Σκραμπλ ταξιδίου με αυτόγραφο του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ δωρισμένο από το γιό του Ντμίτρι στο Μουσείο Ναμπόκοφ. Μεταξύ σκακιού και σταυρόλεξου το σκραμπλ δεν ήταν δυνατόν να μη θέλξει τον ΒΝ
Διεκπεραιώσεις μεταμορφώσεων στο μαύρο φεγγαρόφωτο – 1
07-11-2019

Πεπεισμένη πως θα ήταν ο οικονομικότερος τίτλος για τα διάσπαρτα κεφάλαια μνήμης (1903-1940) που κατέληξαν μετά από τριάντα τόσα χρόνια σε ενιαίο βιβλίο Μνήμης Κεφαλαίας. Που αφού επιβεβαιώθηκε σαν «Αδιάσειστα στοιχεία», παραμέρισε για φωνολογικούς λόγους το λοφίο της αρχαίας περικεφαλαίας («Λέγε, Μνημοσύνη»), απέφυγε την περίτεχνη εκζήτηση τού διακοσμητικού «Το Ανθέμιον», στερήθηκε, δυστυχώς οριστικά, για βιολογικούς λόγους, τη συνέχεια «Πες κι άλλα, Μνήμη» (υπεσχημένη «για το διάστημα 1940-1960»—ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ πέθανε στις 2 Ιουλίου του 1977), στάθμευσε με ασφάλεια, τέλος καλό και πρακτικό, σε φρόνιμο συμβιβασμό αρχαϊκού προοίμιου και αγοραίας επίκλησης—αυτοθαυμαζόμενη ορχιδέα, μεταφυτευμένη στο καθημερινό δωμάτιο της ποίησης, σε προσγειωμένη κεραμική γλάστρα τρυφερής παρωδίας—στο οριστικό «Μίλησε, Μνήμη». (Φημολογείται πως ακόμα και οι θεές θα υποκύψουν ευκολότερα στην ακαταμάχητη αμεσότητα της ερωτοτροπίας σε έστω και θνητή, λειτουργική ζωντανή γλώσσα παρά σε έστω και όχι οριστικά νεκρή αλλά πάντως νοηματικά ενταφιασμένη ή σε μουσειακή βιτρίνα χλωροφορμισμένη.)

Οικονομικότερος; Τι είδους οικονομία είναι αυτή που προκρίνει πέντε μακροσκελείς λέξεις—οι τρεις τους, πραγματικός μεταφορικός πολυσύλλαβος συρμός—στη θέση πέντε συλλαβών; Ας πούμε πως είναι μια οικονομία που έχει κάνει άλλη, αντάρτικη συμφωνία με το χρόνο· ο χρόνος δεν είναι αποκλειστικά τραπεζικό εκτελεστό μέγεθος, ασυγκράτητος χείμαρρος διαδικασιών που μόνο ο χαλύβδινος κυματοθραύστης ενός χρηματοκιβώτιου αντισκόφτει. Κάποτε, μπορεί ακόμα κι αυτός να μετενσαρκώνεται σε «ώριμη χρυσαλλίδα όπου μέσα από το λεπτό θηκάρι της διακρίνεις, στα μικροσκοπικά της έλυτρα, την αυγή χρωμάτων και σχημάτων, μινιατούρα αποκάλυψης της πεταλούδας που σύντομα θα αναφανεί με τα στίλβοντα φτερά της και τα αδρογραμμένα τους σχέδια να πολλαπλασιάζουν το αρχικό τους μέγεθος της νύμφης»¹. Κρίσιμος όρος εδώ είναι ο δημιουργικός πολλαπλασιασμός, ποσοτικά, ή αλλιώς, ποιοτικά, η «δημιουργική ωριμότητα»². Λαθραίος πολλαπλασιαστής ο χρόνος, σε μια άγνωστη μακρά διαδικασία σύνθεσης και ανασύνθεσης υλικών και άυλων γινομένων, για την κατανόηση της οποίας καμιά έντεχνη καθυστέρηση, καμιά σκόπιμη χρονο-ολίσθηση στη ράχη της διάφανης σε βαθμό χρυσανταύγειας, και όμως σαν άπιαστο μετάξι αισθητής πτήσης του, δεν αρκεί ώστε να αναδειχτούν οι άγνωστοι μηχανισμοί του κατασιγάζοντας τον ακόρεστο πόθο λογικής ερμηνείας τού παρατηρητή, συμπαρασύροντάς τον προς την καταλλαγή της λογικής ικανοποίησης. Ο παρατηρητής πέπρωται να παραμείνει ισόβιος παθητικός θεατής ουρανοκατέβατων αποτελεσμάτων όπου οδήγησαν διαδικασίες ασύλληπτες και απερίγραπτες, και εν τέλει προσιτές μόνο μέσω της παρακαμπτηρίου μιας μεταφορικής γλώσσας. Και βεβαίως, κρίσιμη εδώ είναι και η λεπιδοπτερολογικά και εφήμερα πολυδύναμη και ποιητολογικά ατιθάσευτη μεταμόρφωση και διαρκής μεταμφίεση. «Επαναγγλοποίηση μιας ρωσικής επανεκδοχής αυτού που ήταν η αγγλική επανιστόρηση αρχικών ρωσικών αναμνήσεων»³ με μια ενδιάμεση σύντομη πρωτότυπη στάση στον γαλλικό Παρνασσό για το κεφάλαιο της «Μαντεμουαζέλ» (με τίτλο αρχικής γραφής και δημοσίευσης «Mademoiselle O»), την σημαδιακή πρώτη απόπειρα του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ «στα μέσα της δεκαετίας του 30, να γράψει κατευθείαν σε γλώσσα άλλη από τη δική του»⁴: αυτός είναι ο ιλιγγιώδης στροβιλισμός τού «Μίλησε, Μνήμη» στην ακροσφαλή, λεία επιφάνεια ενός λαμπερού τρίγλωσσου παγοδρόμιου, σε ένα μαγεμένο παλάτι του ύπνου και των ενθυμήσεων όπου λιμνάζει η ναρκωμένη ομορφιά ούτε μιας ούτε δυο αλλά τεσσάρων πεντάμορφων κοιμώμενων πριγκιπισσών εν αναμονή του πρίγκιπα Βλαδίμηρου και του αόρατου προσώρας, δραγουμάνου του—τα μητρικά ρώσικα, τα παιδαγωγικά γαλλικά και αγγλικά και, στην απόμακρη αίθουσα ακροάσεων, η χι μητρική γλώσσα του δραγουμάνου. Καθώς δε οι εξαντλητικές διαδικτυακές βιβλιογραφίες Ναμπόκοφ καταγράφουν μέχρι στιγμής μεταφράσεις του «Μίλησε, Μνήμη» σε δεκαεννιά γλώσσες ήτοι 1966, πορτογαλικά, 1968, ολλανδικά και φιλανδικά, 1979, γιαπωνέζικα, 1981, εβραϊκά, 1986, καταλάνικα και πολωνικά, 1991, νορβηγικά, 1994, ρουμάνικα και σουηδικά, 1995, κροάτικα, 1997, ελληνικά, 1998, τσέχικα, 2006, ουγγαρέζικα, 2007, κορεάτικα, 2009, εσθονικά, 2010, σλοβένικα, 2011, τούρκικα, 2014, δανέζικα, όπου πρέπει να προστεθούν και οι κύριες γλώσσες που αναφέρει ο Ναμπόκοφ στον Πρόλογο της αμερικάνικης έκδοσης του 1967 ήτοι γαλλικά το 1961, ιταλικά το 1962, ισπανικά το 1963 και γερμανικά το 1964, μαζί με τη ρώσικη μετάφραση φροντισμένη από τον ίδιο το 1954, μάλλον θα πρέπει να φανταστούμε ένα θεσπέσιο άνθινο γυναικώνα ωραίων κοιμισμένων με απεριόριστη αμφιγονική αναπαραγωγική δυνατότητα.

***

 

Το Δεκέμβριο του 1997 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη η πρώτη ελληνική έκδοση του «Μίλησε, Μνήμη. Ανασκόπηση αυτοβιογραφίας» («Speak, Memory. An Autobiography revisited»). Σε αντίθεση με τις αγγλόφωνες εκδόσεις υιοθετούσε, αναγράφοντάς τους στον πίνακα περιεχομένων, τίτλους για τα δεκαπέντε κεφάλαια του βιβλίου, αυτούς με τους οποίους είχαν όλα ανεξαιρέτως πρωτοδημοσιευτεί σε άτακτα χρονικά διαστήματα, από το 1936 έως το 1951, σε διάφορα περιοδικά και κυρίως στο The New Yorker. Παρέλειπε ατυχώς το πρωτότυπο και ουσιώδες ευρετήριο προσώπων, τόπων και θεμάτων, που είχε συντάξει ο ίδιος ο συγγραφέας ο οποίος επέμενε πως «η παρουσία του ευρετήριου μπορεί να ενοχλήσει τον κοινότοπο, αλλά ίσως ευχαριστήσει τον διορατικό αναγνώστη», ενώ περιελάμβανε το φωτογραφικό παράρτημα με το σχολιασμό του Ναμπόκοφ, όπως και οι αγγλόφωνες εκδόσεις. Στην πρώτη ελληνική έκδοση, το πέμπτο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Mademoiselle O», όπως ακριβώς μια αρχική γαλλική εκδοχή του ως «δοκίμιο» ή «αφήγημα» και πάντως «ενθύμηση» (οι χαρακτηρισμοί ανήκουν στον ίδιο τον Ναμπόκοφ) το 1936, δημοσιευμένη την ίδια χρονιά σε γαλλικό περιοδικό («Mesures», του Ζαν Πολάν). Στη μετάφραση του Γιώργου Βάρσου αναγνωρίζεται το ανάστημα και η χάρη λογοτεχνικού κατορθώματος που σιγουρεύει για το πρωτότυπο απρόσκοπτη, παλλόμενη, πολυδύναμη και ζηλευτή ελληνική γλωσσική ιθαγένεια. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχτεί πως στον ιδανικό κόσμο όπου όλες οι γλώσσες θα ευδοκιμούσαν στη λογοτεχνική διάθεση όλων των συγγραφέων, τα ελληνικά του Βάρσου θα πιστοποιούνταν σαν «ελληνικά Ναμπόκοφ». Το 2013, οι Εκδόσεις Πατάκη επανεξέδωσαν το «Μίλησε, Μνήμη». Αυτή τη φορά το βιβλίο ευλογήθηκε με το ευρετήριο αλλά και με ένα συναρπαστικό δέκατο έκτο, ή «Περί των αδιασείστων στοιχείων», κεφάλαιο. Πρωτότυπη «ψευδο-βιβλιοκρισία» γραμμένη το 1950 από τον ίδιο τον Ναμπόκοφ για την πρώτη μορφή (Conclusive Evidence) του «Μίλησε, Μνήμη», κυοφορήθηκε χωρίς να δημοσιευτεί όσο εκείνος ζούσε. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο The New Yorker, στο τεύχος της 28ης Δεκεμβρίου 1998/4ης Ιανουαρίου 1999 όπως και στη νέα έκδοση του ΜΜ(=Μίλησε, Μνήμη) από τις εκδόσεις Penguin, το 2000. Αξιοσημείωτη η μεταφραστική αμφιταλάντευση του τίτλου του πρώτου κεφαλαίου (Perfect Past) από τη μια στην άλλη ελληνική έκδοση: το «Παρακείμενο παρελθόν» (στα Περιεχόμενα αλλά και στο κείμενο) της πρώτης, γίνεται «Προκείμενο παρελθόν» στα Περιεχόμενα ενώ παραμένει «παρακείμενο» στο ψαχνό του κειμένου της δεύτερης. Αλλά όλα τα λάθη, οι αβλεψίες και οι παραλείψεις (υπάρχουν) ενός τόσο εκθαμβωτικού μεταφραστικού επιτεύγματος δεν είναι παρά το χαριτωμένα αστόλιστο γαϊδούρι της μεξικάνικης παροιμίας—θα θύμωναν οι θεοί αν δεν υπήρχαν. Και στη δεύτερη ελληνική έκδοση, το πέμπτο κεφάλαιο τιτλοφορείται στον πίνακα περιεχομένων «Mademoiselle O».

(Συνεχίζεται)

(¹) Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, «Μίλησε, Μνήμη ή Περί των αδιασείστων στοιχείων», κεφάλαιο δέκατο έκτο (Παράρτημα), σ. 375, μτφρ. Γιώργος Βάρσος, 2013.

(²) ό.π.

(³) ό.π., Προλεγόμενα στην αμερικάνικη έκδοση του 1967, σ. 25.

(⁴) ό.π., Σημ. 1, σ. 384-85.