Η έκφραση «θα κατεβώ» έχει στοιχειώσει μέσα μου. Δε σημαίνει πως η υπεσχημένη κάθοδος θα έχει προορισμό ένα υπόγειο όπου ξεκουράζεται μια βαρέλα με κρασί, ή τον κάτω όροφο μιας πολυκατοικίας. Συνήθως προκαλείται σε καφενείο, όπου η τσακαλοπαρέα παροτρύνει τον γνώστη των μικροπολιτικών ζητημάτων μιας γαμόχωρας ως εξής: «τόσα που ξέρεις, γιατί δεν κατεβαίνεις;» ‘Ολοι εννοούν τις εκλογές, δημοτικές ή για την διεκδίκηση της προεδρίας ενός «Συλλόγου προς διάδοσιν της αξέχαστης αυτογνωσίας των φλομομένων από νοσταλγία πατρίδων»
Ο κατεβατός, έχοντας τον έπαινο της τοπικής αγοράς και τον τοπικών σοφιστών, άρχιζε, μέρα τη μέρα, λεπτό προς λεπτό, να μεταλλάσσεται σε κάτι απόμακρο, αλιενίστικο, οραματώδες και συνοφρυακόν. Η πολύ γαμώτη υφίστατο περικοπές. Η αναζήτηση μυαλωμένων τσιτάτων έμπαινε στην λέμφο του, σάμπως διαρροή από τύμπανο πλυντηρίου πιάτων. Άσχετο εάν η υπόσχεση γινόταν πράξη, μια σφραγίδα δωρεάς ,σχήματος μήνης φωτός, τον περιέβαλε.
Mε τους ανθρώπους που «κατέβαιναν» ή κι αυτούς που ήταν ακατέβατοι , αισθανόμουν μιας μορφής ημιπολυτέλεια. Σε τέτοιο βαθμό ,ώστε έχανα κάθε λογικό κριτήριο. Έχω γράψει πάλι τι σήμαινε η ραδιοφωνική ατάκα «ο αυλάρχης (ή ο πρωθυπουργός) ενημέρωσε τον βασιλέα». Θεωρούσα πως τον ημέρωνε,κάπως έτσι: έμπαινε στην αίθουσα του θρόνου με ένα μαστίγιο θηριοδαμαστή και τον εύρισκε πάνω στη ράχη της μπερζέρας του να βρυχάται. Οπότε χτυπούσε μια δυο στράκες στον αέρα, λέγοντάς του ήπια «ήρεμα μεγαλειότατε, ήρεμα».
Πρώτη φορά βρέθηκα σε ένα δάσος από ρεμπούμπλικες σε μια ομιλία του Μαρκεζίνη στα Γιαννιτσά. Τον άκουσαν, τον παίνευαν, μα δεν τον ψήφισαν.Έκτοτε ,όλο σε τέτοια έπεφτα.
Αλλα το μέγα ταράκουλο γινόταν στις δημοτικές .Εκεί ψήφιζαν τα πρώτα χρόνια κατα μιλέτια και νίκαγαν οι πολυπληθέστεροι που δεν ήταν εξορία η «χαρακτηρισμένοι». Ώσπου έσπασε κι αυτό και ένας παραδοσιακός μουχτάρης οχ τον Πόντο συμμάχησε με ένα ντόπιο καταγόμενον από βερχοβίστικη φαμίλια και νίκησαν. Ο δεύτερος συνέχισε καριέρα, ο πρώτος είχε κάνει την Ελλάδα τουμποφλό αργότερα.
Έκτοτε, ο «πολιτευτής δεν ήταν λειτούργημα, αλλά άθλημα.Οι ντόπιοι, ανεξαρτήτως φρονήματος, φυλάγονταν. Και όποιον ρωτούσαν οι καρεκλοβίωτοι τι θα ψηφίσει, απαντούσαν «Πιπίνο τέλουμε» και αργότερα «Πέτσο τέλουμε». Πριν σαράντα χρόνους, άλλαξαν τα χρώματα και οι γενιές. Βάφαν τις ασφάλτους πράσινες. Κι ένας υποψήφιος, περαστικός σε χωριό, χωριό που το διασάλευαν πείσματα και ενοχές, όταν με άκουσε να μιλάω, είπε: «αυτόν θα τον αξιοποιήσω!». Ο επικήδειος του Κονδυλάκη σε ρημέηκ.
Σε πολλές κατεβασιές πολιτικών βρέθηκα, τους γνώρισα και τους μιλούσα επιλεκτικώς. Ώσπου έτυχε και μ΄έπιασε μια κατεβασιά, ένα σινάχι, μια υπέρταση στα όρη στα ψηλά βουνά, παραμονές Καθαρής Δευτέρας και δεν είχα κουράγιο να πατήσω το ρημόουτ. Οπότε έπεσα σε τελετές παρελάσεων, όχι των Πατρών ή της Ζακύνθου, μήτε σε κουδουνάδες, αλλά σε μια Κυριακή αγροτική από το Ρουμλούκι. Στα μέρη του Μελήκ, του σουλτάνου Καϊκαούς, στα κτήματα του Σκυλιτζη πάνω στη ράγα του Αλιάκμονα, από Μπάρμπες- Κούτλες στην Arulos, κοντά στο φρύδι της Αγκαθιάς.
Είχανε ζέψει τις πλατφόρμες σε τρακτέρια και έβαζαν χαρτονένια ονόματα στην ακινησία τους κι έπειτα, σε αίθουσα ήταν όλοι να τραγουδήσουν, σε επίπεδα νόμιμα ελληνικά . Αλλά τα τσακίσματα και τα λυγίσματα των μελωδιών δεν ακολουθούσαν το πρόγραμμα. Μέσα σε μια αφοπλιστική παρωδία χώνοντας τα κοντράλτα μιας Λιάγκραβης και ο κυματισμός του Τσούκνου, ένα παραφωνο εφηβάκι που αγαπούσε γλυκά ένα διπλανό του σκουλάτο πακιακιό, ήχοι της Νίγδης και ισοκρατήματα Γκασκαούζων, ενώ πολλά τσελιγκάτα βλάχου ομίλου χόρευαν με τον θάνατο της ζάντρουγκας και την ανάσταση των μητάτων.
Και ξέχασα την αρρώστεια και δάκρυα πολλά σκέπασαν τον αποπνιγμό μου. Ηταν μπροστά μου όλες οι φάρες των ψηφοφόρων, και όλοι οι πολιτευτές που καθήλθαν αλλά δεν ευωχήθηκαν και πόμειναν στο Φαγιούμ της Βίστριτσας με τα ραγισμένα τους πρόσωπα και ξημέρωνε Καθαρή Δευτέρα, αλλ΄ήταν απλώς μία bank holiday και οι κατσούλες των κυράδων ραντισμένες με το μέλι της αγάπης τους.