Θα σας έχει τύχει να βάζετε μπρος μια παλιά μηχανή, να μη ανάβει «τσακμάκι» με την πρώτη, και στην πολλοστή προσπάθεια να τα καταφέρνετε, αλλά δεν θα αποφύγετε ένα μπουχαρί μαύρου καπνού που θα βρωμίσει τον αέρα και θα σας κάνει και χάλια.
Ε, αυτήν την αίσθηση είχα, αφήνοντας προσώρας την κριτική προς την τέως κυβέρνηση και ασχολούμενος με την μηχανή της σημερινής. Λοιπόν δεν είναι ηλεκτρική, αλλά μια πετρελαιομηχανή που δεν ξερνάει μόνον μαύρη κάπνα, αλλα μάλλον θέλει το έσχατο εργαλείο ενός μαστροχαλαστή: βρίζοντας που το ρημάδι δεν ξεκινάει, του ρίχνει μια μπαλταδιά και παίρνει μπρος.
Αλλά επειδή δεν βλέπουμε κωμωδία απ αυτές που επαναλαμβάνουν κλασικά κολπάκια του συστήματος, αλλά έχουμε κυβερνητικές και διοικητικές πρωτοβουλίες, έχω νομίζω δικαίωμα για μερικές παραγωγικές παρατηρήσεις.
Η βουλή έχει νευράκια: Μπορεί ο τέως πρόεδρος της να γίνονταν καμιά φορά «σέρτικος κι αράθυμος», αλλά ο νέος πρόεδρος μου φαίνεται αναιτίως επεξηγηματικός και ρητορικά άμεμπτος, ως προς την σύνταξη και την εκφορά του λόγου του, αλλά αδυνατεί να υποχρεώσει σε σιγή αυτομόλους σαν τον κύριο Ραγκούση, οπότε ομιλεί μη ακουόμενος, κατά την πάγια έκφραση των πρακτικών. Με αυτά και με άλλα, κι εμείς οι ανεκπαίδευτοι μπορεί να γίνουμε κάποια στιγμή εξπέρ στους λαβυρίνθους του κανονισμού της Βουλής και πόσα λεπτά δικαιούται να χρησιμοποιήσει τις φωνητικές χορδές του κάθε μέλος του κοινοβουλίου, αλλά βαβούρα δεν πρόκειται να στερηθούμε.
Η Βουλή απέκτησε ένα σπανίως χρησιμοποιούμενο εργαλείο: την αποχώρηση. Διότι το σκοινί-κορδόνι της διαδικασίας του επείγοντος, δεν κρύβει κάποια τακτική επιτάχυνσης, αλλά πρόχειρο μπάλωμα υπουργικών νομοσχεδίων και τροπολογιών, που οι υπουργοί, προφανώς τσιτωμένοι, προσπαθούν να περάσουν από τις Σειρήνες ή τις Συμπληγάδες, ανακαλύπτοντας πως «ξέχασαν» μια κρίσιμη παράγραφο ή δύο, όπως αποπειράθηκε προσφάτως η κυρία Κεραμέως. Διότι όταν ο πρωθυπουργεύων τους έχει επιβάλει τακτική αξιολόγηση και αυτοί έχουν μάλλον γενικές οδηγίες, πρέπει να καταφέρουν να συντάξουν νόμους και αποφάσεις που δεν «συνεδριάστηκαν» με κάποια άνεση χρόνου. Κάτι θα ξεχνάνε, αυτοί ή οι υπηρεσίες τους. Άνθρωποι είμαστε.
Όταν χτυπάς με γκράδες ένα πεφταστέρι: μήτε θα το πάρει χαμπάρι. Εννοώ την σπανίας μαλακωσύνης και κουφιοκεφαλισμού έκφραση «μα κι εσείς τα ίδια κάνατε» που θεωρείται σωσίτριχο εναντίον της αμηχανίας, αλλά στον ακροατή πλάθει την αυτόματη πρόταση «όλοι το ίδιο είναι» ή «μωρέ καλά τα λέει ο Βελόπουλος/Βαρουφάκης», όχι υποχρεωτικά με αυτήν τη σειρά. Η κατάθεση τροπολογιών, οι παρέμβλητες και άσχετες με το αντικείμενο του νομοσχεδίου παράγραφοι, η «πχοιότητα» ενός βιογραφικου, ιδίως στον τομέα των σπουδών και άλλα, όπως η κατάχρηση ή η συγχώνευση της δευτερολογίας και εκείνο το μετά εκφραστικής χειρονομίας «τελειώνω κύριε πρόεδρε» συν η αντικατάσταση της αγόρευσης με ατάκες κειμενογράφων, οδηγεί τον έτοιμον από καιρό, γεννημένον δύσπιστον, να εμέσει το ανακριβές «κόρακας κοράκου μάτια δεν βγάζει». Η ανακρίβεια έγκειται στο ότι κανείς τους δεν έχει δει κοράκια να διεκδικούν το ψοφίμι σεσηπότος αρουραίου ή ίχνους σοκοφρέτας σε πεταμένο περιτύλιγμα.
Η τήρηση του κανονισμού, αυτή η φρεναπάτη: ο επισκέπτης της Βουλής θα έχει προσέξει την διάσταση λόγων και έργων μεταξύ βουλευτών που ξεκατινιάζονται δημοσίως και εγκαρδιώνονται αλλήλοις χωρίς κάμερες. Ο κανονισμός δεν αποβάλει, δεν περικόπτει μισθά, δεν κρατάει απουσιολόγιο, αδρανεί τες Παρασκευές όπου επίκεινται αερογέφυρες προς την τοπική πατρίδα. Η Βουλη συχνά μιμείται την Δικαιοσύνη, που παρίσταται ως τυφλή, για άλλους βέβαια λόγους.
Που είσαι νιότη που΄δειχνες πως θα γινόμουν Γάλλος: η ρεβεράντζα προς αντίπαλο θεωρείται απόδειξη προσχώρησης. Μια απλή εκφραστική κλοπή από την τέχνη της ρητορικής, ήτοι μια εμπνευσμένη αγόρευση είναι σπάνια, σπανιότερη κι από χορτάτο χρυσόψαρο ή σαλιγκάρι. Και βέβαια, τα ΜΜΕ κεραυνοβολούν κάθε υπόνοια ανταλλαγής απόψεων, ερμηνεύοντας την ως «μονομσχία», «διασταύρωση ξιφών» και άλλα εμφυλιακά.
Η απάτη μιας Κεντρομόλου, επιτελικής κυβέρνησης: «Εγώ προεδρεύω» ανήγγειλε κάποτε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ήταν η αρχή του τέλους του. Ένα εκφραστικό λάθος παραμένει η «επιτελική κυβέρνηση». Υποθέτω πως ο πρωθυπουργός δεν χάνει επεισόδιο από την σειρά Scandal που ωστόσο διασύρει την Αμερικανική προεδρική εξουσία. Ένας Έλλην πρωθυπουργός δεν είναι πάντως ποτέ πρέσβυς καλής θέλησης της Ουνέσκο. Δεν υπάρχει προηγούμενο να «ξεμπερδεύει» μοιράζοντας πόστα και αναμένοντας αποτελέσματα τα οποία μάλιστα απειλεί πως θα αξιολογηθούν. Μεταξύ πρωθυπουργού και υπουργών πρέπει να υφίσταται άφθονη, δωρεάν συνδρομή. Αλλιώς οι υπουργοί, εκ των πραγμάτων, είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν τις «Υπηρεσίες» τους. Και δεν νομίζω ως η χώρα κατάφερε να δημιουργήσει έστω και ένα υποσύστημα που να δουλεύει καλοκουρδισμένα.
Ο πρωθυπουργός, θέλοντας να επιδείξει αλλαγή πλεύσης στην διακυβέρνηση, ζήτησε να μοιραστούν στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο, σε κάθε υπουργό, φάκελοι με τις απαιτήσεις του. Και μάλιστα με ένα είδος χρονοδιαγράμματος. Άρχισαν να εκτίθενται οι άσκεφτοι, δηλώνοντας αρχικές ή καταληκτικές προθεσμίες: θα καταθέσω νομοσχέδιο έως την Τρίτη, αι μπουλντόζαι θα δουλέψουν τέλος του έτους. Ο πρωθυπουργός, διαδόθηκε πως δέχεται SMS στο κινητό του για την πρόοδο των δράσεων. Συμπαθάτε με, αυτά είναι κολοκύθια με τη ρίγανη. Δηλαδή, ο σχεδιασμός του εξασφάλισε, βαριά-βαριά, υπερεργασία για πέντε χιλιάδες (το πολύ) υπηρεσιακούς παράγοντες, συμπεριλαμβάνοντας ακόμη και τον ντιλιβερά. Με το μισό εκατομμύριο που απαρτίζουν τον Δημόσιο τομέα, θα δουλέψει κανένας; Τι θα κάνουν όλοι αυτοί; Διότι αν δεν έχουν αντικείμενο, είναι ασκημένοι να ανακαλύπτουν παραθυράκια και κρυμμένα έγγραφα που καταστρατηγούν το καθετί. «Αυτό δε γίνεται, εξοχώτατε, διότι υπάρχει νομολογία ή εγκύκλιος ή διάταξη, που πρέπει να αλλάξει». Άρα οι πέντε χιλιάδες πρωτομάστορες πρέπει να ενισχυθούν από ένα ανθρωπομάνι πενήντα χιλιάδων υπηρεσιακών, εντεταλμένων να ανιχνεύουν τις τρύπες που περιέχουν οι επιδοθέντες φάκελοι. Και αυτό ακριβώς βιώνουμε.
Χίλια μύρια κύματα, μακριά απ΄το Αϊβαλί: Στο μεταξύ, οι Τούρκοι παίζουν με τα Σουκχόι, ΑΟΖ δεν αξιωθήκαμε να αποκτήσουμε στις επίδικες γεωτρήσεις, η Ευρωτουρκική σύμβαση μας έχει γαμήσει το ταμ τιριρί, στην κοινωνία των φουσκωτών, η Βουλγαρία, αργά και συστηματικα ξεφουσκώνει το μπαλόνι του «μακεδονικού», οι διαφημίσεις των εμπόρων στην τηλεόραση προτείνουν φτηνά τρόφιμα, και μεγάλες τηλεοράσεις, οι ΜΚΟ και οι φιλανθρωπίες ατάραχες, η αντιπολίτευση ακόμη και εν αμηχανία, έφτασε να εμπιστεύεται τον Τζανακό, ο πρωθυπουργός έχει πρόγραμμα μετακινήσεων τόσο τραχύ, ώστε απέκτησε και μηχανισμό τηλεμεταφοράς, οι τεχνοκράτες του αρχίζουν να καταλαβαίνουν πως η δεξαμενή εμπίστων στερεύει ή τρύπησε, επομένως αναζητούν «δικούς τους» που δεν σαμαρίζουν καθ’ υπερβολήν και δεν καραμανλίζουν κραυγαλέα, όλοι τρέχουν θύοντας στην νέα θεότητα, την Συνέπεια στις προθεσμίες, ήτοι στο μόνο στοίχημα που δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει η Ελληνική πολιτεία.
Συμπέρασμα: ο Κυριάκος Μητσοτάκης επαιτών και απαιτών εκλογές από την ανάρρησή του, διαμορφώθηκε παρατηρώντας και ξεπατικώνοντας την κυβέρνηση που ζητούσε να αντικαταστήσει. Κολλημένος στην καθημερινή καταγγελία, ταυτίστηκε με τους αντιπάλους του αφαιρώντας τους απλώς την αριστερή ή αριστεροφανή τήβεννο. Στηριγμένος πολιτικά μόνον από μέρος της Πολιτικής Άνοιξης και τους ανδρωθέντες επί ΛΑΟΣ, στηρίχτηκε στην Οικογένεια αλλά και δαπάνησε πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο για να εκμαιεύσει ένα κόντρα φιλέτο από τους Καραμανλικούς. Στα διαλείμματα, σκέφτηκε σε βάθος το Κράτος που ονειρεύονταν, αδιαφορώντας άν το όνειρο θα του έβγαινε, διότι τα όνειρα δεν είναι πασιέντζες. Το μέλλον τον περιμένει υπό την χείριστη μορφή του: είναι αναμενόμενο. Πάντως, τόσο το κόμμα του, όσο και ο Σύριζα, εξειδικεύτηκαν στην παραγωγή χάλυβα, ως αλχημιστές. Ο Σύριζα έκανε εξαρχής λάθος στη συνταγή (παραπάνω, πολύ παραπάνω κάρβουνο στο μίγμα) ενώ ο Μητσοτάκης τα βρήκε μπαστούνια στην σφυρηλάτηση: σωστές αναλογίες, αλλά δεν δίνεις το μέταλλο κατακόκκινο από την μεγάλη θερμοκρασία στα χέρια του κουμανταδόρου. Χρειάζεται να βαφτιστεί στο νερό, να ψυχράνει.
Η άλλη κυβέρνηση, αυτή που παραμένει οργανικά εμβρόντητη (δεν είναι λίγο να ανεβαίνεις από την γκαρσονιέρα με τους μπεκιάρηδες σε ένα ανάκτορο επιπλωμένο με κλουβιά και χωρίς μεγάλη ζημιά να «πέφτεις» σε μικρομεσαία κατάσταση) τρίβει τα μάτια της και δεν πιστεύει πως η νυν κυβέρνηση αφήνει τέτοια χαίνοντα κενά στη διαδρομή της. Αρχίζει λοιπόν το καταγγελτικό βιολί, αυτό που πάντα ήξερε, αγνοώντας πως οι τέως εικοσάρηδές της δεν αντέχουν να μένουν με άρρωστα πεθερικά, μήτε πως οι «έμπειροι» τέως πενηντάρηδές της θα υποχρεωθούν να πέσουν στις ινσουλίνες. Ακόμη κι αν δεν κινδυνέψουν από τον Βαρουφάκη (μπορεί, λογω Γαβρά, να πιστέψει την εκδοχή του) πρέπει επειγόντως να τρέξουν με οξυγόνα και απινιδωτές να συνεφέρουν τον εν αφασία χώρο που τους δόξασε.
Εμένα, όλα αυτά, μου θυμίζουν τον στρατηγό Νιβέλ, που τον παίνευαν στον μεγάλο πόλεμο πως ως ηγεμών θα εξαφανίσει τα αέρια μουστάρδας και την γενική φρίκη με την αρχή της «Ορμής», και κατέληξε να παραχώνει αχρείαστα πτώματα. Ή, αν δεν το΄χετε με την Ιστορία, ξαναδιαβάστε «το επάγγελμα της μητρός μου» του Μποστ.