Άνθρωποι έρχονται και χάνονται, αλλά ο δημόσιος βίος έχει μια γεύση φορμόλης στα χείλη. Απ’ όλα τα ανθρώπινα καμώματα, είναι η πιο ρεζίλικη (εννοώ resilient) απασχόληση.
Συναντάω φίλο παλαιό, παπανδρεϊκό. Μου φάνηκε κάπως. Ρωτάω αν συμβαίνει κάτι και μου διέφυγε.
«Κάθε πρωί περνάω από το παρκάκι κι ανταμώνω έναν ανάπηρο. Άστεγος, προσφέρει χαρτομάντιλα, κανένας δεν τα παίρνει, όλη η γειτονιά βοηθάει όπως μπορεί, πιάνουμε και κουβέντα. Σήμερα τον πείραξα στο στυλ “άντε, κοντεύουν οι μέρες τους” και με κοιτάει αυστηρά. Το Παιδί και τα μάτια μας, μου λέει. Οι άλλοι θα είναι χειρότεροι.
Αυτή είναι η κατάσταση. Πιο φτωχός δε γίνεται ,πιο έρημος και σκοτεινός, επίσης. Αλλά θέλει το Παιδί».
Ήπιαμε τον γκαηβέ σιωπηλοί.
Άνθρωποι έρχονται και χάνονται, αλλά ο δημόσιος βίος έχει μια γεύση φορμόλης στα χείλη. Απ’ όλα τα ανθρώπινα καμώματα, είναι η πιο ρεζίλικη (εννοώ resilient) απασχόληση.