Δωρεάν
31-07-2019

Είναι άραγε καλύτερο να ακούς την «Αχάριστη» ως τραγούδι γνωστό, ως ήχο οικείο, ως μουσική που συνοδεύεται από στίχους και να σιγοτραγουδάς τους στίχους νοηματοδοτώντας και ταυτόχρονα οριοθετώντας αυτό που ακούς, ή μήπως είναι καλύτερο να την ακούς ως τουρίστας για πρώτη φορά, ως τραγούδι άγνωστο και φορέα ενός ήχου που έρχεται κάπου έξω από εσένα, το παρελθόν σου, τα ακούσματά σου, την μνήμη των κυττάρων σου, με τους στίχους να μην σχηματίζουν λέξεις αλλά κι αυτοί ήχους μόνο, ήχους ακατάληπτους, συλλαβές που δεν ξέρεις τι μπορεί να σημαίνουν, όντας έτσι ελεύθερος να αφεθείς αποκλειστικά στην μουσική, όντας έτσι ελεύθερος από το ένα και συγκεκριμένο νόημα, όντας έτσι ελεύθερος ίσως να προσλάβεις όσους σιγοτραγουδούν ως προσκυνητές που προσεύχονται σε μια ειδικά φτιαγμένη για προσευχές γλώσσα, σε μια γλώσσα που δεν υπάρχουν λέξεις, σε μια γλώσσα που τίποτα δεν μπορεί να φυλακιστεί, σε μια γλώσσα που τίποτα δεν μπορεί να σε πνίξει, σε μια γλώσσα που τίποτα δεν μπορεί να σε φέρει απέναντι στο Θείο ή στο Ανθρώπινο με όρους καταπιεστικούς, σε μια γλώσσα που σε φέρνει απέναντι στο Θείο και στο Ανθρώπινο με όρους αποδοχής των αδυναμιών αμφοτέρων, με όρους συγχώρεσης των αδυναμιών αμφοτέρων, με όρους όπου Θεοί και Άνθρωποι συμπυκνώνουν ό,τι μπόρεσαν να καταλάβουν από το φευγαλέο ταξίδι της ύπαρξης στα τρία λεπτά ενός τραγουδιού;

Γιατί, βλέπεις, ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα από το ότι ο νεότερος των Καραμανλήδων χρησιμοποιεί τη λέξη αποβράσματα για όσους δεν χτυπάνε εισιτήριο στο μετρό, είναι ότι δεν έχει χρειαστεί και δεν πρόκειται ποτέ να χρειαστεί να χρησιμοποιήσει μετρό ή άλλο μέσο μαζικής μεταφοράς. Γιατί, βλέπεις, πάντοτε ο κόσμος θα χωρίζεται σε αυτούς που έχουν πάσο απεριορίστων διαδρομών στα πάσης φύσεως προνόμια και στους υπόλοιπους. Αλλά πρέπει ακόμη περισσότερο να δεις κι ακόμη περισσότερο να καταλάβεις, ότι τα προνόμια των πρώτων θα αφορούν κατά το μεγαλύτερο μέρος την προσβασιμότητά τους σε υλικά αγαθά, καταναλωτικές ανέσεις, πολυτέλειες, εξουσία, ισχύ. Και ως εκεί. Και όχι πιο πέρα.

Γιατί, βλέπεις, δεν μπορούν να αγοράσουν καλύτερες αχάριστες να τις ακούνε μόνο αυτοί. Γιατί, βλέπεις, δεν μπορούν να σε εμποδίσουν εσένα να τις ακούς. Γιατί, βλέπεις, μπορούν να πάνε στα πιο πολυτελή θέρετρα και στις καλύτερες θάλασσες, αλλά υπάρχει ακόμα άφθονη θάλασσα απερίφρακτα δική σου. Γιατί, βλέπεις, όταν βρίσκεσαι στη θάλασσα δεν έχεις ανάγκη οτιδήποτε άλλο που μπορούν να αγοράσουν τα λεφτά – και όλα τα λεφτά του κόσμου δεν μπορούν να αγοράσουν οτιδήποτε περισσότερο από αυτό που βιώνεις μέσα στη θάλασσα. Γιατί στη θάλασσα λιώνουν τα ψηφία του χρόνου κι αποκαλύπτεται πως η βαθύτερη φύση του ανθρώπου είναι η ραστώνη και η έως εξαφανίσεως του εαυτού αφαίρεση. Γιατί το μπάνιο στη θάλασσα είναι πάντα μια απάντηση, ανεξαρτήτως ερωτήματος. Κι η απάντηση είναι ότι ο άνθρωπος στη ζωή δεν χρειάζεται σχεδόν τίποτα άλλο. Μόνο το κορμί του και μια θάλασσα μπροστά.

Γιατί, βλέπεις, όσα άλλα κορμιά κι αν μπορεί να αγοράσει το χρήμα, τα πιο πολυτελή και καλύτερα κορμιά, υπάρχουν ακόμα άφθονα κορμιά απερίφρακτα δικά σου. Γιατί, βλέπεις, δεν μπορούν να αγοράσουν όλα τα κορμιά για να τα έχουν μόνο αυτοί, ούτε μπορούν να εμποδίσουν εσένα να τα έχεις. Για να σε εμποδίσουν επιστράτευσαν στην πορεία των αιώνων κολάσεις, στρεβλωμένα θρησκευτικά δόγματα και εκκοσμικευμένες αντανακλάσεις τους.

Γιατί, βλέπεις, το χρήμα και το προνόμιο μπορεί να σου εξασφαλίσει ό,τι έπεται, όχι ό,τι είναι πρωταρχικό. Γιατί, βλέπεις, μπορείς να βλέπεις δωρεάν τον ουρανό. Γιατί, βλέπεις, μπορείς δωρεάν να ερωτευθείς και δωρεάν να αγαπήσεις, γιατί ο έρωτας και η αγάπη είναι δωρεά, είναι αντίδωρο της ανθρώπινης συνθήκης για όλη την προσωρινότητά της, για όλη την φθαρτότητά της, για όλο της το όχι αρκετό. Γιατί, βλέπεις, τα λεφτά και τα προνόμια είναι παιχνίδια που κατασκευάσαμε. Με αυτά τα παιχνίδια οι προνομιούχοι και οι πλούσιοι ας παίζουν το μέικ μπιλίβ τους. Η πραγματικότητα της ζωής είναι άλλη: πως ό,τι συνομιλεί με τον πυρήνα του ανθρώπου, ήταν, είναι και θα είναι διατεθειμένο για όλους, για τον κάθε ένα από εμάς. Αν θα τραγουδήσει, αν θα κολυμπήσει, αν θα αγκαλιάσει, αν θα αγαπήσει εξαρτάται μόνο από ό,τι έχει στο μυαλό του – όχι από ό,τι έχει στην τσέπη του.