Τρεις φορές, κάτι αριστερό άγγιξε με το φτερό του την μετεμφυλιακή ελληνική κοινωνία. Ας τις δουμε, μία-μία.
Η ΕΔΑ του 1958. Χάρη σε μια τελείως συμβατική και λανθασμένη σπέκουλα του Καραμανλή, ο οποίος προεξόφλησε πως η ΕΡΕ του και κάτι σαν Κέντρο θα πλειοψηφούσαν, οι ψηφοφόροι «δεν το κατάλαβαν» και έδωσαν την αξιωματική αντιπολίτευση στην ΕΔΑ.
Εκείνο το 24 plus που έλαβε, ενώ ο ψυχρός πόλεμος ήταν στα ντουζένια του, συγκλόνισε τους εκλογομαγείρους που αισθάνθηκαν ταπεινωμένοι και οργισμένοι. Ο νέος όρος που νεκραναστήθηκε, ήταν η «ανησυχία».
Μια ανησυχία που όποτε εκδηλώνονταν εκείνον τον αιώνα, έφερνε παλαιότερα κινήματα, πραξικοπήματα, νευράκια στον Θρόνο και στον πέραν της Μάγχης ή στον υπερατλαντικό παράγοντα.
Ο Καραμανλής, αντί να εφυσηχάσει, καθώς ο βασικός του στόχος, η εξαφάνιση πολιτικών του χώρου του που έμοιαζαν άτακτοι, είχε επιτευχθεί, λούστηκε το ποσοστό της ΕΔΑ ως δυστύχημα και το αντιμετώπισε ως σοβιετόφιλη αίρεση.
Μια πράξη χοντρής αμέλειας και μυωπικής πολιτικής, ονομάστηκε «κομμουνιστικός κίνδυνος» και αντιμετωπίστηκε όχι ιδεολογικά, αλλά ασφαλίτικα.
Συστάθηκε μια επιτροπή από νουνεχείς συντηρητικούς χωρις μαύρη απόχρωση που ανέλαβε να προσθέσει άλλη μια τρύπα στο ζωνάρι των αφανών μέτρων. Έπρεπε να είναι αφανή, διότι τότε στόχευε να κλείσει το Κυπριακό, να στραφεί στον Ευρωπαϊσμό και να προχωρήσει στην «Ανασυγκρότηση».
Ανάμεσα στα πρώτα μέτρα της Επιτροπής, ήταν η ανασύσταση του «εθνικόφρονος χώρου». Αυτό και συνέβη. Έως τις εκλογές του 1961, υπήρχε επιτέλους Ένωση Κέντρου, η οποία αρχικά απέσειε από το πέτο της την καταγγελία του «συνοδοιπόρου» και μια οργανωμένη πολιτική διωκτικών και παραδιωκτικών αρχών που αργότερα ονομάστηκε «παρακράτος» και λειτούργησε κυρίως στην ύπαιθρο που βρισκόταν σε φάση αποδημίας και μετανάστευσης.
Με υπηρεσιακή κυβέρνηση Δόβα, το ΠΑΜΕ (μετωπική μορφή της ΕΔΑ) επέστρεψε στα αρχαία νούμερα. Ο σχεδιασμός του Καραμανλή επιτεύχθηκε εν μέρει, αλλά στάθηκε αδύνατο να ελεγχθεί ο μηχανισμός του παρακράτους. Η δολοφονία Λαμπράκη, η κρίση με το Στέμμα, η αποστασία και η Δικτατορία, ακολούθησαν, με αυτήν τη σειρά.
Οι μεταπολιτευτικοί Ρούνοι : ο αριστερός αφηρωισμός
Το 1968 δεν ήταν μόνον Έτος Βιετνάμ και Γαλλικού Μάη: τότε συνέβη η λεγόμενη «διάσπαση», ήτοι η αμφισβήτηση της μονοκρατορίας του εξόριστου ΚΚΕ, ενός εσωτερικού εμφυλίου που άλλες εποχές θα το θεωρούσαν αίρεση που της άξιζε το πυρ το εξώτερον, όπως συνέβη προπολεμικά, τόσο με τον Τρότσκι και τους αρχειομαρξιστές αλλά και με την «αποσταλινοποίηση» από το 1956 της ΕΣΣΔ που δημιούργησε στο εσωτερικό της χώρας ένα κίνημα «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» και δεν περιορίστηκε σε διαφωνούντες κομμουνιστές, αλλά και στην παραγωγή αριστερίστικων ή κεντριστικών επιρροών, που άρχισαν να φύονται ως παραρτήματα διεθνών εξελίξεων: οπαδοί του Τρίτου Δρόμου του Μαο, «ανδρεϊκή ομάδα» στα σφυρά των οπαδών του κυβερνώντος Γέρου της Δημοκρατίας, όσο και συμπάθειες στο «αυτοδιαχειριζόμενο γιουγκοσλαβικό μοντέλο», το φλερτ προς το καθεστώς του «ατάκτου Τσαουσέσκου» και το ενδιαφέρον προς το καθεστώς Εμβέρ Χότζα στην Αλβανία.
Από την αρχή της δεκαετίας του 60 έως την μεταπολίτευση, η Δεξιά δεν είδε με μισό μάτι αυτήν την έκρηξη αντιθέσεων και απόψεων,αλλά μάλλον σαν ευκαιρία να ξανατρυπώσει ο όφις του κομμουνισμού στην κουφάλα του.
Πρότυπο υπήρξε η τακτική Μανιαδάκη, ενός μεταξικού υπουργού που δημιουργούσε εμφύλια πεδία στο αριστερό στρατόπεδο, και οδήγησε συχνά το ΚΚΕ σε καταγγελίες πρακτόρων και κατασκόπων στο εσωτερικό του.
Σε κάθε περίπτωση, η Μεταπολίτευση γεννήθηκε με προφανείς υποχωρήσεις στην ελληνική Αριστερά, όπως η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, που συνεχίστηκε από την ηγεσία του Ανδρέα στο ΠΑΣΟΚ.
Ήδη από την δικτατορία, η προβολή της δίκης των στελεχών του λεγόμενου ΚΚΕ εσωτερικού και η πλημμυρίδα εκδόσεων έργων μαρξιστών και λενινιστών, αλλά και τροτσκιστών, αναρχικών και άλλων ομάδων στην καρδιά της Χούντας, ακολουθούσε την ενθάρρυνση της «διάσπασης» προκαλώντας ένα κύμα αμφιβήτησης στην νεολαία της εποχής που έδρασε ως απορροφητήρας ιδεολογικών νεοφανών πεποιθήσεων.
Στην «εθναρχική περίοδο» του Καραμανλή, κι ενώ η πρόοδος του ΠΑΣΟΚ τετραπλασιάστηκε έως το 1981, πολλά τέκνα συντηρητικών οικογενειών, αριστέρισαν αζημίως, ενώ κανένας δεν σε ενοχλούσε όταν έσερνες γενεές δεκατέσσερις το «απολιθωμένο ΚΚΕ» ενώ ο Πάμπλο ασκούσε εντατική στρατολόγηση υπέρ του Ανδρέα και η πιάτσα ήταν γεμάτη ανέκδοτα και κοροϊδίες για τους «Κολιγιάννηδες».
Οι κεντριστές και αριστεριστές που νόμισαν πως με το ΠΑΣΟΚ βρήκαν την άγια τους χαρά, απομονώθηκαν ταχύτατα ως παρεκκλίσεις από τον Νέο Ηγέτη, που ωστόσο με τις μισθολογικές αυξήσεις του 1982 και κοινωνικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν από τα χρόνια της Κορέας, κάλυπτε την αριστερή του πτέρυγα με εχθρικά συνθήματα για την Δύση, και πέρασε μια τετραετία φλερτ με την παραδοσιακή Αριστερά, που δεν κράτησε πάνω από μια τετραετία.
Έως τα μέσα της ογδοντίλας και την ραγδαία λατρεία του καταναλωτισμού, της βιντεοταινίας και εκρηκτικών ζεϊμπέκικων, τα βιντεοκλαμπ εφοδίαζαν την αγνή ύπαιθρο με επαρκείς τσόντες, ενώ τα νέα Τζάκια, έκαναν περιφανείς προελάσεις στην κοινωνία.
Ακόμη και η μερική ανάσχεσή τους, που σφραγίστηκε με τα απόνερα της υπόθεσης Κοσκωτά και διάφορες δίκες, οδήγησαν τον Γιάνναρο και τον Δραγασάκη σε υφυπουργικά αυτοκίνητα. Εντέλει, την χαρτούρα την μάζεψε ως απαραίτητη στο Γένος χρονομηχανή, ο Αυριανισμός, που βέβαια συμμάχησε με τον Εκσυγχρονισμό, επί Σημίτη.
Έκτοτε, και παρά τις προφανείς αοριστίες και πισωγυρίσματα, αυτά τα χρόνια καθιερώθηκαν ως «αριστερά χρόνια» εκφρασμένα πάντως από μη αριστερά χείλη.
Μπορεί ένα μεγάλο ποσοστό αριστεριστών νέων να επαναπατρίστηκε στον συντηρητικό χώρο, αλλά βιάστηκαν να το θεωρήσουν σύμπτωμα της παλιοζωής: όταν πλήθος Ευρωπαίων πολιτικών πέρασε από αυτή τη φάση, ήμεσθεν πλέον Ευρώπη μετά το Μάαστριχτ και οι νεανικές ζουρλαμάρες «εξαγνίστηκαν» Ο παλαιός αντισοβιετισμός επέστρεψε στα αντιρωσικά του σύνδρομα και οι Αγορές ανέλαβαν τα υπόλοιπά.
Η υπεξαίρεση και η νέα χρήση των συμβόλων: η επιφάνεια Σύριζα.
Η Κρίση διαφαίνονταν από νωρίτερα, αλλά τον Συνασπισμό διαδέχτηκε ο Σύριζα, μέσω μιας νέας διαχείρισης των παλαιών νεανικών κινημάτων που πλέον περνούσε μεσόκοπη φάση.
Η ένωση κινημάτων, ομάδων και τάσεων, ήταν ουσιαστικά μια ένωση ορολογιών, γι αυτό και λαμπρύνθηκε. Η ανάθεση της ηγεσίας σε έναν νέο που γεννήθηκε στην μεταπολίτευση, ήταν μια δικαίωση πολλών γενεών μετεφηβικής διοίκησης μέσω καταλήψεων και δεκαπενταμελών συμβουλίων.
Ηταν πολύ λιγότερο επαναστατική αυτή η διοίκηση απ΄οσο έδειχνε: οι καταλήψεις γεννήθηκαν από την τάση των υποψηφίων για εισαγωγή στα ανώτατα ιδρύματα, που πιέζονταν αφόρητα από τον σχετικά περιορισμένο χρόνο προετοιμασίας. Ξεκινούσαν λοιπόν εθιμικές καταλήψεις υπό την ευλογία των γονέων (για τους σπασίκλες) ή υπό την αδιαφορία τους(για τους υπόλοιπους) που έφθιναν μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων.
Εξάλλου, τα δεκαπενταμελή δοκιμάζονταν συνεχώς από την συνδιαλλαγή με γραφεία ταξιδίων, ξενοδόχους και άλλους μεσολαβητές, γνωρίζοντας έτσι από πρώτο χέρι σε ποιον κόσμο οδηγούσαν οι γονείς τα βλαστάρια τους.
Ο Αλαβάνος επέλεξε τον Αλεξη Τσίπρα. Και ο Τσίπρας, στηρίχτηκε, καθ΄α διδάσκει η σχετική φωτογραφία μιας σύναξης σε ταβέρνα, στους συντρόφους του της εποχής, πράττοντας σοφά. Ήταν παιδιά της διπλανής πόρτας, χωρις άμεση επαφή με τζάκια ή με γόνους πολιτευτών. Στη διαδρομή, ελάχιστοι ξενέρωσαν ή ξενέρισαν.
Οι αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, επέτρεπαν μια λαμπρή επιλογή από το δειγματολογιο (μήτε καν από επίσκεψη σε πινακοθήκη) εικόνων και πράξεων που μετρούσαν θετικά σε αρκετές γενιές.
Οι νέοι έδειχναν ενθουσιασμένοι. Τίποτε εικονοκλαστικό. Η επίσκεψη στο Σκοπευτήριο, τα πορτρέτα του Άρη και ο συστημικός αρνητισμός στα πάντα, έφερνε συμπάθειες, αφού οι άλλοι, οι «παλαιοί» νόμιζαν πως θυσιάζουν τις καριέρες τους, αποδεχόμενοι αβάσταχτους όρους στις υπαρκτές ή ανύπαρκτες διαπραγματεύσεις.
Σε αυτά συνετέλεσε το ναδίρ των «αστικών» ψήφων της διπλής αναμέτρησης των εκλογών του 2012 και βέβαια, η στάση Σαμαρά, μετά την διάλυση του «συνδρόμου Γιωργάκη», ο οποίος γενικώς φέρεται ως ο μόνος υπερασπιστής της Πολιτικής Άνοιξης που καποτε ίδρυσε. Ηταν και είναι εξαιρετικά ζοχαδιασμένος πολιτικός και δύσκολα ελέγχεται.
Σε όλα αυτά, μικρή σημασία έχει πως εντάχτηκε εκεί ο Βαρουφάκης, ποιος ήταν τιμονιέρης σε ένα ναυτικό ναυάγιο στην Αίγινα και ποιος ήταν ο Καλογρίτσας. Όλα τα αστέρια αυτού του συστήματος, ήταν από παλιά «συμπαθούντες» ή «εκ μεταγραφών».
Δύο απανωτές εκλογές και ένα δημοψήφισμα συν 17 ώρες μιας διαπραγμάτευσης ήταν υπεραρκετά τεκμήρια επιτυχίας. Εξάλλου, πάντοτε ο εξωτερικός παράγοντας ήταν καίριος για να υπάρξει πολιτικός βίος στην Ελλάδα και η προσήλωση σε οδηγίες πρέσβυ, σωτήρια λύση.
Η «κυβερνώσα αριστερά» ήταν προφανές πως έτεινε προς μονοκαλλιέργεια μιας φορμαρισμένης κεντροαριστεράς. Ασφαλώς και ο ανεπίσημος Σύριζα στηρίχτηκε πολύ στην αμετανόητη αντισαμαρική δεξιά αλλά και στον καιροσκοπικό καραμανλισμό!
Κυρίως έπαιξε ρόλο η επινόηση της διαχείρισης του στρατεύματος και της Εκκλησίας, από ένα παροδικό φέουδο που ονομάστηκε «Ανεξάρτητοι Έλληνες».
Συνοψίζω:
Και στις τρεις μετεμφυλιακές συγκυρίες, η Αριστερά πέρασε και δεν ακούμπησε την Εξουσία. Δεν ακολούθησε την τακτική μιας μετωπικής εκπροσώπησης. Περιορίστηκε να ζητά σε κάθε ευκαιρία τις δικές της πιστοποιήσεις εισόδου. Γι αυτό και υποστηρίζω με πένθιμη εμμονή το πόρισμα «είμαστε όλοι δεξιοί» κι ας ξενίζει μερικούς.(*)
(*)Φιλαλληλία συντηρητικών
Αν η αριστερά είναι πουλερικό που ξεπουπουλίζεται, η δεξιά είναι σαφώς υδράργυρος. Παλαιόθεν, παραδοσιακά και δοκιμασμένα. Η δεξιά διαθέτει έναν αριθμό χαρακτηριστικών από τα οποία με ένα και μόνον εάν έχεις σχέση, είσαι αποδεκτός στην κοινωνία τους. Στην αριστερά, είσαι γεννημένος αντεπαναστάτης και αντιμεταρρυθμιστής που πρέπει να μάθει να περνάει τον Νιαγάρα από το καλώδιο.
Η δεξιά έχει φώς της, καμάρι της και πρόσημό της, το έμβλημα. Η αριστερά διαθέτει σύμβολα.
Σύμφωνα με αυτές τις επιπολαίως συντεταγμένες προτάσεις, είμαστε όλοι δεξιοί. Ο πλανήτης, ο χώρος, ο χρόνος, η χλωρίδα, η πανίδα και τα κατσικάκια, είναι δεξιά. Ό,τι εκφεύγει του μέσου όρου και της χρυσής μετριότητας (τιμητικώς την αναφέρω) είναι ύποπτο αριστερισμού. Καιάδας του πρέπει, όχι ανάλυση. Το δεξιό αίμα, σύμφωνα με αυτά είναι το μόνο αίμα. Η σταύρωση του Σπάρτακου; καλα του κανανε.
Αυτοί που νοιώθουν άτακτοι, να πνίγονται, υπο κατάθλιψη, με τον οίστρο τους γιγαντωμένο, οι θρασείς, οι ακάθιστοι και οι αβάδιστοι, είναι οι πρώτοι υποψήφιοι να μη ενταχθούν στη δεξιά, παρ΄όλο που το σύστημα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μη τους χαρίσει πουθενά. [2014]