Προσφυώς ο τίτλος συμπεριλαμβάνει—όπως, ευτυχώς, υπονοείται αβίαστα και στα ελληνικά— και την προσλαλιά στο—άχρονο— παρόν και την προσωρινή χρονικότητα της επιρρηματικής έκφρασης] το 1944, σε ομότιτλο βιβλίο που περιείχε και το επόμενο πολύστιχο ποίημα “Η θάλασσα και ο καθρέφτης”, ο μόνος ευθύς προσωπικός υπαινιγμός ήταν η αφιέρωση στην θεοσεβούμενη μητέρα του Όντεν. Ωστόσο η αφιέρωση έκρυβε περισσότερα από όσα φανέρωνε καθώς η ερωτική αλληγορία του ορατόριου ήταν αόρατη για όλους εκτός από τον ίδιο τον Όντεν και τον [εραστή] του, Τσέστερ Κάλμαν. Για να μην ξεφύγει το νόημα από τον Κάλμαν, ο Όντεν ξεκαθάρισε το ζήτημα σε ένα γράμμα που του έγραψε ανήμερα Χριστούγεννα του 1941, στα μισά της σύνθεσης του ποιήματoς και ένα χρόνο μετά τον απρόσωπο στόμφο του “Χριστούγεννα 1940”».
«Φίλτατε Τσέστερ» άρχιζε το γράμμα:
Επειδή σε σένα, έναν Εβραίο, εγώ, γένους Εθνικού, κληρονόμος ενός Ω-τόσο-ευ-γενικού αντισημιτισμού, βρήκα την ευτυχία μου:
Όταν σήμερα πρωί σκέφτομαι τη Βηθλεέμ, σκέφτομαι εσένα.
Επειδή εσύ, από το Μπρούκλιν, δίδαξες εμένα, από την Οξφόρδη, πώς ο πιο ελευθέριος νεαρός, στο πνεύμα και στην τσέπη, μπορεί να συμπεράνει ότι τα λεφτά του και η μόρφωσή του θα έπρεπε να μπορούν να αγοράσουν την αγάπη·
Όταν σήμερα πρωί σκέφτομαι το κατάλυμα στο παχνί, σκέφτομαι εσένα.
Επειδή υποφέροντας για σένα τα μαρτύρια της γενετήσιας ζηλοτυπίας, είδα σε μιαν αναλαμπή την άπειρη ευτέλεια της αρσενικής αλαζονείας·
Όταν σήμερα πρωί σκέφτομαι τον Ιωσήφ, σκέφτομαι εσένα.
Επειδή οι μανάδες και των δυό μας με την ομοφυλοφιλία και των δυο μας σχετίζονται στενά, επειδή και οι δυο χάσαμε τις μανάδες μας, κι επειδή «Μαρία» είναι ποικίλο παρωνύμιο·
Όταν σήμερα πρωί, σκέφτομαι τη Μαρία, σκέφτομαι εσένα.
Επειδή η σχέση ενός παιδιού με τους γονείς του, η ανάγκη ορίζει να είναι σοβαρή, και είναι το σύμβολο, το αχνάρι και το προμήνυμα όποιας αγάπης σοβαρής ίσως αργότερα διαλέξει να αισθανθεί, επειδή είσαι για μένα, στο συναίσθημα μάνα, στο κορμί πατέρας, και στο πνεύμα γιος·
Όταν σήμερα πρωί σκέφτομαι την Αγία Οικογένεια, σκέφτομαι εσένα.
Επειδή, εξαιτίας σου, έγινα στην πρόθεση, και σχεδόν στην πράξη, φονιάς·
Όταν σήμερα πρωί σκέφτομαι τον Ηρώδη, σκέφτομαι εσένα.
Επειδή ακόμα και les matelots et les morceaux de commerce ενστικτωδώς σου αποδίδουν hommage·
Όταν σήμερα πρωί σκέφτομαι τους Ποιμένες, σκέφτομαι εσένα.
Επειδή πιστεύω στο δημιουργικό σου χάρισμα, και επειδή βασίζομαι απόλυτα στην κριτική σου αντίληψη,
Όταν σήμερα πρωί σκέφτομαι τους Μάγους, σκέφτομαι εσένα.
Επειδή μόνο εσύ γνωρίζεις όλη την έκταση της ανθρώπινης αδυναμίας μου, και επειδή νομίζω πως γνωρίζω τη δική σου, επειδή μνησικακώ που είμαι λίγος, κι εσύ μνησικακείς που είσαι κυφός, κι επειδή σε αγαπώ ως και με το εμόν σώμα·
Όταν σήμερα πρωί σκέφτομαι την Αντρική Φύση, σκέφτομαι εσένα.
Επειδή διά σου επέλεξε να με μακαρίσει ο Θεός,
Όταν σήμερα πρωί σκέφτομαι τη Θεότητα, σκέφτομαι εσένα.
Επειδή στα μποέμικα μάτια των φίλων μας, η σχέση μας είναι παράδοξη·
Όταν σήμερα πρωί σκέφτομαι το Παράδοξον της Ενσαρκώσεως, σκέφτομαι εσένα.
Επειδή, αν και η αγάπη μας, που άρχισε Χανς Άντερσεν, έγινε Γκριμ, και είναι πιθανό όλο και Γκριμ-ότερες δοκιμασίες να την αναμένουν, και παρ’ όλ’ αυτά πιστεύω πως λίγη πίστη να είχαμε στο Θεό, κι ο ένας στον άλλον, θα μας επιτραπεί να πραγματώσουμε ό,τι είναι προορισμένη να είναι η αγάπη·
Όταν σήμερα το πρωί σκέφτομαι τη Μεγάλη Παρασκευή και την Κυριακή του Πάσχα που η Μέρα των Χριστουγέννων τα υπονοεί, σκέφτομαι εσένα.
[σ.σ. Σκοπίμως ακολουθεί μια σημείωση του συγγραφέα Έντουαρντ Μέντελσον, που μολονότι δεν αναφέρεται στην επιστολή, διευκολύνει τον αναγνώστη της.]
«ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η ομοφυλόφιλη αργκό της επιστολής είναι ξεκάθαρη […] ο Όντεν σκαρώνοντας μια πλαστή αργκό βασισμένη σε κοινούς τόπους της πραγματικής αργκό προκαλεί προσφυώς μια διατάραξη της ομαλής ροής του νοήματος. Ο γνώστης αναγνώστης εύκολα αναγνωρίζει την κρυφή σημασία. Αλλά ο μη γνώστης δεν μπορεί να βρει το κλειδί ανατρέχοντας στα αργκοτικά λεξικά. Με αυτό το ποίημα αποκτούν ταυτότητα αναγνώστης και ποιητής.»