Βαν Xox, Ίριδες. 1889
Γκριέτα ή η βιοποικιλότητα στο αίμα
03-10-2019

«Ιδού, ιδέστε Θάλαμος Σκοτεινός ως θέαμα μπροστά στα μάτια σας παρουσιάζεται δια του οποίου φως και σκιές χορεύουνε σε μια λευκή οθόνη, μεγαλωμένες σα να είναι ζωντανές! …Αν αληθώς είστε εύκαιροι για τόσο τιποτένια ψυχαγωγία, δεύτε και προσέλθετε να ιδείτε τα θαύματα του Μαγεμένου Κήπου μουΕΡΑΣΜΟΣ ΔΑΡΒΙΝΟΣ, Ο ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ, ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ, ΠΟΙΗΜΑ. ΜΕΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΣΗΜΕΙΩΣΕΩΝ. ΠΡΟΟΙΜΙΟ (1791, ένα χρόνο μετά την πρεμιέρα της τελευταίας όπερας της συνεργασίας Β.Α. ΜΟΤΣΑΡΤ και ΛΟΡΕΝΤΖΟΥ ΝΤΑ ΠΟΝΤΕ, «Έτσι κάνουν όλες»)

 

Η γιαγιά τής Γκριέτας Τιντίν Ελεονόρας Έρνμαν Τούνμπεργ (το πλήρες όνομα : «Γκριέτα Τιντίν Ελεονόρα» είναι τα μικρά της ονόματα, «Έρνμαν» το επώνυμο τής μητέρας-της και «Τούνμπεργ» του πατέρα-της), η μητέρα τού πατέρα-της Σβάντε Τούνμπεργ, ονομάζεται, στο πατρικό- της, Μόνα Μαργαρίτα Άντερσον. Καθώς το «Γκριέτα» προέρχεται από το «Μαργαρίτα» είναι πιθανό πως δόθηκε στην Γκριέτα το δικό-της όνομα. Ο παππούς-της Φριτς-Όλοφ Τούνμπεργ είναι ηθοποιός, όπως και ο πατέρας-της. Η μητέρα-της («Μαλένα» από το «Μαγκνταλιένα» Έρνμαν), επαγγελματίας λυρική μεσόφωνος, η γιαγιά της, Εύα, μητέρα της μητέρας της, διακόνισσα της Ευαγγελικής εκκλησίας, ο παππούς της από τη μητέρα της, ο Λαρς Έρνμαν, οικονομολόγος.

FritzOlof Thunbergπαππούς από τον πατέρα-της, πατέρας του πατέρα τής Γκριέτας, ηθοποιός

Mona Margareta Andersson γιαγιά από τον πατέρα-της, μητέρα τού πατέρα τής Γκριέτας, ηθοποιός (ανεπιβεβαίωτο κατά τη Βικιπαίδεια)

Svante Thunberg (γ. 1969)→γιός-τους, πατέρας τής Γκριέτας, ηθοποιός

Lars Ernman→παππούς από τη μητέρα τής Γκριέτας, οικονομολόγος

Eva Ernman→γιαγιά από τη μητέρα τής Γκριέτας, διακόνισσα της Ευαγγελικής εκκλησίας

Sara MagdalenaMalenaErnman (γ. 1970) → κόρη-τους, σύζυγος τού Svante Thunberg, μητέρα της Γκριέτας και της Μπεάτας, επαγγελματίας λυρική μέτζο σοπράνο, με καλή καριέρα και πολύ καλή δισκογραφία

Στον πατρικό κλάδο τών Τούνμπεργ συνυπάρχουν σπουδαίοι (και ξακουστοί στους διεθνείς επιστημονικούς κύκλους—στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνονται οι ελληνικοί δημοσιογραφικοί, όπως και τα απροσδιόριστα τερατουργήματα που λέγονται «ελληνική κοινή γνώμη», ή μάλλον «ελληνικό κοινό σούσουρο» και «ελληνικά πολιτικά κόμματα που έχουν εμπεδωμένες εξ επιφοιτήσεως εντυπωσιοκρατικές αντιλήψεις για την αλήθεια των πάντων, τα εμβόλια, την κλιματική αλλαγή, την ελληνική γλώσσα, τον τρόπο διδασκαλίας της Ιστορίας και των Θρησκευτικών στα δημοτικά και γυμνάσια, τη Συμφωνία των Πρεσπών, το ύψος της φούστας, την γνήσια αφαιρετική απόλυτο, το προσφυγικό, και κυρίως, για την ανώτερη αλήθεια της συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης, της φυλετικής τους προέλευσης και της εθνικής τους αποκρυστάλλωσης) συνυπάρχουν λοιπόν σπουδαίοι επιστήμονες και φυσιοδίφες: πρώτος και καλύτερος ο σύζυγος μιας κυρίας Καρολίνας το γένος Thunberg, ο νομπελίστας φυσικός και χημικός Σβάντε Αρένιους (1859 – 1927) που το μικρό-του όνομα δόθηκε στον πατέρα τής Γκριέτας. Μια έστω γρήγορη ματιά στο λήμμα του στη Βικιπαίδεια (λήμμα που απόκτησε κιόλας παραπομπή στη μακρινή συγγένισσα Γκριέτα) επιβεβαιώνει άλλη μια φορά πως η γνώση του κόσμου μας, αντίθετα με την καταστροφική του διαχείριση, δεν οφείλεται στους δημοσιογράφους: Νόμπελ Χημείας το 1903, υπήρξε ανάμεσα σε πολλά άλλα κατορθώματα εντατικής άσκησης διαφόρων κλάδων των φυσικών επιστημών με αξιοζήλευτη εμβρίθεια, και ο πρώτος που αποπειρώμενος να καταρτίσει μια ικανοποιητική ερμηνευτική θεωρία για τις εποχές των παγετώνων έφτασε σε μια θεωρία για το κλίμα και μια αποτίμηση της επίδρασης που ασκεί η αύξηση εκπομπών διοξείδιου του άνθρακα στην αύξηση της θερμοκρασίας της γήινης επιφάνειας με το λεγόμενο «φαινόμενο του θερμοκηπίου». Σα να μην αρκούσε όμως και περίσσευε για την Γκριέτα η γόνιμη περιρρέουσα οικογενειακή ατμόσφαιρα που προκύπτει από παρόμοιο πεντιγκρί…………………….

…….Στο σημείο αυτό, μια μουσική γέφυρα που παρεμβαίνει και που αφήνεται στη φαντασία και τη διάθεση του αναγνώστη και που μπορούμε γενικά να την αναπαραστήσουμε σαν το επεισόδιο μιας ελλειπτικής καμπύλης, σαν είδος πνευστού κυματιστά και ένρινα μελωδικού παστοράλε, ελαφρά συναχωμένου από τον μόνιμο κατάρρου που μαστίζει τους ατρύγητους αιθέρες της Αλβιόνας, λιπαίνει τη θαλερή πρασινάδα της αγγλικής εξοχής και συντελεί αποτελεσματικά στην καλαισθητική πιστοποίηση της βλοσυρής μαυριδερής διάβρωσης του κτιστού της περιβάλλοντος, μνημειακού και μη,— μας καλεί να αφουγκραστούμε τον αξιότιμο αρχιμουσικό, δάσκαλο χορωδίας, θαυμαστό συγγραφέα σερ Τζον Έλιοτ Γκάρντινερ να περιγράφει στο πρώτο κεφάλαιο του εξαιρετικού βιβλίου του «Μουσική στο κάστρο του ουρανού: Ένα πορτρέτο του Γ.Σ. Μπαχ» (2013) τον θαυμαστό τρόπο με τον οποίο η έστω και τυχαία βαρύθυμη παρουσία ακόμη και ενός πορτρέτου σε οικογενειακό χώρο που διαθέτει ήδη κάποιες εφεκτικές, σχετικές με την πραγματικότητα του απεικονιζόμενου ευαισθησίες, μπορεί να γίνει εκλυτικός παράγων ντετερμινισμού του συνειδητού μέλλοντος ενός νεαρού γόνου έστω και παθητικά εκτεθειμένου στις δυνατότητες ανάφλεξης της φαντασίας που η ανεξιχνίαστη αύρα ενός πορτρέτου μπορεί να πυροδοτήσει:

«ΥΠΟ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΚΑΝΤΟΡΑ

[Ή Ο ΔΑΚΤΥΛΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ»]

»Το φθινόπωρο του 1936 ένας τριαντάχρονος δάσκαλος μουσικής από το Μπαντ Βάρμπρουν της Κάτω Σιλεσίας εμφανίστηκε ξαφνικά σε ένα χωριό του Ντόρσετ κουβαλώντας στις αποσκευές του δυο πράγματα: μια κιθάρα και ένα πορτρέτο του Γ.Σ. Μπαχ με την τεχνική της ελαιογραφίας. Σαν εκείνον τον αρχαίο γερο-Φάιτ Μπαχ, τον ιδρυτή της πατριάς των Μπαχ, πρόσφυγα που δραπέτευσε από την Ανατολική Ευρώπη για θρησκευτικούς λόγους πριν από σχεδόν τέσσερις αιώνες, ο Βάλτερ Γένκε εγκατέλειψε τη Γερμανία μόλις το καθεστώς απαγόρευσε στους Εβραίους να κατέχουν επαγγελματικές θέσεις. Εγκαταστάθηκε και έπιασε δουλειά στο Βόρειο Ντόρσετ, παντρεύτηκε μια νεαρή Αγγλίδα, και καθώς θα ξεσπούσε όπου να ΄ναι ο πόλεμος, αναζήτησε ασφαλέστερη κατοικία και για τον πίνακά του. Ο προπαππούς του είχε αγοράσει το πορτρέτο του Μπαχ σε ένα παλιατζίδικο, τη δεκαετία του 1820, για το τίποτα. Ιδέα δεν είχε τον καιρό εκείνο πως ήταν, και εξακολουθεί να είναι και σήμερα, η προσωπογραφία του συνθέτη που ξεπερνούσε κατά πολύ σε σπουδαιότητα όλες όσες έχουν διασωθεί. Αν ο Γένκε την είχε αφήσει στη μητέρα του στο Βάρμπρουν, είναι βέβαιο πως δεν θα έβγαινε σώα από τους βομβαρδισμούς ή την εκκένωση της Σιλεσίας από τον γερμανικό πληθυσμό εν όψει της επέλασης του Κόκκινου Στρατού.

[«Ο ΠΟΘΟΣ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΩ ΤΟΝ ΑΥΣΤΗΡΟ ΚΑΝΤΟΡΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΦΗ ΤΗΣ ΣΚΑΛΑΣ»]

»Μεγάλωσα υπό το βλέμμα του Κάντορα. Το ξακουστό πορτρέτο [1748: ο Μπαχ, με περούκα, κρατάει στο δεξί του χέρι τον τριπλό εξάφωνο Κανόνα BWV 1076, σήμερα βρίσκεται στη βιβλιοθήκη William H. Scheide, στο Πρίστον, Νιου Τζέρσι] του [Ελίας Γκότλομπ] Χάουσμαν [διορισμένου στη θέση του επίσημου ζωγράφου του δημοτικού συμβουλίου της πόλης της Λιψίας] είχε δοθεί στους γονείς μου να το φυλάξουν όσο διαρκούσε ο πόλεμος, και είχε τοποθετηθεί σε περίοπτη θέση στο κεφαλόσκαλο του πρώτου ορόφου του παλιού μύλου στο Ντόρσετ όπου γεννήθηκα. Κάθε βράδυ καθ’ οδόν προς το κρεβάτι μου προσπαθούσα να αποφύγω το βλοσυρό του βλέμμα. Είχα σαν παιδί τη διπλή τύχη να μεγαλώσω σε αγρόκτημα και στους κόλπους φιλόμουσης οικογένειας όπου το τραγούδι θεωρούνταν απολύτως φυσικό πράγμα—στο τρακτέρ, καβάλα στο άλογο (ο πατέρας μου), στο τραπέζι (τραγουδούσαμε όλη η οικογένεια μαζί την ευλογία και την ευχαριστία στα γεύματα) ή το σαββατοκύριακο που μαζευόμαστε όλοι μαζί και προσφερόταν διέξοδος στην αγάπη που έτρεφαν οι γονείς μου για τη φωνητική μουσική. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου συναντιόντουσαν κάθε Κυριακή πρωί με λίγους ντόπιους φίλους για να τραγουδήσουν την «Τετράφωνη Λειτουργία» του Γουίλιαμ Μπερντ….. Όταν έγινα δώδεκα χρονών γνώριζα κιόλας και μπορούσα λίγο πολύ να θυμηθώ απ’ έξω τα μέρη για υψίφωνο των περισσότερων από τα έξι μοτέτα του Μπαχ……αλλά την πρώιμη μαθητεία μου στον Μπαχ, την καλλιέργεια μιας ισόβιας αφοσίωσης στη μουσική του και τον πόθο να κατανοήσω τον αυστηρό Κάντορα στο κεφαλόσκαλο, τα χρωστώ………………………..

………Επιβεβλημένο μα καλοζυγιασμένο ντεκρεσέντο της συναρπαστικής αφηγηματικής χροιάς μιας φωνής που προγυμνασμένη μια ολόκληρη ζωή στις τεθλασμένες της ροής ενός μεγάλου μουσικού ποταμού μεταθέτει το χωροχρόνο της μελλοντικής μας συνάντησης καθώς επιμένει μέχρι τέλους να διατηρεί μια υπολειμματική αυτονομία στη συνειρμική μετάβαση στο επόμενο νοηματικό πλάνο. Εκεί αντιλαμβανόμαστε πως δεν την ακούμε πια καθώς μας πλημμυρίζουν τα χρώματα και οι ευωδιές μιας ελληνογενούς λατινικής μεσημβρίας ονομάτων με έκτυπη τη χρωματουργική ευφορία μιας ακάματης περιγραφικής φαντασίας, επιστημονικές «γλώσσες» βαπτισμένες ηδονικά στον ύπερο μιας εικονοποιίας που «επιδίωξε να στρατολογήσει τη φαντασία στη σημαία της επιστήμης οδηγώντας τους θιασώτες της πρώτης από τις χαλαρότερες αναλογίες που στολίζουν τις εικόνες της ποίησης, στις αυστηρότερες που συνθέτουν τους λογικούς συλλογισμούς της φιλοσοφίας»: τα εισαγωγικά τερετίζουν με τρυφερότητα μια έμπνευση της Ειδοποίησης με την οποία ξεκινάει το Δεύτερο Μέρος («Οι Έρωτες των Φυτών») το πολύστιχο ποίημά του «Ο Βοτανικός Κήπος» ο παππούς του Κάρολου Δαρβίνου, Έρασμος Δαρβίνος (1731-1802) της πολυπληθούς οικογένειας Δαρβίνων-Γουέτζγουντ. Άγγλος γιατρός, φυσικός φιλόσοφος, φυσιοδίφης, στοχαστής, ποιητής διδακτικός, εφευρέτης, φυσιολόγος, βοτανολόγος, πολέμιος της δουλείας, κεντρική μορφή του αγγλικού «Διαφωτισμού των Μεσογείων» (τα αγγλικά «Μεσόγεια» – Μίντλαντς), πληθωρικός γεννήτορας πλήθους απογόνων (14 μετρημένοι), πρώιμος υπερασπιστής των γυναικών , επιστήμων ηδονοβλεψίας φυτικών ερώτων (ατημέλητος στρουμπουλός εκκεντρικός, είδος ιδιοφυούς και πολύμοχθου Χάμπτι Ντάμπτι), που ανέλαβε στο ως άνω σύγγραμμα την ποιητική αποκατάσταση της αρχικής ζωικής φύσης αντρών, γυναικών, ακόμα και θεών, μετά τον πολύχρονο εγκλεισμό στα ομώνυμα φυτικά πολυτελή κρατητήρια όπου τους καταδίκασαν οι ποιητικές Μεταμορφώσεις του «Μεγάλου Νεκρομάντη» Πόπλιους Οβίδιους Νάσο, και, κυρίως, νονός σε σύγχρονα αγγλικά ενός μεγάλου μέρους της αγγλικής χλωρίδας και θαυμαστής και μεταφραστής-εκλαϊκευτής των συγγραμμάτων του μεγάλου Σουηδού φυσιοδίφη, γιατρού και ζωολόγου Κάρολου Λινναίου (1707-1778). Και ο Λινναίος είναι που σάλπισε προσκλητήριο και βλέπουμε σε τούτη τη διαφάνεια που προβάλλει ο Μαγικός Φανός μας τώρα την υπερπαραδείσια Σούμα όλων των παραδείσων: μια απέραντη αιώνια ευδία, ένας ουρανός και μια γη που γελούν, το πρόσωπο της μποτιτσέλειας Φλόρας φωτίζεται από χιλιάδες λουλούδια που αποτίναξαν την καταισχύνη της ανωνυμίας τους, που πριν περιγραφούν και ονομαστούν δεν υπήρχαν: τριαντάφυλλα, κρόκια, μενεξέδες, ία πολλά και διάφορα, σπαθόχορτα και άλλες ίριδες δεκάδες, νάρκισσοι και υάκινθοι από τα λιβάδια όπου έπαιζε η Κόρη καλωσορίζουν τη Flora Capensis, χιλιάδες λουλούδια και φυτά της Ευέλπιδος Άκρας, του ακρωτήριου της Μπόνα Σπέι, της Καλής Ελπίδας, αλλά και άλλα τόσα Plantae Insularum Japonicarum και χιλιάδες άλλα άλλων και, ιδίως, Plantae Thunbergianae, φυτά περιγραφέντα, συλλεγέντα και ονοματισμένα από τον άλλο πατρικό πρόγονο της Γκριέτας, τον σπουδαίο φυσιοδίφη Καρλ Πέτερ Τούνμπεργ (1743-1828), μαθητή του Λινναίου, πολυταξιδεμένο εξερευνητή επιστήμονα του Διαφωτισμού, ακάματο ερευνητή και συλλέκτη της χλωρίδας της Ιαπωνίας και της Αφρικής που κληροδότησε την πείρα και την επιστημοσύνη του σε θαυμαστά πολυσέλιδα βοτανικά συγγράμματα ο Βιβλιογραφικός Κατάλογος των οποίων καταλαμβάνει μαζί με τις χιλιάδες των φυτών που συνέλεξε, δειγμάτισε στο Φυτολόγιό του, περιέγραψε και ονόμασε, καμιά πεντακοσαριά σελίδες, τέσσερις από τις οποίες ευωδιάζουν από 48 διαφορετικές ίριδες: Iris bituminosa, Iris papiolionacea, Iris japonica, Iris ciliata, Iris florentina, Iris germanica, Iris ochroleuca, Iris pumila, Iris sisyrinchium, Iris, Iris, Iris, Iris……