Δημήτρης Φατούρος
09-11-2020

Χρόνια μετά το «Ματαρόα», ήτοι μια Έξοδο Ελλήνων προς τη Δύση για να μη μετατραπούν σε εκμαγεία ή προτομές όταν ο εμφύλιος θα έχανε τα δόντια του, κι όταν το Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης άρχισε να γίνεται αναπτυξιακή ανάγκη (ήδη ο «Ευκλείδης» ή «Μικρό Πολυτεχνείο» ήκμαζε), ένα «βρατζούφ» ήτοι ρυμουλκό στα χείλη των νηπίων, με επιβάτες μηχανικούς εξ Αθηνών, υπό τις ευλογίες του Μετσοβίου, αριβάρισε στην πόλη της προσφυγιάς, της Μπάρας, των δολοφονιών και μιας ανησυχίας των μισών Θεσσαλονικέων περί το μέλλον της Μακεδονίας (οι άλλοι μισοί ήθελαν, ποθούσαν ή έτρεμαν μη και μεταναστεύσουν). Ο Δημήτρης Φατούρος, νέος, ακμάζων ως ζωγράφος και αρχιτέκτων, επίσης Στεμνιτσιώτης, όπως και ο συνταξιδιώτης του Μουτσόπουλος και με παιδείαν αρίστην, μαθεύηκε πως θα δίδασκε τους νέους μηχανικούς. Ένα ταξίδι στην Αμερική των σίξτις δικαιολογούσε στους φοιτητές το κοτλέ σακάκι, ένα βυσσινί σπορ Φίατ και τις προτροπές του να διατηρήσουν αντισυμβατική συμπεριφορά στις αίθουσες, αλλά και στα δρώμενα της πόλης. Όταν ο Βασίλης Βασιλικός κατέγραφε «την μυθολογία της Αμερικής» και φοιτητικά ξεσαλώματα ενός «αμούρ φου» στις «Φωτογραφίες» του, ο Λουκιανός έστελνε από το πιάνο της ΧΑΝΘ τα δέοντα και ο εικαστικός σύλλογος «Πολύγνωτος-Παιώνιος» ξέχεζε κάποιον Πικάσο που βούρτσιζε ανοησίες με την ουρά ενός γαϊδάρου, το γλυπτό του Ζογγολόπουλου, το μασκάρεμα της Νέας Παραλίας ως μακρυνάρι από μπλόκια (ενώ ήταν έργο του ΝΑΤΟ) και το φύτεμα αντιφρονούντων σε κάθε κίνηση της νεανικής καρδιάς, ο Φατούρος έγινε γρήγορα σύμβολο στα σπουδαστικά της πόλης. Όχι, δεν ήταν στην έδρα της Διακοσμητικής ― ήταν έδρα «Αρχιτεκτονικής εσωτερικών χώρων και βιομηχανικής αισθητικής». Η λειτουργικότητα, οι εμβάτες και κυρίως η φιλοσοφία μιας άλλης λογικής και ορολογίας στην αρχιτεκτονική πράξη, λατρεύτηκε αμέσως, μετατρέποντας τους ζηλωτές του σε «φατουράκια», όχι σε αναγκαστική διάσταση με τα «μουτσοπουλάκια». Η Στεμνίτσα γαρ έπλασε αμφοτέρους.

Τα διδακτικά του βιβλία έμοιαζαν με άρρητους χρησμούς. Η αυθαιρεσία στη δόμηση που κόαζε, ερμηνεύτηκε κοινωνικά και τα Μετέωρα, η λοφώδης συνοικία, έπαψε να θεωρείται τσιγγενέ μαχαλάς. Οι παραδόσεις του, οι επιμελητές και βοηθοί του, τα θέματα και οι διπλωματικές του έδειχναν ποικίλες επιρροές, ενώ όντως ήταν ο πιο «δημοκρατικός» καθηγητής της εποχής του. Στο ανάερο ρετιρέ που κατοικούσε δεν ήταν απίθανο να προσκληθείς για να ακούσεις τον Ανδρόνικο και άλλους, ή να διαδηλώσεις, ως «ιδεολογικά αντίθετος» στη δικτατορία, παίζοντάς του μουσικές, αντί να συμπράξεις στο αποκριάτικο πάρτι του επίσημου συλλόγου, μόνον και μόνο για να σε χαιρετίσει από τον εξώστη. Του έδινες ένα προσωπικό δοκίμιο και σου αντιχάριζε Τσόμσκι. Στις τελευταίες χρονιές πριν το δίπλωμα, απορροφημένος από τα «αρχαιογνωστικά», σε θέματα και εξετάσεις συχνά του παρέδιδα αυτούργια κόμικς και ποιητικές συλλογές εκ του προχείρου δίχως να πάψει να βαθμολογεί κανονικά. Ποτέ δεν θεσφάτιζε ― συνήθως, αν ενδιαφέρονταν, έλεγε «να το δούμε αυτό».

Με τον καιρό, τον πλαισίωσε ολόκληρη σχολή ακολουθητών και η πολιτική του συμμετοχή ήταν προφανής και έφτασε από συσσωματώσεις ιδεολογικές του γενικού δημοκρατικού χώρου. Και οι φουρνιές που όρκισε έβγαλαν ασυνήθιστα υψηλό αριθμό ακαδημαϊκών δασκάλων.

Μάθαινα για τη ζωή του, συχνά, από φίλους που υπήρξαν ζηλωτές του. Είχε τον τρόπο του σε όλα και ένα διάστημα η γνώμη του ήταν γκαραντί ― βαρύνουσα δηλαδή σε ό,τι ευνοούσε.

Αυτό το κείμενο είναι για το ξόδι του. Τα ουσιώδη υπόλοιπα, φρονώ πως υπάρχει καιρός για να εκτοξευτούν.