Ξέρω πως διυλίζω τον κώνωπα, αλλά τον δημόσιο διάλογο τον πήραμε από τα καλάθια με τα ρετάλια. Τον διάλογο, όχι κάποια ατομική ρέντα ετοιμοπόλεμου ρήτορα -εκεί πλήττουμε λιγότερο, αλλά και πάλι, λόγω της αστραφτερής προσωπικότητας του ατόμου, δεν θυμόμαστε τι είπε, αλλά πως «τους τα έσουρε μια χαρά».
Εκεί όπου είμεθα αγελάδες στην χώρα των Χουίχνχνχνμ, είναι στα λογοτεχνικά ή βιβλιολαγνικά τηλεοπτικά. Ιδίως όταν χαλάνε την κρέμα, εξηγώντας «τι έχει μέσα» το κείμενο, ενισχυμένοι με βαρύ αναλόγιο διαβάζοντας ένα αναλυτικό κείμενο χωρις μια ματιά στον οπερατέρ, ίσως διότι ο δηλωθείς ως σκηνοθέτης έχει πάθος με το σινεμά βεριτέ ή με το νουβό ρομάν (τριακόσιες σελίδες να κατέβει ο ήρωας μια σκάλα, κι άλλες τόσες να βρει την έξοδο. Αυτά είναι αμιγώς ραδιοφωνικά, ανεικονικά και δεν σέβονται κανενός τον χρόνο.
Το πρόσωπο των ποιητών με ενδιαφέρει, επειδή κάθε σύσπαση του προσώπου των ορίζει πόσο επαιτεί την αγάπη και την κατανόηση. Μερικοί απαγγέλουν με τα μάτια, κι αυτό είναι εξαίσιο. Αλλά του σοφομόρη μυαλοπώλη το αμερικάνικο πλάνο είναι ανάγωγο και διακοσμητικό. Και ο σκηνοθέτης του έπρεπε να επιστρέψει στο τίμιο επάγγελμα του εμπόρου φυκιών.