Στο Fearless, μια από τις ξεχασμένες ταινίες του Αυστραλού Peter Weir, ο Μαξ (Jeff Bridges) έχει επιζήσει με άλλους λίγους συνεπιβάτες αεροπορικού ατυχήματος. Μαζί του και η Κάρλα (Rosie Perez) που έχασε το γιό της, ένα μωρό το οποίο κρατούσε σφικτά την ώρα της πρόσκρουσης και που τινάχτηκε από την αγκαλιά της. Η Κάρλα πνίγεται από ενοχή, δεν μπορεί να συγχωρήσει τον εαυτό της. Ο τρελαμένος, υπερβολικά άφοβος και αποξενωμένος από τους οικείους του ύστερα από το ατύχημα Μαξ, νιώθει πλέον άνετα μόνο ανάμεσα στους επιζήσαντες. Βάζει την απελπισμένη Κάρλα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του, δίνοντάς της να βαστήξει γερά το κουτί με τα εργαλεία – το αγοράκι σου, της λέει -, γκαζώνει και στουκάρει σε μαντρότοιχο. Το κουτί ξεφεύγει από το αγκάλιασμα της μητέρας και ο Μαξ τραυματίζεται.
Στις 22 Ιουλίου της περασμένης χρονιάς, έφυγα για δουλειά στην επαρχία μέσω της Αθηνών – Κορίνθου. Τα μαντάτα της φωτιάς με βρήκαν βρόμικο και κουρασμένο σε μικρό γιαπί, στο πόδι όλη μέρα με μαστόρους. Φίλη έστειλε μήνυμα, έλεγε για καπνό και δυνατό αέρα στη Αθήνα. Λαγοκοιμήθηκα και σηκώθηκα χαράματα, ανήσυχος, με την έννοια. Σε καφενείο διάβασα για νεκρούς που βρήκαν τη νύκτα. Ήξερα, όπως όλοι, ότι το φως της μέρας θα φανέρωνε πολλαπλάσιους.
Παρηγοριά το διαδίκτυο, να συζητάς, να μαθαίνεις. Και πλάνη, εκείνη η αίσθηση ότι γνωρίζοντας περισσότερα θα καταφέρεις να σπρώξεις προς τα πίσω το λίγο χρόνο που μεσολάβησε από το πριν να φτάσει το κακό. Ότι τα πράγματα θα γυρίσουν στο ίσο τους, ότι δεν θα προλάβει ο χρόνος να πετρώσει το απρόσμενο τσιμέντο της ανατροπής.
Το ψηφιδωτό της καταστροφής ξεδίπλωνε, γραφικές λεπτομέρειες το συμπλήρωναν. Εικόνες και ιστορίες οι οποίες αντί ν’ απαντούν εξαγρίωναν. Ο θυμός μοναδική, κόκκινη, συνιστώσα στη δημόσια έκφραση του πόνου. Θυμός που εκφυλίστηκε στη μέσω κατηγοριών εκλογίκευση, που μπορούσε να ηρεμήσει μόνο με την εδώ και τώρα ευθύνη, με την απλούστευση, με το συγκεκριμένο – το Υπουργείο, η Περιφέρεια, τα δασαρχεία, η πυροσβεστική, το «όλοι μαζί» τα καταπατήσαμε, το «όχι, το Μάτι ήταν παλιά χαρακτηρισμένο αγροτική περιοχή», οι οικοπεδούχοι που έφραξαν την πρόσβαση στη θάλασσα. Το συρματόπλεγμα. Έβγαινα τρελαμένος στο στενό να πιάσω δεδομένα στο τηλέφωνο, οι εικόνες και οι ιστορίες με αποτέλειωναν. Αγχωμένος, είχα πέντε μέρες να ολοκληρώσω τη δουλειά και Τετάρτη μεσημέρι, σαν ήρθε η σύνδεση με το ηλεκτρικό, άρπαξα την καφετιέρα να φτιάξω καφέ, άγρυπνος όλη τη νύχτα. Μου γλίστρησε από τα χέρια κι έσπασε. Τα έχωσα στο σύντροφό μου, ο οποίος το μόνο που έκανε εκείνες τις μέρες, ήταν να βοηθάει, ουσιαστικά και πρακτικά.
Το βράδυ του κράτησα το χέρι και δίχως να μιλώ, με βρήκε ο ύπνος.
Βδομάδες έκανε να περάσει η στενοχώρια. Ίσως τώρα που γράφω, με την αλλαγή της χρονιάς, η ύπουλη θλίψη είναι ακόμα μαζί μου. Με βάρυνε πολύ το θανατικό. Αλλά Αττική και ο σεισμός το 1999. Στο κατώφλι μας και το Σάμινα. Και οι πυρκαγιές του 2007, με το ολοκαύτωμα στην Αρτέμιδα. Τότε είχα αντιδράσει διαφορετικά. Το φθινόπωρο, μετά το σεισμό, βοήθησα μέσω μιας ΜΚΟ, να γίνουν έλεγχοι στατικότητας σε σπίτια της Αθήνας, ύστερα από κάλεσμα της Πολεοδομίας. Το 2007, τις μέρες της χριστουγεννιάτικης άδειας επέστρεψα στην Ελλάδα (ζούσα τότε στο εξωτερικό) και κατέβηκα την Ηλεία, στην παρέα κι ένας δασολόγος. Είδαμε τη ζημιά, έμαθα για προοπτικές αποκατάστασης. Είχα χαρεί σαν έγινα μάρτυρας της φυσικής αναγέννησης. Μωράκια χαλεπίου πεύκης να ξεπετάγονται βλασταράκια απ’ το χώμα.
Αυτόν τον καιρό, η σκέψη να περάσω από το Μάτι δεν παλεύεται. Ίσως βάρυνα, βαρύ και το αποτύπωμα των 11 χρόνων από ‘κείνη τη χριστουγεννιάτικη εκδρομή στην Ηλεία. Οι αντοχές και η διάθεση λιγόστεψαν. Δυσκολεύεται τη φετινή χρονιά η μηχανή να τρέξει ηλεκτρισμένη απ’ τα περσινά, τις αρρώστιες και τα θανατικά. Αγκομαχεί – δεν κρατούν τα χέρια. (Ποιους θα έπειθε ο γερο-Σαββόπουλος αν τραγουδούσε αυτούς τους στίχους φέτος;)
Δεν δίνω συγχωροχάρτι με αυτά που γράφω, ευθύνες υπάρχουν. Ύβρη και ασέβεια στους νεκρούς η βεβαιότητά σου ότι έκανες αυτό που ακριβώς έπρεπε να κάνεις,. Οι παραιτήσεις των όποιων αρμοδίων είναι αναμενόμενες σε τέτοιες καταστροφές. Το μόνο βέβαιο είναι ότι κάτι παραπάνω θα μπορούσε να έχει γίνει, κάποιος άλλος – απ’ όλους τους υπόλοιπους – θα μπορούσε να δράσει αποτελεσματικότερα από σένα. Κι εσύ απαλλάσσεις αυτόματα τον εαυτό σου, χρησιμοποιώντας για δικαιολογία το μέγεθος της καταστροφής. Ανάμεσα στη (μπλαζέ) έπαρση και την παραίτηση, δε χωρά επιλογή. Ή θα χαρακτηριστείς από ξιπασιά ή θα αποχωρήσεις (και θα σε θυμούνται για αξιοπρέπεια κι όχι για αποτυχία).
Είναι και οι άλλοι. Τη νοημοσύνη του υποτίμησε κι όχι τη δική μας δασολόγος, ο οποίος προσκολλημένος σε μικροπολιτικές εμμονές, απαξίωσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναφορές που συνέδεαν τις πυρκαγιές με την κλιματική αλλαγή (όπως θα έκαναν όχι αριστεροί αλλά εξ ίσου σπουδαγμένοι σύμβουλοι του Τραμπ), ώστε ν’ αναδείξει, καθαρά για αντιπολίτευση, το ζήτημα της ελλιπούς διαχείρισης της πυρκαγιάς ως το μόνο άξιο συζήτησης. Πεισματικά, αδιαφορώντας για τις ακραίες μετεωρολογικές συνθήκες που όρισαν την εξέλιξη της φωτιάς και το γεγονός ότι τις μέρες εκείνες πρωτόγνωρου μεγέθους δασικές πυρκαγιές έκαιγαν στη Σουηδία (και όχι μόνο), ύστερα από πρωτόγνωρη ξηρασία.
Στην εθνική προς Κόρινθο, στην έξοδο της τρίτης σήραγγας, εκεί που ξεδιπλώνει μπροστά ο δρόμος για Κινέττα, ανοίγει σινεμασκόπ η εικόνα της περσινής δίδυμης φωτιάς στην Αττική. Δεξιά στα Γεράνεια, σκόρπια αποκαΐδια λυόμενων σπιτιών και το πευκόδασος που σκαρφαλώνει το γκρεμό, καμένο, σε σημεία καψαλισμένο, μαρτυρία του γεγονότος ότι η φωτιά κατηφόρισε τρέχοντας με δρασκελιές την πλαγιά. Αριστερά η θάλασσα και η απότομη κορδέλα ξηράς που χωρίζει την εθνική απ’ την ακτή. Στην ευθεία, οι τρεις λωρίδες ανά κατεύθυνση, οι δύο βοηθητικές και το φαρδύ διαχωριστικό. Στις 23 Ιουλίου η φλόγα πήδησε όλο το πλάτος του οδοστρώματος και με ευκολία πέρασε στην κάτω μεριά, προς τη θάλασσα.
Υπάρχουν ευθύνες. Αλλά και μεγάλη αφέλεια σα ρωτάς, όσο κι αν πονάς ή θυμώνεις, πώς άφησαν να περάσει η φωτιά τη Μαραθώνος.
Μπορεί το Μάτι να είναι τόπος ταμπού στο χάρτη μου, αλλά τη διαδρομή στην εθνική την κάνω συχνά. Βγαίνοντας απ’ το τούνελ, θυμάμαι την προσευχούλα που μου έμαθε πριν πολλά χρόνια φίλος καλός που είχε κάποια ζητήματα με χρήση ουσιών: Θεέ, δώσε μου τη γαλήνη να δεχτώ αυτά που δεν μπορώ ν’ αλλάξω, το κουράγιο αλλάξω εκείνα που μπορώ και τη σοφία να γνωρίζω τη διαφορά. Καιρός να δεχτώ ότι μια εποχή στην κόλαση δεν την ακολουθεί απαραιτήτως δημιουργική φλασιά ούτε ηρωικό σάλπισμα ξεσηκωμού, αλλά η σοφία ενός σκαντζόχοιρου, η αξιοπρέπειά του στο κουλούριασμα. Καιρός να δεχτώ ότι αν στουκάρεις σε τοίχο λαβώνεσαι και σημαδεύει, ότι κάποια πολύτιμα θα χαθούν απ’ τα χέρια σου.
Υπόσχεση, διόρθωση, στον εαυτό μου για τη νέα χρονιά. Εγώ που έχω την πολυτέλεια (και την τεμπελιά) να εμπνέομαι απ’ το σκαντζόχοιρο, να με συγχωρώ: κρατώ στα χέρια μου μόνο το δικό μου μέλλον, όσο κι αν αυτό είναι. Μία η διαφορά, η τεράστια: αν κρατούσα το μέλλον των παιδιών μου, θα έσφιγγα μ’ όλη τη δύναμη, με νύχια και δόντια. Όπως η Κάρλα.
Εύχομαι να τα καταφέρετε. Προϋπόθεση να κατανοήσετε και να διορθώσετε κι εσείς τις μελλοντικές προτεραιότητες. Το αεροπλάνο ακόμα πετάει.