Ο λόγος για τις μεταμορφώσεις των πλασμάτων του μαύρου φεγγαρόφωτου—το μαύρο μελάνι του μελανοδοχείου του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ—, ιδίως το πηγαινέλα της «Μαντεμαζουέλ» του από το «Μαντεμουαζέλ Ο» («Η Δεσποινίς Ο») στο «Μίλησε, Μνήμη», συνεχίζεται ως για να επιβεβαιωθεί πως όλα τα πλάσματα του συγγραφέα ή του θεού αξίζουν μία τουλάχιστον, επί γης, δεύτερη ευκαιρία.
Το 2007, ανάμεσα στην πρώτη (1997) και τη δεύτερη (2013) ελληνική έκδοση του «Μίλησε, Μνήμη», εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Μαΐστρος», σε ανεξάρτητο τομίδιο, η «Δεσποινίς Ο», ελληνική απόδοση της «Mademoiselle O» από τον έγκριτο μεταφραστή και συγγραφέα Φοίβο Πιομπίνο που αναφέρεται και ως επιμελητής της έκδοσης και συντάκτης ενός παραρτήματος στο οποίο περιλαμβάνονται σύντομο Επίμετρο, συνοπτικό βιογραφικό σημείωμα για τον συγγραφέα και αρκετές, όχι πάντα αυτονόητης σκοπιμότητας, σημειώσεις. (Μπορεί το Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών να επικυρώνει το γενικό μπέρδεμα που θέλει το «φίλντισι» συνώνυμο του «σεντέφι» ή του «μάργαρο» αλλά η θυσία της ακρίβειας των εντυπώσεων—ας πούμε, τι σχέση έχει η ποιότητα και διαφάνεια του λευκού στο ελεφαντόδοντο με τους φευγαλέους ιριδισμούς του αργυρόλευκου στο σεντέφι—δεν ενθαρρύνει την ποίηση ούτε τη φιλολογία που βασίζονται και οι δυο στην τέχνη της παρατήρησης του υλικού κόσμου. Δεν δικαιολογείται λοιπόν η σημείωση υπ’ αριθμ. 20, στη σελ. 66, να μας πληροφορεί πως «σεντεφένιος· ο κατασκευασμένος από σεντέφι ή αλλιώς από φίλντισι, που δεν είναι άλλα από τον μάργαρο» γιατί δεν μας βοηθάει να φανταστούμε και, κυρίως, να δούμε αυτό που θέλει να φανταστούμε και να δούμε ο συγγραφέας, ιδίως όταν αυτός ο συγγραφέας είναι ο Ναμπόκοφ, ένας λεπιδοπτερολόγος συναισθητιστής σχολαστικός του χρώματος, του φωτός και της περιγραφής της ύλης εν γένει.) Ο εκδότης και ο επιμελητής δεν θεώρησαν σκόπιμο να αναφέρουν τη γλώσσα και την έκδοση του πρωτότυπου από το οποίο έγινε η μετάφραση. Εμμέσως συμπεραίνουμε πως η μετάφραση έγινε μάλλον «εκ του γαλλικού» καθώς ο μεταφραστής ευχαριστεί ήδη στη σελίδα ταυτότητας της έκδοσης «την Έφη Κορομηλά για τις μεταφραστικές της υποδείξεις», η Έφη Κορομηλά είναι γνωστή μεταφράστρια της γαλλικής λογοτεχνίας, αλλά και ο ίδιος ο Φοίβος Πιομπίνος έχει υπηρετήσει ως μεταφραστής με εξαιρετικές επιδόσεις τη γαλλική λογοτεχνία. Ωστόσο εκδοτικά δεδομένα τόσο καθοριστικά δεν θα έπρεπε να παραδίδονται σε εικασίες. Παραπλανητικά ως προς τη γλώσσα του πρωτότυπου είναι και τα λακωνικά «Λίγα λόγια για την έκδοση» με υπογραφή «Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ» που ανοίγουν την αυλαία του αφηγήματος: άραγε ο τίτλος «Λίγα λόγια κτλ.» είναι τίτλος που δόθηκε από τον ίδιο τον Ναμπόκοφ στο σημείωμά του; Το σημείωμα είναι αυτοτελές και συνόδευε την—λανθάνουσα—έκδοση σε άγνωστη γλώσσα από την οποία μεταφράστηκε η «Μαντεμουαζέλ» στα ελληνικά; Ή μήπως αποσπάστηκε από κάποιο άλλο κείμενο του Ναμπόκοφ με πρωτοβουλία του Έλληνα επιμελητή για να αιτιολογηθεί στον Έλληνα αναγνώστη η ομοιότητα (αλλά και να επισημανθεί η διαφορά) της «Δεσποινίδος Ο» με τη «Μαντεμουαζέλ Ο» ή «Μαντεμουαζέλ» σκέτο του πέμπτου κεφαλαίου του «Μίλησε, Μνήμη» που είχε ήδη κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη στη μετάφραση του Γιώργου Βάρσου το 1997 (τα «Λίγα λόγια» παραπέμπουν σε υποσελίδια σημείωση όπου αναφέρονται τα στοιχεία της έκδοσης Πατάκη του 1997); Αλλά τότε, γιατί να μη δοθεί στο συγγραφέα η δυνατότητα να προσφέρει στον αναγνώστη πλουσιότερες πληροφορίες για τις μεταμορφώσεις – μεταμφιέσεις της «Δεσποινίδας» του; Το «Μια τελική και ελαφρώς διαφορετική εκδοχή [ενν. της «Δεσποινίδας Ο»] που ταιριάζει περισσότερο με την αυτοβιογραφική αλήθεια, απετέλεσε το Κεφάλαιο Ε’ των αναμνήσεών μου, Conclusive Evidence, Νέα Υόρκη: Harper & Brothers, 1951 (που κυκλοφόρησε στην Αγγλία υπό τον τίτλο Speak, Memory, από τον Victor Gollancz, 1952»), όπως παρατίθεται να ισχυρίζεται ο Ναμπόκοφ (πότε άραγε; ποια είναι η έγκυρη φιλολογική πληροφορία που δεν φέρει ένδειξη χρόνου;), θα έπρεπε να συμπληρωθεί ή καλύτερα, να αντικατασταθεί με την οριστική διευκρίνιση για τα μυθοπλαστικά οργανικά ποσοστά της «Μαντεμουαζέλ», όπως οριστικά συνοψίζονται από το συγγραφέα στο δέκατο έκτο κεφάλαιο («ή Περί των αδιασείστων στοιχείων») του «Μίλησε, Μνήμη» (συμπεριλαμβάνεται στη νέα έκδοση από τον Penguin Books, Λονδίνο 2000, και άρα ήταν προσιτό στους υπεύθυνους της έκδοσης «Μαΐστρου»):
«Και πράγματι, η πρώτη απόπειρα του Ναμπόκοφ [εδώ ας θυμηθούμε πως πρόκειται για ψευδο-βιβλιοκρισία όπου ο Ναμπόκοφ αναφέρεται στον εαυτό του σαν τρίτος], στα μέσα της δεκαετίας του ‘30, να γράψει κατευθείαν σε γλώσσα άλλη από τη δική του, ήταν ένα αφήγημα [story] που συνέγραψε στα γαλλικά («Mademoiselle O») που δημοσίευσε ο Πωλάν στο «Mesures» (αγγλική εκδοχή της, απαλλαγμένη από τα περισσότερα μυθοπλαστικα στοιχεία [fiction], δημοσίευσε ο συγγραφέας στο «Atlantic Monthly» και αναδημοσιεύτηκε στο «Nine Stories»). Σε νέα, αναθεωρημένη και διευρυμένη εκδοχή, όπου έχουν καταργηθεί και τα τελευταία υπολείμματα μυθοπλασίας [remnants of fiction], το αφήγημα πήρε την οριστική του μορφή ως Κεφάλαιο 5 του παρόντος τόμου.» Αν και ο αναγνώστης—αν υπάρχει—του παρόντος θα έχει ήδη υπνωτιστεί από τους λαβυρινθώδεις βιβλιογραφικούς και γλωσσικούς ελιγμούς της ασύλληπτης ουσίας μιας «Δεσποινίδας – Μαντεμουαζέλ Ο» ή «Μαντεμουαζέλ» σκέτο που οδηγώντας με χάρη παχύσαρκης αμαζόνας το άρμα του χρόνου, στο οποίο λαθρεπιβαίνει κάποτε και ο ίδιος ο συγγραφέας, μέσα από πυκνότερα ή αραιότερα σύννεφα μυθοπλασίας, χαρίζει, όπως η φιλάρεσκη σελήνη στις νυχτερινές προελάσεις της, παραμερίζοντας ποικίλα πέπλα μετεώρων, μιαν ατέλειωτη ποικιλία φωτεινών μυστηριωδών στιγμιότυπων, αφού παραδεχτούμε μαζί με το συγγραφέα πως «η Μνημοσύνη έχει αποδειχτεί κοπέλα πολύ απρόσεκτη»,—ας μην αποθαρρυνθεί· ας του επισημάνουμε πως στο ίδιο ανήσυχο χρονικό ρευστό μοιραία συμπλέουν τόσο ο «δημιουργός κινουμένων σχεδίων»-συγγραφέας όσο και τα ίδια τα κινούμενα σχέδια, αλλά και αυτός ο ίδιος, και πολλά πλουσιοπάροχα ευεργετικά οφέλη για τη λογοτεχνική και πνευματική του περιέργεια είναι βέβαιο πως προκύπτουν από αυτήν τη συν-κολύμβηση, άλλως την ανάγνωση όλων των διαθέσιμων κειμενικών στιγμιότυπων τής έτσι κι αλλιώς ασύλληπτης «Μαντεμουαζέλ». Πόσες φορές μας δίνεται η ευκαιρία να συναντήσουμε στη λογοτεχνία αυτό που είναι τόσο συνηθισμένο στη μουσική, τη ζωγραφική ή τη γλυπτική—προπλάσματα των προμηνυμάτων ή και των μηνυμάτων που εκπέμπει ο κόσμος μας σε διάφορα στάδια πλαστικής αποκρυπτογράφησης που όλα τους διεκδικούν πεισματικά την τελειότητα του οριστικού νοήματος; Δεν πρόκειται για το γνωστό και μάλλον αφελή τόπο και τύπο του «θέματος μετά παραλλαγών» αλλά για τις παραλλαγές μετά αγνώστου θέματος που καθώς προσπαθούμε να συλλάβουμε το ρυθμικό και φραστικό σχηματισμό του μας ξεφεύγει διαρκώς και μας παραζαλίζει σκορπίζοντας υποσχέσεις μιας θριαμβευτικής επιφάνειας, αποδείξεις της ύπαρξής του σαν ένα αραιό πέπλο συνείδησης, τις αλλεπάλληλες ιχνώδεις μεταμφιέσεις του. Με λίγα λόγια, η «Μαντεμουαζέλ Ο» δεν είναι παρά μια γαλλόφωνη γεννημένη στην Ελβετία από Γάλλους γονείς γκουβερνάντα ή δασκάλα, μία ανάμεσα στον «κυκεώνα από γκουβερνάντες, δασκάλες και παιδαγωγούς» αγγλίδες, γαλλίδες, γερμανίδες, ρωσίδες που προσελάμβανε κατά καιρούς η πλούσια αριστοκρατική οικογένεια του νομικού, καθηγητή της εγκληματολογίας, πολιτικού, μέλους του Πρώτου Ρώσικου Κοινοβούλιου, αρχηγού του προεπαναστατικού φιλελεύθερου Συνταγματικού Δημοκρατικού Κόμματος, συγγραφέα και εκδότη εφημερίδας Βλαντίμιρ Ντμίτριεβιτς Ναμπόκοφ (1870-1922), πατέρα τού Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς Ναμπόκοφ (1899-1977), για να μορφώσουν και να διαπαιδαγωγήσουν τα πέντε παιδιά της στο ιστορικό Μέγαρο των Ναμπόκοφ, οικογενειακή κατοικία και κέντρο πολιτικό και καλλιτεχνικό που φιλοξενούσε τον Φιόντορ Σαλιάπιν, τον Σέργιο Κουσεβίτσκι, τον Αλέξανδρο Μπενουά, τον Χ.Τζ. Γουέλς αλλά και την πολύγλωσση βιβλιοθήκη 11.000 τόμων του πατέρα Ναμπόκοφ (σημερινό, από το 1998, και έπειτα από πολλές περιπέτειες και μετονομασίες, Μουσείο Ναμπόκοφ), στον αριθμό 47 της ιστορικής οδού Μπαλσάια Μορσκάια της Αγίας Πετρούπολης («το μοναδικό σπίτι σε όλον τον κόσμο» κατά τον Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ που ουδέποτε απέκτησε δικό του σπίτι μετά τη φυγή της οικογένειας από την Αγία Πετρούπολη το Νοέμβρη του 1917). Κατοικία που εναλλασσόταν με θερινή διαμονή στα απέραντα προγονικά κτήματά στη Βίρα, στην εξοχή της Αγίας Πετρούπολης, ή στα ευρωπαϊκά θέρετρα του Μπιαρίτς, της Νίκαιας και του Μπολιέ της Γαλλικής Ριβιέρας, την τοτινή ιταλική Αμπατσία (σημερινή κροατική Οπάτιγια) κτλ.
(Συνεχίζεται)