Διάβασα ένα άρθρο της Masha Gessen στο New Yorker την προηγούμενη εβδομάδα. Ένα άρθρο σχολιασμό πάνω σε ένα τουίτ της Alexandria Ocasio-Cortez για τα «στρατόπεδα συγκέντρωσης» που διατηρεί η αμερικάνική κυβέρνηση στα σύνορά της με το Μεξικό. Το τουίτ προκάλεσε καταιγισμό αντιδράσεων και άνοιξε πάλι τη συζήτηση για το πόσο λάθος είναι να χρησιμοποιεί κάποιος, έτσι αβασάνιστα, τον όρο «στρατόπεδο συγκέντρωσης».
Η ουσία του άρθρου της Gessen είναι η εξής: όταν κατασκευάζουμε το αφήγημα για κάτι ιδιαιτέρως άσχημο που συμβαίνει τώρα, σήμερα, και μιλάμε με αναλογίες για τερατώδη πράγματα που έχουν συμβεί στο παρελθόν, χωρίς να το θέλουμε, τελικά, εξιλεώνουμε τα κακώς κείμενα του σήμερα. Κλασικό παράδειγμα, φυσικά, είναι το «στρατόπεδο συγκέντρωσης». Εξηγεί η Gessen (παραφράζω): όποιος αναφέρει τις λέξεις «στρατόπεδο συγκέντρωσης» είναι δυνατόν να πέσει βορά ενός συλλογισμού που υποστηρίζει ότι δεν γίνεται να μιλάμε σήμερα για «στρατόπεδο συγκέντρωσης» γιατί δεν υπάρχουν σήμερα «στρατόπεδα συγκέντρωσης», και η αναφορά και μόνο σε «στρατόπεδα συγκέντρωσης» συνιστά προσβολή και βεβήλωση της μνήμης των ανθρώπων, των Εβραίων, που βρήκαν τραγικό θάνατο σε αυτά. Και μάλιστα, το επιστέγασμα αυτού του συλλογισμού είναι η αναφορά στο όνομα «Χίτλερ» και στον όρο «Ναζισμός». Η αναφορά και μόνο των λέξεων αυτών κάνει ακόμη και αυτούς που αναφέρουν τον όρο «στρατόπεδο συγκέντρωσης», ως αναλογία για να θίξουν τα τωρινά κακώς (κακίστως) κείμενα για κάτι που συμβαίνει σήμερα, να λιποψυχούν και να αναλογίζονται ότι ίσως είναι υπερβολικοί. Άρα, λέει το επιχείρημα της Gessen, εφόσον αυτά που συμβαίνουν σήμερα δεν έχουν να κάνουν επουδενί με το «στρατόπεδο συγκέντρωσης», δεν είναι, τελικά, και τόσο άσχημα όσο αρχικώς είχαμε οδηγηθεί να πιστέψουμε. «In crafting the story of something that should never have been allowed to happen, we forge the story of something that couldn’t possibly have happened», (όταν κατασκευάζουμε το αφήγημα για κάτι που δεν έπρεπε ποτέ να έχει επιτραπεί να συμβεί, σφυρηλατούμε το αφήγημα για κάτι που δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί), είναι τα λόγια της Gessen. Η πρόταση αυτή έχει ιδιαίτερη βαρύτητα γιατί αποτυπώνει την πορεία μιας αξιοσημείωτης πλαστικότητας. Η ηθική –αυτό που δεν έπρεπε να έχει επιτραπεί να συμβεί– αποκτά πολλές φορές πλαστικές δυνατότητες μέσα στην επικράτεια της φαντασίας, και καθορίζει την οντολογία της πραγματικότητας –καθορίζει αυτό που δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί. Η οντολογία –η ιστορική πραγματικότητα– του «στρατοπέδου συγκέντρωσης» παραδόξως (ενώ έχει ήδη συμβεί) αποκλείει κάτι τόσο φρικαλέο να συμβαίνει ξανά σήμερα. Άρα, το κακό που νομίζουμε ότι συμβαίνει, δεν συμβαίνει. Ο ίδιος ο τρόπος σκέψης μας είναι σαν να μας λέει: «Βγάλτε από το μυαλό σας το στρατόπεδο συγκέντρωσης γιατί αυτό δεν υπάρχει σήμερα, και αφού δεν υπάρχει αυτό σήμερα, τότε, αυτό που υπάρχει, δεν είναι «στρατόπεδο συγκέντρωσης», και, άρα, δεν είναι κάτι τόσο φρικαλέο». Εγώ θα πάρω αυτό το συμπέρασμα και θα το συνδέσω με κάτι διαφορετικό μεν, παρεμφερές δε: τη συγκλονιστική φωτογραφία των πνιγμένων (πατέρα και κόρης) που πλημμύρισε τα μεγάλα μέσα (έγινε μέχρι και πρωτοσέλιδο στους New York Times) την εβδομάδα που πέρασε.
Η φωτογραφία είναι τόσο σκληρή που πυροδότησε άρθρα από τα ίδια τα μέσα που τη δημοσίευσαν για το κατά πόσο ήταν σωστή η κίνηση αυτή (εδώ και εδώ). Η απάντηση στο αν θα πρέπει να δημοσιεύονται φρικαλέες φωτογραφίες βρίσκεται κρυμμένη μέσα στο συλλογισμό τής Gessen. Η φωτογραφία επιβεβαιώνει την ύπαρξη της φρικαλεότητας που η ίδια η σκέψη μας, μας ωθεί στο να πιστέψουμε ότι δεν υπάρχει. Αλλά, και αυτό είναι κρίσιμο «αλλά», η φρικαλεότητα δεν θα ήταν φρικαλεότητα αν ήταν εύκολο να αναγνωριστεί ως τέτοια. Δομικό κομμάτι της έννοιας «φρικαλέο» είναι και η δυσκολία τής πρόσληψής της αντιληπτικά για τον πολύ απλό λόγο ότι το «φρικαλέο» δοκιμάζει τα ίδια τα όρια της λογικής μας. Το «φρικαλέο» σε (προ)καλεί, όσο ελλειπτικά κι αν συμβαίνει αυτό, να απεκδυθείς την ψυχική σου υγεία για να το συλλάβεις νοητικά και νοηματικά.
Το επιχείρημα της Gessen συνιστά και έναν από τους λόγους που συγγραφείς που έχουν καταπιαστεί με το όνειδος και τη φρικωδία του ναζισμού (εγώ θα αναφερθώ στον W. G. Sebald) δεν αναφέρονται ποτέ ευθέως στις φρικαλεότητες των προγόνων τους. Και αυτό γιατί συνειδητοποιούν πολύ καλά ότι η άμεση έκθεση στα εγκλήματα αυτά κάνει τον αποδέκτη να κλείνει, αντιληπτικά, σαν στρείδι. Η κτηνωδία του «στρατοπέδου συγκέντρωσης» έχει δεχτεί τόση έκθεση που έχει «αναχθεί σε μύθο». Μύθο όχι όμως με την έννοια τού αφηγήματος αλλά ως κάτι που δεν είναι ακριβώς πραγματικό. Κάτι που καρικατουρίζει (sic) γιατί, παραδόξως, χάνει τη δύναμή του ακριβώς επειδή είναι τόσο ισχυρό. Η αντιληπτική ικανότητα, λοιπόν, δεν νεκρώνει μόνο απουσία ερεθισμάτων, αλλά νεκρώνει και από την άλλη πλευρά του φάσματος, όταν η υπερέκθεση στην πληθωρικότητα του ερεθίσματος σφραγίζει, για λόγους προστασίας του υποκειμένου, τις διόδους. Όταν ο Sebald αναφέρεται στη φρικωδία του Ολοκαυτώματος δεν θα μιλήσει ποτέ γι’ αυτό καθαυτό το Ολοκαύτωμα. Δεν θα μιλήσει ποτέ για αυτό καθαυτό το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Θα κατασκευάσει αφηγήματα που θα εγκιβωτίζουν το στρατόπεδο συγκέντρωσης με τους πιο ευφάνταστους τρόπους. Όπως, για παράδειγμα, με την εξιστόρηση της εξάπλωσης της σηροτροφίας, της καλλιέργειας του μεταξοσκώληκα, στη Γερμανία του Εθνικοσοσιαλισμού. Θα αντιγράψω ένα εκτενές απόσπασμα για να δείτε ακριβώς σε τι αναφέρομαι:
«Τα «υπάκουα κατοικίδια» στοίχιζαν σχεδόν τίποτα, ήταν διαθέσιμα σε απεριόριστες ποσότητες, και η εκτροφή τους δεν απαιτούσε ούτε κλουβιά ούτε και στάβλους, ενώ τα ίδια προσφέρονταν για κάθε λογής πειράματα (ζυγίσεις, μετρήσεις, κ.ο.κ.) σε όλα τα στάδια της ανάπτυξής τους. Οι μεταξοσκώληκες προσφέρονταν για τη γνωριμία με την κατασκευή και με τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της ανατομίας των εντόμων, έφερναν τους μαθητές σε επαφή με τις μορφές εξημέρωσης και τις ατροφικές μεταλλάξεις, καθώς και με τα ουσιαστικά μέτρα που ήταν απαραίτητο να λάβουν οι εκτροφείς, όπως ο έλεγχος της παραγωγής, η διαλογή μα και η εξόντωση μεμονωμένων εντόμων για την αποτροπή φυλετικών αλλοιώσεων. […] Παρακολουθούμε την εκκόλαψη και τη σίτιση των λαίμαργων σηροσκωλήκων, τη συχνή ανατοποθέτησή τους σε ξύλινα καφάσια, το πλέξιμο του μεταξωτού κουκουλιού και, τέλος, τη θανάτωση των χρυσαλλίδων […] με την τοποθέτησή τους πάνω από έναν χτιστό ατμολέβητα που διατηρείται σταθερά σε σημείο ζέσεως. Αφού απλωθούν μέσα σε ρηχά καλάθια, τα κουκούλια παραμένουν επί τρεις ώρες πάνω από τους υδρατμούς που αναδίδει το ζεματιστό καζάνι, και μόλις εξοντωθεί η πρώτη φουρνιά, φορτώνεται ευθύς η επόμενη, και ούτω καθεξής, μέχρις ότου ολοκληρωθεί πλήρως η επιχείρηση της θανάτωσης». (Οι Δακτύλιοι του Κρόνου, μτφρ. Γ. Καλιφατίδης, σ. 322-323, Άγρα, 2009)
Το απόσπασμα μιλάει για σηροτροφία και μεταξοσκώληκες. Τα “συμπεράσματα” και οι παραφυάδες των σκέψεων (της φρικωδίας) που καραδοκούν μέσα στο κείμενο που μόλις διαβάσατε είναι αριστοτεχνικά τοποθετημένα από τον Ζέμπαλντ για να τονίζουν ακριβώς αυτά που αποσιωπούν. Ας παραλλάξω λοιπόν τώρα την κρίσιμη φράση της Gessen που σας έδωσα στην αρχή: όταν κατασκευάζουμε το αφήγημα για κάτι που δεν έπρεπε ποτέ να έχει επιτραπεί να συμβεί, για να μην σφυρηλατούμε το αφήγημα για κάτι που δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί, απαιτείται ύψιστος δημιουργικός μόχθος. Διαφορετικά, η ιστορία καθίσταται άχρηστη όχι γιατί το μάθημα δεν μαθαίνεται από τον μαθητή, αλλά γιατί το μάθημα διδάσκεται από τους δασκάλους με τους λάθος τρόπους.