«Όταν ακούω αυτή τη μουσική, κλαίω», είπε με ξαφνική σοβαρότητα η πολύ μικρή Εύα. Ο βιολοντσελίστας σήκωσε το δοξάρι του και συνέχισε για λίγο να κρατάει στον αέρα την ανάμνηση της τελευταίας νότας που άφησε πίσω του ο «Κύκνος» του Σεν-Σανς, πριν επιστρέψει—μια σύντομη λευκή αστραπή που έσβησε— στη σιωπηλή πατρίδα όλων των ήχων, στη χώρα του μαύρου φεγγαρόφωτου. Πλάσμα του μαύρου φεγγαρόφωτου του μελανοδοχείου και η «Δεσποινίς Ο», ή «Μαντεμουαζέλ» σκέτο, του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ. Αφού μας θάμπωσε με το μυθοπλαστικό πηγαινέλα της από το προσκήνιο μιας νουβέλας στα παρασκήνια μιας αυτοβιογραφίας, επιστρέφει στην πραγματική ζωή. Στερημένη και από τα τελευταία ίχνη μυθοπλασίας, γριά και κουφή που αποζεί από ένα δανεικό όραμα ιδανικού παρελθόντος, μεταμορφώνεται κυριολεκτικά σε γέρικο κύκνο που μια παγωμένη νύχτα του χειμώνα προσπαθεί, άτσαλος, ογκώδης και αδέξιος, και πόσο αχ πόσο γελοίος, να βρει καταφύγιο σε μια βάρκα αραγμένη στα φουσκωμένα σκοτεινά νερά μιας ελβετικής λίμνης. Δεν τα καταφέρνει, αλλά καταφέρνει κάτι πολύ σπουδαιότερο—να συγκινήσει βαθιά και τον ένοχο συγγραφέα και τον συνένοχο αναγνώστη. Το έχουν, όπως φαίνεται, οι κύκνοι, το χάρισμα αυτό.
Πλάσματα πιο φιλάρεσκα και πιο ματαιόδοξα από τα μυθιστορηματικά δεν υπάρχουν. Τα γενέθλιά τους δεν θα τα γιορτάσουν ποτέ. Έχουν καταφέρει με την εμμονική τους προσκόλληση στην αιώνια νεότητα όχι μόνο να κάνουν το δημιουργό τους να λησμονήσει πότε σκόνταψε για πρώτη φορά πάνω στην ξεροκέφαλη αυτάρκειά τους, πότε του έφεραν αντίσταση ξεφεύγοντας από τον παντοδύναμο έλεγχό του, αλλά και να ξεχάσουν τη σημαντικότερη μέρα της ζωής τους ακόμα και αυτά τα ίδια. Τα απαιτητικά μυθικά γενέθλια της «Μαντεμουαζέλ» του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ κρατούν κοντά εβδομήντα χρόνια. Λαμβάνουν χώρα σε έναν τόπο κατοικημένο από θέματα-γρίφους, σκακιστικά προβλήματα, πεταλούδες, σκραμπλ, παιδική, εφηβική και ώριμη ηλικία, εξορία, «άνυδρη νοσταλγία», γλωσσικά ερείπια και γλωσσικά παλάτια, λογοτεχνικούς ουρανούς της σκοτεινής Μοσχοβίας, στολισμένους γιορτινά με κάθε απόχρωση ουράς παγονιού ή πανευρωπαϊκού ουράνιου τόξου—«ιδιωτικά πάρκα και προγονικά δάση, παράξενες ενοράσεις της Αμερικής, ρωσικούς δρυμούς και τυρφώνες, κήπους και άλση που βγάζουν στη θάλασσα και σ’ άλλους ορίζοντες». Κυρίως, έχουν λαγαριστεί στην καθαρότητα και εκπολιτιστεί από τις ήρεμες πτυχώσεις του γαλλικού κλασικισμού· του κατά Μαντεμουαζέλ γλωσσικού και λογοτεχνικού πολιτισμού και γούστου του γαλλόφωνου 17ου αιώνα που μαγικά τα ανακαλεί η «αξιοθαύμαστη μηχανή ανάγνωσης» της πεντακάθαρης φωνής αυτού του «άμοιρου», (τρυφερά) «εύσαρκου» ή (κυνικά) «παχύσαρκου», ευμετάβολου ανάλογα με τις απαιτήσεις του ναμποκοβιανού μυθικού χρόνου, «κακόμοιρου», «αξιοθρήνητου» πλάσματος, πλάσματος – καρικατούρας του ανθρωποτυπικού είδους της ευρωπαίας γεροντοκόρης γκουβερνάντας· κατώτερου μα απαραίτητου θηλυκού λογοτεχνικού γένους και πραγματικού, μόνιμα εκπατρισμένου, κομπάρσου της ιστορικής και μυθιστορηματικής σκηνής του 19ου και μέρους του 20ού αιώνα, μέχρι να την παροπλίσουν οι ανατρεπτικές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές· αφηγημένα και από αυτή τη φωνή λοιπόν που καταφέρνει να κάνει τον εξάχρονο Βλαντίμιρ «να λαχταρά έναν παράδεισο, όπου ο άγρυπνος γείτονας – Μαντεμουαζέλ διαβάζει ένα βιβλίο ασταμάτητα κάτω απ’ το φως ενός κεριού που καίει αιώνια».
Τυπικά λοιπόν η πρώτη «Δεσποινίς», η «Μαντεμουαζέλ Ο», αναδύθηκε από το «μαύρο φεγγαρόφωτο του μελανοδοχείου», στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Γαλλόφωνη και γαλλοθρεμμένη στεατοπυγική Αφροδίτη, με τις χάρες της φασκιωμένες σε πλουσιόχρωμα μεταξωτά μυθοπλασίας. Από την πένα ενός φτασμένου συγγραφέα, αλλά που στα τριαντατόσα του διένυε ακόμα ένα πάρα πολλά υποσχόμενο στάδιο άκαρδης χρυσαλλίδας. Με όλη τη λάμψη της εφήμερης ζωής μπροστά του. Χωρίς ακόμα να έχει κατακτήσει τη συγγραφική συνείδηση του σπαρακτικού βάθους που είναι δυνατόν να προσδώσει ακόμα και στην ψυχρή σπάταλη ομορφιά των φτερών μιας πεταλούδας όχι ο καλά στιλβωμένος αλαζονικός οίκτος του φονέα συλλέκτη – εντομολόγου, αλλά η συμπόνια, η συμπάθεια για τη σύντομη ζωή, την κοινή μοίρα των θνητών όντων. Η μόνη ικανή να εμψυχώσει τα ανδρείκελα που τις κινήσεις τους ορίζει ο δεξιοτέχνης συγγραφέας – μαριονετίστας. (Και αυτή πρέπει να είναι η πρώτη «Δεσποινίς Ο», στη μετάφραση του Φοίβου Πιομπίνου, εκδόσεις «Μαΐστρος», 2007.)
Οι απανωτές αγγλόφωνες επιφάνειες της «Μαντεμουαζέλ Ο» συνεχίζονται ώσπου να ενταχθεί οριστικά σαν πέμπτο, ανώνυμο κεφάλαιο στην αυτοβιογραφία «Μίλησε, Μνήμη». Και να απεκδυθεί το μυθικό χριστουγεννιάτικο στολίδι από χρυσόχαρτο, εκείνο το «Ο» που της είχε προσθέσει βιαστικά ο μυθοπλάστης της θαμπωμένος από τη μαρμαρυγή της ίδιας του της δεξιοτεχνίας. Και ίσως ανίκανος, ή μήπως κυνικά ικανός, να διακρίνει την εκμηδενιστική διάσταση ενός παρόμοιου εξαρτήματος. Στις επιφάνειες αυτές εκτυλίσσεται, ομολογημένο από τον Ναμπόκοφ, το σταδιακό ξεχορτάριασμα του αφηγήματος από τα «μυθοπλαστικά στοιχεία» ώσπου «να καταργηθούν και τα τελευταία υπολείμματά μυθοπλασίας». (Η τελευταία επιφάνεια είναι το πέμπτο κεφάλαιο στο «Μίλησε, Μνήμη», στη μετάφραση του Γιώργου Βάρσου, Πατάκης 1997 και 2013.)
«Μύθος· λόγος ψευδής εικονίζων την αλήθειαν» ορίζει αποστομωτικά το λήμμα του Σουΐδα καταργώντας την πιθανότητα ειλικρίνειας συγγραφικών διακηρύξεων περί δήθεν απομάκρυνσης και του τελευταίου μυθικού ίχνους από συγγραφικά πονήματα. Εξάλλου σε όλες τις επιφάνειές της η Μαντεμουαζέλ στο τέλος πεθαίνει. Γριά, κουφή σχεδόν, πίσω στην πατρίδα της, την Ελβετία, όπου—τι ειρωνεία— την «εκτόπισαν» η τύχη, ο Πρώτος Πόλεμος και η Ρώσικη Επανάσταση, γίνεται «μέλος μιας ολόκληρης αποικίας παλιών Ελβετίδων τροφών, στοιβαγμένες όλες μαζί, μέσα στη διαρκή αναμόχλευση συναγωνιζόμενων αναμνήσεων, κάτι σαν νησίδα μέσα σ’ ένα περιβάλλον που τους είχε γίνει ξένο». Ο Ναμπόκοφ την επισκέπτεται και τη συναντά. Η Μαντεμουαζέλ μόλις που καταφέρνει να επιπλεύσει σε απανωτά κύματα συγκίνησης για ένα απερίφραστα εξωραϊσμένο παρελθόν. Τής χαρίζει ένα ακουστικό βαρηκοΐας, και αναπολώντας την παλιότερη και την τωρινή δυστυχία της, «ενοχλημένος από το ότι μια αίσθηση δυστυχίας, και τίποτ ‘ άλλο, δεν φτάνει για να φτιαχτεί μια μόνιμη ψυχή που να σταθεί όχι στη γη αλλά στην αιωνιότητα», ψάχνει στη «λάμπουσα πλάνη του τελευταίου βλέμματός της» μιαν άλλη αλήθεια. Την αλήθεια του πόνου και της αγωνίας ενός ζωντανού όντος. Την αλήθεια «που συγγενεύει με την αλήθεια της τέχνης πολύ, πάρα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το χλομό καμπύλωμα των μελών του χορευτή· κάτι, δηλαδή, που δεν μπόρεσα να εκτιμήσω, παρά μόνον αφού πια είχαν γίνει στάχτη, χτυπημένα κατάκαρδα, τα πράγματα και τα πρόσωπα όλα, όσα είχα τόσο αγαπήσει λικνιζόμενος στην ασφάλεια της παιδικότητάς μου». Έτσι, από τα όχι και τόσο μακρινά βάθη της συγκινημένης γαλλικής γλώσσας αρχίζει να σιγολάμπει η λευκότητα μιας ιδέας συμπόνιας—το λευκό φτέρωμα του «Κύκνου» του Μποντλέρ. Όπως κάποτε η Μαντεμουαζέλ είχε ισχυριστεί (εισπράττοντας τη σιωπηλή αμήχανη χλεύη του οικογενειακού ακροατήριου) πως «ένα πρωί, εκεί που μάζευα λουλούδια, είδα να φυτρώνει μπρος στα μάτια μου ένας βωλίτης—ξεπρόβαλλε από το χώμα πολύ αργά, με μικρές, σχεδόν ανεπαίσθητες ωθήσεις», ο συγγραφέας οραματίζεται και πραγματοποιεί το θαύμα: μεταμορφώνει τη Μαντεμουαζέλ σε κύκνο, χαρίζοντάς της έναν από τους ωραιότερους λογοτεχνικούς θανάτους, μια από τις ωραιότερες λογοτεχνικές αιωνιότητες:
«Πριν φύγουμε για τη Βασιλεία και το Βερολίνο έτυχε, μια νύχτα με κρύο και καταχνιά, να κάνω βόλτα στη λίμνη. Σε κάποιο σημείο, ένα ξεμοναχιασμένο φως αραίωνε το σκοτάδι κι η καταχνιά φάνταζε ψιλή βροχή. «Il pleut toujours en Suisse—Πάντα βρέχει στην Ελβετία» συνήθιζε να λέει, δίχως ιδιαίτερη αφορμή, η Μαντεμουαζέλ—κι έκλαιγε. Πιο κάτω, ένας απλωτός κυματισμός, σχεδόν κύμα, και κάτι σαν λευκό τράβηξε το βλέμμα μου. Πλησίασα τον φλοίσβο του νερού και είδα: ένας γέρικος κύκνος, ένα πλάσμα ογκώδες και άτσαλο, σαν πετεινό εκλιπόντος είδους, πάσχιζε με γελοίες κινήσεις ν’ ανέβει σε μιαν αραγμένη βάρκα—και δεν τα κατάφερνε. Το βαρύ, ατελέσφορο χτύπημα των φτερών του, ο γλιστερός κρότος τους πάνω στη βάρκα που κουνούσε και πάφλαζε, η πηχτή γυαλάδα του σκοτεινού νερού που σηκωνόταν ως το φως, όλα, για μια στιγμή, φάνηκαν φορτισμένα με την παράδοξη εκείνη σημασία που παίρνει καμιά φορά στα όνειρα ένα δάχτυλο επάνω σε σφραγισμένα χείλη, το οποίο μετά κάτι δείχνει, μα ο κοιμώμενος ξυπνάει αλαφιασμένος και δεν προλαβαίνει να δει. Σύντομα ξέχασα τη μελαγχολική νύχτα, παραδόξως, όμως, εκείνη η νύχτα ακριβώς—η όλη εκείνη εικόνα, ανατριχίλα, κύκνος, φούσκωμα—ήταν το πρώτο πράγμα που ήρθε στο νου μου, με το που έμαθα δυο χρόνια αργότερα ότι η Μαντεμουαζέλ είχε πεθάνει.»⁵
(⁵) Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, «Μίλησε, Μνήμη», μτφρ. Γιώργος Βάρσος, 2013, σ. 146-147.